Αν λάβουμε υπόψιν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εμπλακεί σε περισσότερες από 3.500 νομικές διαμάχες στη ζωή του -κι αυτό μόνο μέχρι το 2016- τότε δεν προκαλεί καμία έκπληξη η προσπάθειά του να κερδίσει τις εκλογές, όχι στις κάλπες, αλλά στα αμερικανικά δικαστήρια.
Μπορεί όμως, να το καταφέρει;
Ναι μεν ο Τραμπ έχει βάλει τρεις «δικούς του» δικαστές (δύο άντρες και μία γυναίκα) στο Ανώτατο Δικαστήριο, όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς για να φτάσουν εκεί οι προσφυγές, πρέπει πρώτα να εκδικαστούν στα πολιτειακά δικαστήρια και να αφορούν την ομοσπονδιακή νομοθεσία και το αμερικανικό Σύνταγμα.
Μόνο μέσα στο πρώτο 24ωρο μετά το κλείσιμο της κάλπης, υπήρξε μπαράζ προσφυγών από τον Τραμπ για την καταμέτρηση των ψήφων στην Πενσιλβάνια, το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και την Τζόρτζια.
Οπως σημειώνει η Guardian, το διαφορετικό σε αυτές τις εκλογές είναι ότι λόγω της πανδημίας, πολλές πολιτείες αναζήτησαν μεθόδους για να κάνουν ασφαλή τη διαδικασία της ψήφου, ανάμεσά τους και την επέκταση του μέτρου της επιστολικής ψήφου. Για αυτόν τον λόγο, έχει ανοίξει ο δρόμος για περισσότερες προσφυγές στα δικαστήρια για ζητήματα διαδικαστικά, όπως ο χρόνος έγκυρης καταμέτρησης των επιστολικών ψήφων.
Βέβαια, τέτοιες προσφυγές δεν είναι πρωτοφανείς, έχουν γίνει και στο παρελθόν, με ελάχιστο συνήθως αντίκτυπο στο τελικό αποτέλεσμα. Η σημαντική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα σημειώθηκε το 2000, όταν μία σειρά από νομικές προσφυγές για προβληματικές διαδικασίες στη Φλόριντα, έδωσαν τη νίκη στον Τζορτζ Μπους τον νεότερο.
Ποια η τακτική του Τραμπ;
Οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν ήδη προχωρήσει σε 40 προσφυγές κατά της εκλογικής διαδικασίας σε διάφορες πολιτείες πριν ακόμα την 3η Νοεμβρίου. Η στρατηγική του Τραμπ είναι να επιχειρηματολογήσει, καταρχάς, ότι κάθε μέτρο που διευκολύνει την ψήφο και την κάνει ασφαλέστερη για τους ψηφοφόρους, εν μέσω της πανδημίας, είναι αντισυνταγματικό και αυξάνει τις πιθανότητες νοθείας. Οπως τονίζει η Guardian, αυτό είναι νομικό επιχείρημα σχεδιασμένο για να φτάσει τελικά η υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπου ο Τραμπ έχει διορίσει τρεις δικαστές.
Το δεύτερο επιχείρημα που έχουν χρησιμοποιήσει οι Ρεπουμπλικάνοι στις προσφυγές τους είναι ότι οι αλλαγές στη διαδικασία της ψηφοφορίας έγιναν από πολιτειακούς αξιωματούχους, όπως οι κυβερνήτες, και όχι από τα πολιτειακά κοινοβούλια, κάτι που σύμφωνα με τους συντηρητικούς, είναι αντισυνταγματικό.
Ποια θα είναι η διαδικασία
Το πιο πιθανό σενάριο είναι οι δικηγόροι να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της εκλογικής διαδικασίας σε τοπικό επίπεδο και να ζητήσουν να μην μετρήσουν οι συγκεκριμένες ψήφοι.
Στην Πενσιλβάνια για παράδειγμα, οι συντηρητικοί ζητούν να μην μετρήσουν οι ψήφοι που έφτασαν με το ταχυδρομείο αφού είχαν κλείσει οι κάλπες. Στις πολιτείες όπου επιτρέπεται η καταμέτρηση των καθυστερημένων ψήφων, σημασία παίζει η ημερομηνία αποστολής και όχι παραλαβής.
