Με τη Σύνοδο στο Παρίσι για την κλιματική αλλαγή να βαίνει προς το τέλος της, η σύναψη συμφωνίας για περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μοιάζει να είναι κοντά, έστω και με μία ημέρα καθυστέρηση από το αρχικό πρόγραμμα. Ωστόσο, οι μαραθώνιες, όπως αποδείχτηκε και όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, συνομιλίες υποκρύπτουν μάλλον ότι πρόβλημα είναι πολιτικό παρά επιστημονικό ή πρακτικό.
Τα πράγματα, ανέφερε την Παρασκευή Λοράν Φαμπιούς, ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών που προεδρεύει στη Σύνοδο, «κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση» για τη σύναψη της συμφωνίας και πρόσθεσε ότι «υπάρχει μια θετική ατμόσφαιρα». Οι εικόνες αντιπροσώπων που όπως όπως προσπαθούν να κοιμηθούν σε καναπέδες και σε γραφεία μαρτυρούν έντονη δραστηριότητα στα παρασκήνια. Χαρακτηριστικό είναι, όπως αναφέρει το BBC, και ότι στο υπό συζήτηση προσχέδιο οι τετράγωνες αγκύλες, που δηλώνουν διαφωνίες και διαφοροποιήσεις, μειώθηκαν από 900 πριν από μία εβδομάδα σε μόλις 50. Ωστόσο, αντιρρήσεις και διαφωνίες παραμένουν σε σημαντικά σημεία.
Στο τελευταίο προσχέδιο, αυτό που παρουσίασε η γαλλική προεδρία την Πέμπτη, τονίζεται ότι η μέση θερμοκρασία του πλανήτη δεν πρέπει να ανέβει πάνω από 1,5 βαθμό σε σχέση με τον 19ο αιώνα. Επιπλέον, στο προσχέδιο τονίζεται ότι οι υποσχέσεις δεν επαρκούν (ποσοτικά τουλάχιστον) και ότι θα πρέπει να υπάρξει μια μεγαλύτερη προσπάθεια από όλες τις κυβερνήσεις. Για τις φτωχότερες χώρες υπάρχει μια πρόβλεψη για οικονομική ενίσχυση την επόμενη δεκαετία, όταν θα εφαρμοστεί καλώς εχόντων των πραγμάτων η νέα συνθήκη.
Πλούσιοι εναντίον αναπτυσσόμενων εναντίον χωρών που κινδυνεύουν να καταβυθιστούν από την άνοδο της στάθμης των ωκεανών: τα άτυπα στρατόπεδα της Συνόδου που προσπαθούν να βρουν αμοιβαία ικανοποιητική λύση
Σε κάθε περίπτωση το κείμενο που θα παρουσιαστεί το Σάββατο θα είναι το προϊόν αρκετών συμβιβασμών και παρασκηνιακών διαμαχών, αλλά και συνομιλιών που άρχισαν το 2011, σχετικά με τα όρια εκπομπών και άλλες επιμέρους ενέργειες που οφείλει να υλοποιήσει μια χώρα. Η συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ από το 2020.
Τα άτυπα στρατόπεδα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων σχηματίζονται γύρω από τον πλούτο της κάθε χώρες και το πόσο ευπαθείς είναι στην άνοδο της στάθμης των θαλασσών.
Οι πλουσιότερες χώρες που εμφανίζονται περισσότερο ευαισθητοποιημένες και ζητούν επιτάχυνση της δραστηριότητας· οι αναπτυσσόμενες χώρες που καλούνται από τις αναπτυγμένες να περιορίσουν και άλλο τις εκπομπές αν και οι ίδιες δεν εμφανίζονται πάντα ιδιαίτερα πρόθυμες· και οι φτωχότερες που, πολλές φορές, ζητούν ενίσχυση οικονομική κυρίως για να υλοποιηθούν οι αλλαγές με τις οποίες θα περιοριστούν οι εκπομπές. Σημείο διαφωνίας παραμένει, πάντως, ο διαχωρισμός αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων.
Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη έχει αυξηθεί κατά ένα βαθμό και, αν δεν γίνει κάτι άμεσα, θα φτάσουμε σε λίγα χρόνια τους δύο βαθμούς, με τις επιπτώσεις να γίνονται τραγικές
Ενώ, λοιπόν, κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν θα διαφωνούσε ότι η αλόγιστη εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα ανεβάζει τη θερμοκρασία του πλανήτη και ότι ο περιορισμός αυτών των εκπομπών είναι το ελάχιστο ίσως μέτρο σωτηρίας πριν είναι αργά, τα προβλήματα αρχίζουν όταν πρέπει να συμφωνήσουμε για το πώς θα γίνει αυτό.
Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ήδη είναι ένα βαθμό πάνω από αυτήν στην έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης τον 19ο αιώνα. Καθώς αυξάνεται συνέχεια, δεν απέχουμε πολύ από το να φτάσουμε τους δύο βαθμούς, το μέγιστο όριο ασφαλείας πριν οι επιπτώσεις γίνουν ανεπίστρεπτες. Ήδη ο Οκτώβριος που μας πέρασε ήταν ο πιο θερμός στην καταγεγραμμένη ιστορία. Πολλαπλασιάζονται δε οι ενδείξεις (αποδείξεις ίσως) ότι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες γνώριζαν εδώ και πάνω από 20 χρόνια για τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης.
Κάποιοι ρυπαίνουν περισσότερο και, οπωσδήποτε, πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη. Όταν αυτοί οι ρυπαντές είναι η Κίνα και η Ινδία, δύο χώρες με φιλοδοξίες και ικανότητες να παγιώσουν τη θέση τους στην πεντάδα των ισχυρότερων οικονομιών (η πρώτη είναι ήδη, η άλλη είναι μέσα στη δεκάδα) το ζήτημα γίνεται πλέον πολιτικό, πόσο μάλλον όταν αυτές που δείχνουν προς τους ρυπαντές είναι οι δυτικές χώρες, οι οποίες επιβαρύνουν τον πλανήτη εδώ και σχεδόν τρεις αιώνες.
«Πράσινοι» εναντίον «βρώμικων»
Υπάρχει μια ιστορική ευθύνη της Δύσης που δεν τίθεται στις συζητήσεις, γράφει ο Στέφεν Μπεμ και αναδημοσιεύει το Quartz. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Εσεξ για θέματα μάνατζμεντ και βιωσιμότητας προσθέτει ότι οι υπολογισμοί που γίνονται για τα όρια εκπομπών περισσότερο αφορούν πόσους ρυπαντές παράγει μία χώρα, παρά πόσους παράγει έχοντας μεταθέσει την παραγωγή τους έξω από το έδαφός της. Τελικός σκοπός: πώς θα φανούν «πράσινες» οι χώρες της Δύσης περνώντας με ένα είδος outsourcing την ευθύνη των εκπομπών στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Για τον Μπεμ, υπάρχει μία ευθεία σύνδεση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την αλόγιστη χρήση των φυσικών πόρων για τις ενεργειακές ανάγκες της. Η ανάπτυξη της Ολλανδίας ήδη από τον 16ο αιώνα βασίστηκε στην τύρφη που είχε στο έδαφός της και στην ξυλεία των σκανδιναβικών χωρών. Η Βρετανία υποσκέλισε την Ολλανδία καθώς η πρώτη εκμεταλλεύτηκε τα δικά της αποθέματα σε φτηνό κάρβουνο. Η αναζήτηση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου συνεχίζεται ως σήμερα αμείωτη σε βάρος καθαρότερων και – πάνω από όλα – ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο κόσμος κινούταν με αρκετή βραδύτητα προς μια συμφωνία που θα μετρίαζε το πρόβλημα. Μόλις το 1997 στο Κιότο οι δυτικές χώρες συμφώνησαν ότι ο περιορισμός των εκπεμπόμενων ποσοτήτων θα τις δέσμευε νομικά, αλλά και αυτό σταδιακά απωθήθηκε.
