Πρώτη φορά υποψήφιος για το Οσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου ο Αντονι Χόπκινς ήταν το 1992 και το κέρδισε, χάρη στον ψυχοπαθή δρ. Χάνιμπαλ Λέκτερ τον οποίο υποδύθηκε με εξαιρετική μαεστρία στη «Σιωπή των Αμνών».
Από τότε διεκδίκησε το ίδιο βραβείο ακόμη δύο φορές, το 1994 για την ερμηνεία του στα «Απομεινάρια μίας Ημέρας» —ίσως η καλύτερη στιγμή του, αλλά τότε η Ακαδημία προτίμησε τον Τομ Χανκς για το «Φιλαδέλφεια»— και το 1996 για την ερμηνεία του ως Νίξον στην ομώνυμη ταινία του Ολιβερ Στόουν (το πήρε ο Νίκολας Κέιτζ για το «Leaving Las Vegas»). Δύο φορές, το 1998 και πέρυσι, διεκδίκησε και το Οσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου για τις ερμηνείες του στις ταινίες «Amistad» και «The Two Popes» αντίστοιχα.
Σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως το βράδυ της Κυριακής 25 Απριλίου (ξημερώματα Δευτέρας στην Ευρώπη) o χαρισματικός ουαλός ηθοποιός, κατά τη διάρκεια της 93ης τελετής απονομής των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, θα κερδίσει στην ηλικία των 83 ετών το δεύτερό του Οσκαρ για την πρωταγωνιστική του ερμηνεία στην ταινία «The Father».
Σύμφωνα με το Hollywood Reporter το σκηνοθετικό ντεμπούτο του καταξιωμένου γάλλου θεατρικού συγγραφέα Φλοριάν Ζελέρ είναι η καλύτερη ταινία για το αναπόφευκτο γήρας (και όλα όσα αυτό συνεπάγεται και επιφέρει) που γυρίστηκε μετά το «Amour» του Μίχαελ Χάνεκε. Το «The Father» (υποψήφιο για Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας) αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου (Le Père) το οποίο έγραψε ο Ζελέρ το 2012 και επαίνεσαν οι κριτικοί όχι μόνο στον Παρίσι αλλά και στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη.
Ο Αντονι Χόπκινς υποδύεται τον σχεδόν συνομήλικό του Αντονι, ο οποίος ζει σε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο και δέχεται την καθημερινή φροντίδα της κόρης του, Αν (Ολίβια Κόλμαν, υποψήφια για Οσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου) καθώς πάσχει από γεροντική άνοια. Ο Αντονι αναγνωρίζει την κόρη του αλλά δεν είναι σίγουρος εάν βρίσκεται στο δικό της διαμέρισμα ή στο δικό του, ούτε εάν είναι ακόμα παντρεμένη ή εάν έχει χωρίσει ενώ δεν θυμάται εάν πράγματι σκοπεύει να μετακομίσει στο Παρίσι.
Ομως «το να μοιράζεσαι για 97 λεπτά την αποξένωση, την πνευματική σύγχυση αυτού του ηλικιωμένου κυρίου που έχει απολέσει τη διαύγειά του, σίγουρα δεν είναι ανώδυνο, αλλά είναι επίσης κινηματογράφος και ομορφιά», υποστηρίζει σε κείμενό της στο il venerdi της La Repubblica η Πάολα Τζανουτίνι.
Συνομιλώντας με την ιταλίδα δημοσιογράφο ο Αντονι Χόπκινς εξήγησε καταρχάς πως δεν δυσκολεύτηκε καθόλου με τις απαιτήσεις του ρόλου του. «Το σενάριο ήταν τέλειο, καλογραμμένο και βασισμένο σε ένα εξαιρετικό έργο το οποίο εγώ, όμως, δεν είχα δει στο θέατρο. Oταν το σενάριο είναι καλό, δεν κουράζεται, ακολουθείς τον χάρτη, τα πάντα κυλούν ομαλά. Κάνω αυτή τη δουλειά τόσο πολύ καιρό και προσπαθώ, πλέον, να απλουστεύω τα πράγματα. Το πιο χρήσιμο είναι η προετοιμασία, να μαθαίνεις καλά τον ρόλο σου, να τον επαναλαμβάνεις ατέρμονα, ούτως ώστε να αρχίσεις να σκέφτεσαι σαν τον χαρακτήρα σου, και για μένα αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, δεδομένου ότι έχω ακόμη πολύ καλή μνήμη. Αυτή η αγγαρεία δεν είναι αγχωτική. Αντιθέτως είναι πολύ ευχάριστη, αποτελεί μία πρόκληση. Ειδικά εάν τύχει να συνεργάζομαι με καλούς ηθοποιούς, το ευχαριστιέμαι περισσότερο», σημείωσε ο Χόπκινς.