Η πολιτεία πάντως έχει φροντίσει να εφαρμόσει πολλαπλές δικλείδες ασφαλείας για να αποφύγει την αλλαγή του εκλογικού αποτελέσματος, όπως η προσκόμιση ένορκων γραπτών βεβαιώσεων με λεπτομερή παράθεση των σημείων που είναι υπό αμφισβήτηση.
Είναι μία από τις πολιτείες που βρίσκεται στο ραντάρ των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικάνοι αμφισβητούν τη συνταγματικότητα της παράτασης της παραλαβής επιστολικών ψήφων έως τρεις ημέρες μετά τις κάλπες. Η παράταση αυτή έχει εγκριθεί από το πολιτειακό Ανώτατο Δικαστήριο. Το ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο μετέθεσε την ακρόαση της υπόθεσης για μετά τις εκλογές, παρόλο που σε αντίστοιχη υπόθεση για το Ουισκόνσιν, έκρινε υπέρ των Ρεπουμπλικάνων. Ο επικεφαλής του δικαστηρίου, Τζον Ρόμπερτς, τόνισε ότι κάθε πολιτεία και κάθε υπόθεση είναι διαφορετική, καθώς έχουν διαφορετική νομοθεσία.
Είναι αυτά καλά νέα για τους Δημοκρατικούς;
Δύσκολο να απαντήσει κανείς. Κι αυτό γιατί από την ημέρα της απόφασης για το Ουισκόνσιν, έχει μεσολαβήσει ο διορισμός ενός ακόμα συντηρητικού μέλους του Δικαστηρίου από τον Τραμπ, της Εϊμι Κόνι Μπάρετ. Η πλειοψηφία των συντηρητικών δικαστών είναι πλέον 6-3.
Ο Τραμπ φυσικά διόρισε την Μπάρετ ελπίζοντας ότι όταν έλθει εκείνη η ώρα, θα αποφασίσει υπέρ του. Ομως, ενδέχεται η Μπάρετ να ζητήσει να εξαιρεθεί οποιασδήποτε ακρόασης υποθέσεων που έχουν να κάνουν με τις εκλογές.
Σε ποιες άλλες πολιτείες θα εμπλακούν τα δικαστήρια;
Στο Μίσιγκαν είναι δύσκολο, γιατί δεν έχει υπάρχει μία επίσημη διαδικασία για τυχόν προσφυγές, όμως όταν η διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων είναι μικρότερη από 2.000 ψήφους, προβλέπεται αυτόματα επανακαταμέτρηση.
Στη Βόρεια Καρολίνα, έχουν επίσης προσφύγει οι Ρεπουμπλικάνοι κατά της απόφασης να παραταθεί η προθεσμία παραλαβής των επιστολικών ψήφων.
Ποιο είναι το χειρότερο σενάριο;
Οσο μικρότερη η διαφορά του αριθμού των εκλεκτόρων που εξασφαλίσουν οι δύο υποψήφιοι, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα χαοτικής μετεκλογικής περιόδου. Ολοι θυμούνται -με τρόμο- τι έγινε στη Φλόριντα το 2000. Η εξαιρετικά μικρή διαφορά του Μπους και του Γκορ, οδήγησε σε 35 ημέρες συγκρούσεων στα δικαστήρια και επανακαταμετρήσεων, που τελικά «έδωσαν» την πολιτεία στον μετέπειτα πρόεδρο, ενώ τα μεγάλα ΜΜΕ την είχαν καταχωρήσει στον Γκορ.
Ο Μπους είχε κερδίσει 271 εκλέκτορες, ενώ στη Φλόριντα η διαφορά των δύο ήταν 600 ψήφοι. Ετσι, έγινε ο πρώτος πρόεδρος μετά το 1888, που δεν κέρδισε σε ψήφους. Ο δεύτερος είναι ο Τραμπ, το 2016, κάτι που δεν αποκλείεται να επαναληφθεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News