Το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε το όνομα «Ντόρις Ντέι», είναι το τραγούδι «Que será, será», όπως το είχε τραγουδήσει με τη μοναδική της φωνή στην ταινία του Χίτσκοκ του 1956 «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» (The man who knew too much). Ενα τραγούδι ύμνος στην ανακουφιστική αλήθεια του «ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει». Σίγουρα όμως, στη σημερινή είδηση του θανάτου της στα 97 της χρόνια, έχουμε πολλά ακόμη να θυμόμαστε.
Η Ντόρις Ντέι αναδείχθηκε σε σταρ του Χόλιγουντ στις δεκαετίες ’50 και ’60, καταφέρνοντας να μην τυποποιηθεί σε ένα μόνο κινηματογραφικό είδος. Από δυνατές ερμηνείες σε δραματικές ταινίες, μέχρι μιούζικαλ που αναδείκνυαν τις φωνητικές της δυνατότητες και ανάλαφρες ερωτικές κομεντί, το χαμογελαστό ξανθό κορίτσι άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στη μεγάλη οθόνη.
«Η Ντέι είχε άριστη υγεία δεδομένης της ηλικίας της, ως τη στιγμή που ήρθε αντιμέτωπη με την πνευμονία, που την οδήγησε στον θάνατο» αναφέρει η επίσημη ανακοίνωση του θανάτου της, συμπληρώνοντας ότι βρισκόταν τριγυρισμένη από στενούς και αγαπημένους της ανθρώπους.
Δύο από τις δημοφιλέστερες ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε, ήταν το «Pillow Talk» (Τα απόρρητα της κρεβατοκάμαρας) με παρτενέρ τον Ροκ Χάντσον και το «That touch of Mink» (H ωραία και ο εκατομμυριούχος) με τον Κάρι Γκραντ στο πλευρό της.
Σε αντίθεση με τη σύγχρονή της Μέριλιν Μονρόε, η οποία ξεχώρισε για το σεξ απίλ της, η Ντέι κατάφερε να γίνει εξίσου διάσημη και δημοφιλής, προβάλλοντας ένα άλλο είδος ομορφιάς, εκείνο του χαρισματικού κοριτσιού που ξορκίζει ό,τι και αν έχει συμβεί με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο στο τέλος της κάθε ημέρας.
Η συγκλονιστική σκηνή στην ταινία του Χίτσκοκ «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά», με την ίδια να βγάζει ένα ουρλιαχτό που καλύπτει ακόμη και τη συμφωνική ορχήστρα σε ένα πολύ κομβικό σημείο της πλοκής, διδάσκεται στις σχολές κινηματογράφου παγκοσμίως, ως ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πόσα πολλά μπορούν να ειπωθούν και πώς μπορεί να κορυφωθεί η αγωνία, χωρίς καθόλου λόγια.
Η ίδια, τα έγραψε όλα στην αυτοβιογραφία της που κυκλοφόρησε το 1976 με τίτλο «Doris Day: Her Own Story»: από τα οικονομικά της προβλήματα μέχρι τους τρεις αποτυχημένους γάμους της, περιέγραφε με γλυκόπικρο χιούμορ πως η ζωή της δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, σε αντίθεση με την εικόνα του πάντα χαμογελαστού και χαρούμενου κοριτσιού που περνούσε προς τα έξω.
«Εχω τη φήμη του καλού κοριτσιού, της παρθένας του Χόλιγουντ και όλα τα σχετικά, οπότε αυτό που θα πω μπορεί να σοκάρει πολλούς, όμως πιστεύω με σθένος ότι κανένα ζευγάρι δεν πρέπει να παντρεύεται, αν πρώτα δεν έχει ζήσει μαζί κάτω από την ίδια στέγη» έγραφε χαρακτηριστικά, αποδομώντας την κινηματογραφική εικόνα της.
Κόρη ενός δασκάλου μουσικής και μίας φιλήσυχης νοικοκυράς, ονειρευόταν να γίνει χορεύτρια, ως τη στιγμή που σε ηλικία 12 ετών, το αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν η ίδια, συγκρούστηκε με τρένο, προκαλώντας πολύ άσχημο σπάσιμο στο ένα της πόδι. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, άκουγε στο ραδιόφωνο την Ελα Φιτζέραλντ και σιγοτραγουδούσε, «προσπαθώντας να πιάσω τις υπόγειες δονήσεις που έκαναν τις ερμηνείες της τόσο μοναδικές». Το πραγματικό της όνομα ήταν Ντόρις Μαριάν φον Κάπελχοφ, και το «Ντέι», εμπνευσμένο από το τραγούδι «Day after Day», ήρθε ικανότατο να χωρέσει σε οποιαδήποτε μαρκίζα, όταν πρωτοξεκίνησε τις επαγγελματικές εμφανίσεις στο τραγούδι.
Εκτός από το πασίγνωστο «Que será, será», άλλα τραγούδια που έγιναν διάσημα με τη φωνή της, είναι τα «Everybody Loves a Lover», «Secret Love», «It’s Magic». Ο αμερικανός κριτικός σινεμά Γκάρι Γκίντινς, την είχε χαρακτηρίσει ως την «πιο κουλ και σέξι τραγουδίστρια ρομαντικών τραγουδιών στην ιστορία του κινηματογράφου».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News