Αποκάλυψε επίσης το ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δεν σκέφτηκε ούτε μία φορά ότι ενδέχεται, δεδομένης της προχωρημένης ηλικίας του, να βρεθεί και ο ίδιος κάποια μέρα στη θέση του χαρακτήρα του, αντιμέτωπος με τις ίδιες δυσκολίες και τα ίδια αδιέξοδα.
«Είναι απλά ηθοποιία, ο κόσμος δεν με πιστεύει, αλλά είναι πολύ εύκολο να αποστασιοποιείσαι. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, ξέρεις τι σου έχει ζητηθεί, ο σκηνοθέτης λέει “Action!” και εσύ το κάνεις. Δεν υπάρχει άγχος, δεν πιστεύω ότι ο ηθοποιός πρέπει να βασανίζεται. Κάποιοι πονάνε και βασανίζονται και καλά κάνουν. Εγώ θέλω να λειτουργώ ως ηθοποιός, να προσφέρω μία ερμηνεία που αφηγείται μία ιστορία στο κοινό με ξεκάθαρο και ακριβή τρόπο. Ο θεατής δεν χρειάζεται να δει τη δική μου αγωνία και άλλα συναφή. Οταν ήμουν νεότερος την επιδείκνυα αλλά δεν πιστεύω πλέον ότι συμβάλλει σε μία καλή ερμηνεία. Το να υποδύεται κάποιος τον Βασιλιά Λιρ κάτω από αυτές τις συνθήκες θα ήταν καταστροφικό», εξήγησε ο ηθοποιός, αναφερόμενος στον αγαπημένο του θεατρικό ρόλο.
«Δεν έχει νόημα το να επιδιώκεις να φανείς πραγματικός, Εχεις μία ιστορία, αφηγήσου την στη σκηνή ή κατά τα γυρίσματα και τελείωνε. Ημουν λάτρης των μεγάλων ηθοποιών του αμερικανικού κινηματογράφου, του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, του Σπένσερ Τρέισι, της Μπέτι Ντέιβις: οι ερμηνείες τους ήταν τόσο εύκολες, δεν έπρεπε να υποφέρουν», πρόσθεσε.
Ωστόσο στη πραγματικότητα, αναφέρει η ιταλίδα δημοσιογράφος, ο Αντονι Χόπκινς ακολούθησε το παράδειγμα των αστέρων της χρυσής εποχής του αμερικανικού κινηματογράφου, χάρη στην Κάθριν Χέπμπορν. Το μακρινό 1968, κατά τα γυρίσματα του ιστορικού δράματος «The Lion in Winter», εκείνος ήταν ένας νεαρός ηθοποιός του θεάτρου από την Ουαλία που υποδυόταν τον πρώτο του σημαντικό ρόλο στον κινηματογράφο ενώ εκείνη μία θρυλική ντίβα του Χόλιγουντ η οποία χάρη στην ερμηνεία της στην ταινία επρόκειτο να κερδίσει ένα τρίτο (από τα τέσσερα συνολικά) Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου —υποψήφιος για Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου σε εκείνο το φιλμ ήταν ο Πίτερ Ο’ Τουλ (στην τρίτη από τις οκτώ υποψηφιότητές του χωρίς να κερδίσει ποτέ!).
Δεν δυσκολεύτηκε, οπότε, ιδιαίτερα να του πει να πάψει να υποκρίνεται τόσο πολύ και να εστιάζει περισσότερο στους διαλόγους και τα λόγια του και ο νεαρός και ανασφαλής και αγχώδης Χόπκινς (ο οποίος θαύμαζε αλλά και φθονούσε τον συμπατριώτη του Ρίτσαρντ Μπάρτον) την ακολούθησε.
Υπενθυμίζοντας πως ανέδειξε το υποκριτικό του ταλέντο σε όλον τον κόσμο και κέρδισε ένα Οσκαρ υποδυόμενος τον ψυχοπαθή δρ. Χάνιμπαλ Λέκτερ αλλά και ότι κατά τη διάρκεια τη καραντίνας προέβη στην ανάρτηση κάποιων κωμικών βίντεο για τις επιπτώσεις του πολύμηνου εγκλεισμού στην ψυχική του υγεία, η Πάολα Τζανουτίνι ρώτησε τον Αντονι Χόπκινς εάν η τρέλα τον ελκύει ή τον φοβίζει.