Σήμερα πλέον, γράφει ο Μπεμ, «έχουμε να κάνουμε με την θεμελιώδη αποτυχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος παγκόσμια, να αντιμετωπίσει την πείνα του για εκθετική ανάπτυξη» που γίνεται δυνατή μόνο χάρη στην ενέργεια που δίνουν ορυκτά καύσιμα όπως το κάρβουνο, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να συμπεριλάβουμε σε όσες γίνονται σε μια χώρα όσες γίνονται για λογαριασμό της σε τρίτες χώρες
Οι δυτικές χώρες, συνεχίζει, συχνά κατηγορούν την Ινδία ή την Κίνα για αλόγιστες εκπομπές και αμέλεια στην τήρηση των συμφωνιών. Οι αριθμοί δείχνουν όμως ότι τα πράγματα δεν είναι όσο απλά όσο φαίνονται. Και οι δύο αυτές χώρες, όπως και πολλές άλλες αναπτυσσόμενες, παρουσιάζουν τις τελευταίες δεκαετίες σημαντική αύξηση στους εκπεμπόμενους ρύπους, ωστόσο, αν δούμε τα κατά κεφαλήν ποσοστά, η Ινδία υπολείπεται κατά πολύ των ΗΠΑ.
Ακόμα περισσότερο, σε ένα φαύλο κύκλο, οι εκπομπές της Κίνας συνδέονται με δραστηριότητες που τροφοδοτούν την καταναλωτική μανία στη Δύση. Καθώς η μεταποιητική και κατασκευαστική δραστηριότητα έχει μεταφερθεί για λόγους κόστους στην Ασία, το ενεργειακό αποτύπωμα των δυτικών χωρών είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Με άλλα λόγια, κατά τον Μπεμ και τα στοιχεία που παραθέτει, αν προσθέσουμε στο διοξείδιο που παράγεται στη Βρετανία αυτό που παράγεται στην Κίνα, λόγου χάρη, για προϊόντα που καταναλώνονται αποκλειστικά στη Βρετανία, οι εκπομπές της Βρετανίας είναι διπλάσιες.
Το αποτέλεσμα των ως τώρα πολιτικών, κατά τον Στέφεν Μπεμ: ένα είδος outsourcing της ρύπανσης, καθαρά μια «μορφή αποικιοκρατίας του άνθρακα».
Ολα αυτά δεν περιορίζουν τις ευθύνες της Κίνας και της Ινδίας ούτε τις απαλλάσσουν από την ανάγκη να περιορίσουν τις εκπομπές. Παρά το ότι στην Κίνα, όπως και στην Ινδία, η μεσαία τάξη διευρύνεται συνεχώς και ακολουθεί μανιωδώς τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα, ακόμα και αν συνυπολογίσουμε τις εκπομπές με βάση τι καταναλώνει μια χώρα και όχι τι παράγει, οι κατά κεφαλήν επιδόσεις των δύο ασιατικών γιγάντων θα υπολείπονται σημαντικά αυτών της Δύσης. Την ίδια ώρα, πλουσιότερες «βρώμικες» χώρες θα επιδιώκουν να κλείσουν συμφωνίες ανταλλαγής ρύπων (carbon offsetting) με αναπτυσσόμενες χώρες, με τις τελευταίες να ανταλλάσσουν χρήμα με αέρια του θερμοκηπίου.
Το αδιέξοδο είναι, λοιπόν, στην ουσία του πολιτικό, παρά νομικό ή άλλο. Έτσι η κατάσταση διαιωνίζεται και η αποτυχία των μεγάλων συνόδων, παρά τα μεγάλα λόγια, είναι δεδομένη, υποστηρίζει ο Μπεμ. Η κλιματική αλλαγή, καταλήγει, είναι περισσότερο αποτυχία του συστήματος που στην πλάτη των ορυκτών καυσίμων βάσισε την εκθετική ανάπτυξή του. Και κανένας στο Παρίσι δεν ήθελε να θέσει τα ερωτήματα που την αμφισβητούν (και δεν φαίνεται να το έκανε εξάλλου), ούτε έχει την πολιτική εντολή να θέσει αυτά τα ερωτήματα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News