Ενας εξαιρετικά συνεπής άνθρωπος, με γούστο και έντονη προσωπικότητα, χαρακτηριστικά που τον βοηθούν να παραμείνει αγέραστος. Ακόμη και σε αυτή την ηλικία, η δουλειά είναι η ζωή του και αυτό που πραγματικά απολαμβάνει. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ακόμα γυρίζει τέσσερις ή πέντε ταινίες κάθε χρόνο.
«Η τελευταία φορά που του πήρα συνέντευξη ήταν το 2004. Βλέποντάς τον και πάλι 16 χρόνια αργότερα, συνειδητοποιώ ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα πάνω του. Το γοητευτικό στυλ του, τα απλά ρούχα του, ακόμη και το χτένισμά του είναι ακριβώς το ίδιο. Η μόνη αξιοσημείωτη αλλαγή στη ζωή του είναι ότι έπειτα από 28 χρόνια γάμου, χώρισε με την Νταϊάνα Κουίκ», γράφει η Μιράντα Σόγιερ στον Guardian.
Ο Νάι είναι ακριβώς το αντίθετο τού «πληκτικός». Είναι πάντα πρωτότυπος. Μία πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα, με διαφορετική αίσθηση για ό,τι συμβαίνει γύρω μας και με εξαιρετικά ιδιαίτερες συνήθειες. Του αρέσουν η μουσική, τα βιβλία, το ποδόσφαιρο και η ζωή στην πόλη. Και όσο κλασικός και αν ακούγεται, είναι μοντερνιστής. Ειδικά στη δουλειά του…
Ο Μπιλ Νάι γεννήθηκε στο Σάρεϊ που βρίσκεται λίγο πιο έξω από το Λονδίνο, από ιρλανδούς γονείς. Ηταν φίλος με άλλους ηθοποιούς της εργατικής τάξης όπως η Τζούλια Γουόλτερς και ο Πιτ Ποστλγουέιτ και όλοι μαζί έπαιζαν στο θέατρο «Liverpool Everyman».
Η μεγαλύτερη λάθος εντύπωση που έχουν οι περισσότεροι για τον Νάι, είναι ότι στη ζωή και την καθημερινότητά του είναι «χαλαρός». Κι αυτό επειδή εμφανίζεται άνετος στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο Νάι «γεννήθηκε» και παρέμεινε αγχώδης τύπος. Θέτει υψηλά στάνταρ στα πάντα και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον εαυτό του.
Και δεν είναι σχεδόν ποτέ ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα που βλέπει στην οθόνη, ούτε όμως και όταν διαβάζει τις συνεντεύξεις που έχει δώσει.
«Το πρόβλημα είναι ότι η αυτοπεποίθηση είναι μία κινητή γιορτή και εγώ δεν είμαι διάσημος γι’ αυτή», λέει ο Μπιλ. «Αυτός είναι και ο λόγος που χρειάζομαι αρκετό χρόνο για να συνέλθω από τη στιγμή που θα δω τον εαυτό μου στην οθόνη. Διότι όλοι οι φόβοι μου και οι ανασφάλειες επιβεβαιώνονται όταν με βλέπω. Και γνωρίζω ότι υπάρχει λύση σε αυτό, ότι μπορώ δηλαδή να ξεπεράσω τον εαυτό μου. Ομως μου είναι δύσκολο. Νομίζω ότι πρόκειται για έναν τύπο δυσμορφίας. Δηλαδή ελπίζω να είναι κάτι τέτοιο».
Ολα αυτά σημαίνουν ότι δεν έχει δει ολοκληρωμένες πολλές δουλειές του. Κάποιες φορές βλέπει υποχρεωτικά κάποια αποσπάσματα από τις ταινίες του, διότι πρέπει να συμπληρώσει εμβόλιμα πλάνα. Και είναι κρίμα, διότι υπάρχουν αρκετές δουλειές του,που είναι παραδεδεγμένα αριστουργήματα, όπως τα «Ημερολόγιο ενός σκανδάλου», «Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν», «Οσα φέρνει ο χρόνος», το «Φρανκεστάιν» κ.ά.
Και τώρα στο μακροσκελές βιογραφικό του έρχεται να προστεθεί η «Εμα» (Emma). Η ταινία που στάθηκε και αφορμή για τη συνέντευξη με τον Guardian και κάνει πρεμιέρα στους βρετανικούς κινηματογράφους στις 14 Φλεβάρη.
To «Εμα» είναι το κωμικό μυθιστόρημα (δημοσιεύτηκε το 1815) της Τζέιν Οστεν, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες μορφές της αγγλικής λογοτεχνίας. Ο κύριος χαρακτήρας είναι η Εμα Γούντχαουζ, που περιγράφεται στην πρώτη παράγραφο του έργου ως «όμορφη, έξυπνη και πλούσια» αλλά παράλληλα και «κακομαθημένη».
Η Εμα είναι η πρώτη ηρωίδα της Οστεν που δεν έχει οικονομικές έγνοιες και αυτός, όπως δηλώνει στην αφελή μις Σμιθ, είναι και ο λόγος που δεν έχει ιδιαίτερη επιθυμία να παντρευτεί.
Σε όλα τα υπόλοιπα μυθιστορήματα της Οστεν, η αναζήτηση του γάμου και της οικονομικής ασφάλειας είναι το κεντρικό θέμα της ιστορίας. Η νέα κινηματογραφική εκδοχή της «Εμα» είναι πολύ εύθυμη, καθώς παρουσιάζει με σατιρικό τρόπο τις διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις της Μεγάλης Βρετανίας τον 19ο αιώνα.
Στη νέα «Εμα», ο Νάι επιχειρεί να αποφύγει το δράμα της εποχής. Εν μέρει λόγω των κοστουμιών και εν μέρει λόγω του πολύ συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο πρέπει να παίζουν οι ηθοποιοί, το αποτέλεσμα φαντάζει προδιαγεγραμμένο.
«Είναι το ίδιο με τον Σαίξπηρ και τον Τσέχοφ, όλοι όσοι παίζουν έχουν περίεργη φωνή. Είναι περίεργο που έχει καθιερωθεί αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος να παίζεις σε αυτά τα έργα. Και είναι δύσκολο να αντισταθείς και να δείξεις κάτι διαφορετικό», λέει ο Μπιλ. Αυτό όμως είναι και το μεγάλο του στοίχημα. Να μπορεί να δει και να απολαύσει την ταινία ακόμη και κάποιος που μισεί τα έργα της Τζέιν Οστεν.
Την ταινία στη νέα εποχή θα επιχειρήσει να φέρει και η σκηνοθεσία της Οτομ ντι Ουάιλντ, γνωστής για τη δουλειά της σε βιντεοκλίπ καλλιτεχνών του Χόλιγουντ, όχι όμως για κάποια ταινία, αφού με την «Εμα» κάνει τη δική της πρεμιέρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News