«Ηταν απλά ένα αστείο για να γελάσουμε λίγο σε μία άκρως καταθλιπτική κατάσταση. Καθόλου δεν με συναρπάζει η τρέλα, αποτελεί ένα ενδεχόμενο, δυσάρεστο, της ζωής και εγώ υποδύθηκα τον τρελό για πλάκα. Ξέρετε, έχω την αίσθηση του χιούμορ και μου αρέσουν οι κωμωδίες γιατί εκεί μέσα μοιάζουν όλοι τρελοί. Η κωμικότητα είναι μία θαυμάσια οδός διαφυγής, το να προκαλείς το γέλιο είναι μία μορφή τρέλας αλλά και ένα από τα πιο σημαντικά δώρα που μπορεί να κάνει κανείς στον κόσμο», απάντησε ο ηθοποιός.
Επιμένοντας η συνομιλήτριά του, αναφέρθηκε στα χρόνια που ο Χόπκινς έπινε μέχρι θανάτου, για να τον ρωτήσει μήπως έφτασε εκείνη την περίοδο στα πρόθυρα της τρέλας κάποια στιγμή.
«Μα αυτό γινόταν πριν από σχεδόν μισό αιώνα», σημείωσε καταρχάς εκείνος και αποτελεί, όντως, γεγονός πως είναι νηφάλιος τα τελευταία 45 χρόνια της ζωής του. «Το πoτό είναι πολύ βλαβερό αλλά δεν νομίζω πως έφθειρα την ψυχική μου υγεία. Στο τέλος κάθε μορφή εξάρτησης είναι ανιαρή και μάλιστα δεν έχω διάθεση να μιλήσω για αυτό, δεν ενδιαφέρει κανέναν. Το επαναλαμβάνω: δεν είμαι τρελός και είμαι πολύ ευτυχισμένος, ακόμη και κατά τη διάρκεια της καραντίνας, χάρη σε μία οξυμμένη αίσθηση του χιούμορ. Θα έλεγα πως στο ότι είμαι καλά συμβάλλει επίσης το πιάνο και η ζωγραφική».
Επιστρέφοντας στο «The Father» (το οποίο διεκδικεί έξι συνολικά Οσκαρ μεταξύ των οποίων και το Οσκαρ Καλύτερου Μοντάζ με υποψήφιο τον Γιώργο Λαμπρινό) η ιταλίδα δημοσιογράφος σημείωσε πως τελικά πρόκειται για μία ταινία η οποία μεταμορφώνει ένα δυσάρεστο και συνηθισμένο φαινόμενο σε ψυχολογικό θρίλερ.
«Δεν βλέπω καθόλου σασπένς. Υπάρχει μόνον ένας άνδρας που πάσχει από γεροντική άνοια και στο μυαλό του επικρατεί μεγάλη σύγχυση. Είναι μια ταινία για την τρομακτική κατάσταση στην οποία βρίσκονται όσοι χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα, τη μνήμη τους, τη σχέση με το παρόν. Αυτό είναι τρομακτικό αλλά δεν είναι ένα θρίλερ, είναι μόνον ένα σοβαρό πρόβλημα των γηρατειών. Ευελπιστώ το κοινό να δει την ταινία ως μία ενδοσκόπηση όσον αφορά ό,τι μπορεί να συμβεί. Διανύουμε τα χρονιά πεπεισμένοι ότι είμαστε απρόσβλητοι από τη ζωή και τον θάνατο και πως τίποτα κακό δεν συμβαίνει, αντιθέτως όλα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή. Αυτή είναι η αντίφαση της ζωής: πρέπει να προσπαθούμε να ζούμε όσο το δυνατόν καλύτερα, γνωρίζοντας πως είμαστε θνητοί και στο τέλος δεν απομένει τίποτα από εμάς. Μία μέρα θα φύγουμε, δεν ξέρουμε για πού, και δεν θα γυρίσουμε πίσω. Ιδού το νόημα της ζωής. Μάλλον τραγικό, δεν είναι; Οπότε καλύτερα να γελάμε», συστήνει ο γηραιός θρύλος της υποκριτικής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News