963
| Edoardo Fornaciari/Getty Images / Creative Protagon

Αναζητώντας τον δολοφόνο του Πάλμε με εργαλείο την Tεχνητή Nοημοσύνη

Protagon Team Protagon Team 2 Οκτωβρίου 2024, 20:02
|Edoardo Fornaciari/Getty Images / Creative Protagon

Αναζητώντας τον δολοφόνο του Πάλμε με εργαλείο την Tεχνητή Nοημοσύνη

Protagon Team Protagon Team 2 Οκτωβρίου 2024, 20:02

Μια χιονισμένη νύχτα, στο κέντρο της Στοκχόλμης, ο σουηδός πρωθυπουργός Ούλοφ Πάλμε επιστρέφει στο σπίτι από τον κινηματογράφο με τη σύζυγό του, Λίζμπεθ. Είμαστε στο 1986, τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και η μεγάλη υπεράσπιση του αναπτυσσόμενου κόσμου ενάντια στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ, έχει δώσει στον χαρισματικό σοσιαλδημοκράτη πολλούς θαυμαστές, αλλά και αρκετούς εχθρούς.

Στις 11.21 μ.μ. ένας άγνωστος στάθηκε πίσω από τον Πάλμε και τον πυροβόλησε θανάσιμα από απόσταση αναπνοής. Μια δεύτερη σφαίρα χτύπησε τη Λίζμπεθ, αλλά εκείνη επέζησε. Η ταυτότητα του δολοφόνου παραμένει μέχρι σήμερα ένα μυστήριο, όπως γράφουν οι Times. Πέριξ της δολοφονίας έχει αναπτυχθεί τεράστιος αριθμός θεωριών, που φέρουν ως δράστες τούς διεφθαρμένους εμπόρους όπλων, τη χιλιανή ακροδεξιά του Πινοσέτ, το καθεστώς απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, τους φασίστες μασόνους στην Ιταλία, ακόμη και τη CIA.

Το 2020 μια μακροχρόνια και επίπονη επίσημη έρευνα κατέληξε σε ένα λιγότερο εντυπωσιακό συμπέρασμα: ο δολοφόνος ήταν «μάλλον» ένας συντηρητικός γραφίστας, ο Στιγκ Ενγκστρομ, ο οποίος πέθανε πριν από 20 χρόνια.

Ο Γιον Γιόρντας, όμως, σουηδός δημοσιογράφος και podcaster που ασχολείται με τα άλυτα εγκλήματα, έχει άλλη άποψη. Αναλύοντας το υλικό της επίσημης έρευνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αστυνομία είχε υποπέσει σε παραλείψεις στην αρχική έρευνα, παραβλέποντας έτσι έναν πολύ πιο πιθανό ύποπτο.

H πομπή στην κηδεία του Ούλοφ Παλμε. ( Ingrid Rossi/Sygma via Getty Images)

Ο Γιόρντας ήταν τεσσάρων ετών την εποχή της δολοφονίας του Πάλμε. «Θυμάμαι ότι είδα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και το σκίτσο του προσώπου του δολοφόνου. Μου προκάλεσε ρίγη», είπε στους Times. Για τις επόμενες τρεισήμισι δεκαετίες, όμως, ο Γιόρντας δεν σκέφτηκε πολύ την υπόθεση. Στη συνέχεια παρακολούθησε τη συνέντευξη Τύπου του 2020, κατά την οποία ο γενικός εισαγγελέας κατονόμασε ως πιθανό δράστη τον Ενγκστρομ. Κάτι δεν του «κόλλαγε».

«Ενιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτή την ιστορία», είπε στους Times. «Οταν έκλεισαν την έρευνα δημοσιοποιήθηκαν όλα τα έγγραφα. Ετσι ήταν πλέον δυνατόν να ελεγχθεί η τεκμηρίωση της έρευνας για τη δολοφονία του Πάλμε και αρκετοί άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους κι εγώ, άρχισαν να κάνουν τις δικές τους έρευνες».

Ανάμεσα στο υλικό ο Γιόρντας βρήκε ένα σκίτσο προσώπου διαφορετικό από αυτό που τον στοίχειωσε ως παιδί. Το δεύτερο σκίτσο, που δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ, βασίστηκε σε μια περιγραφή του γιου του Πάλμε, Μάρτεν, για έναν άνδρα που εθεάθη να περιπλανάται κοντά στον κινηματογράφο, όταν έφυγε από αυτόν ο πρωθυπουργός.

Ο Γιόρντας χρησιμοποίησε Τεχνητή Νοημοσύνη για να συγκρίνει το σκίτσο με φωτογραφίες ορισμένων από τους βασικούς υπόπτους της αρχικής έρευνας. Ο Ενγκστρομ ταίριαξε μόνο κατά 18%. Ο Κρίστερ Πέτερσον, ένας αλκοολικός μικροεγκληματίας που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία το 1989 αλλά σύντομα αποκλείστηκε, συγκέντρωσε 25%.

Ωστόσο, υπήρχε μια ισχυρότερη ταυτοποίηση: Ο Κρίστερ Αντερσον ήταν ένας μηχανοδηγός του μετρό που έγινε επενδυτής μετά από ένα τεράστιο στοίχημα που κέρδισε στις ιπποδρομίες. Ζούσε κοντά στο σημείο της δολοφονίας του Πάλμε. Την ημέρα της δολοφονίας είχε τεθεί σε ισχύ ένας νέος φόρος επί των μετοχών, προκαλώντας πτώση των αγορών. Ο Γιόρντας υπέθεσε ότι αυτό θα μπορούσε να ήταν ένα κίνητρο για τον Αντερσον.

Οκτώ χρόνια μετά τη δολοφονία, οι αρχές ανέκριναν τον Αντερσον επειδή είχε στην κατοχή του ένα περίστροφο Magnum .357, το είδος του όπλου που πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία του Πάλμε.

Ο Αντερσον ισχυρίστηκε ότι είχε ήδη πουλήσει το όπλο του σε έναν άγνωστο στο δρόμο, οπότε δεν θα μπορούσε να ήταν ο δολοφόνος. Είπε ότι το βράδυ της δολοφονίας ήταν στο σπίτι του και δεν αισθανόταν καθόλου καλά, αν και μέλη της οικογένειας τον είδαν να βοηθάει σε μετακίνηση επίπλων την ημέρα πριν πεθάνει ο Πάλμε. Παρόλο που αυτά τα άλλοθι ήταν περίεργα και η πώληση ενός όπλου σε έναν άγνωστο είναι έγκλημα στη Σουηδία, η αστυνομία τον άφησε να φύγει.

Αν και ο Αντερσον παρέμενε «άτομο ενδιαφέροντος», χωρίς νέα στοιχεία ήταν αδύνατο να τον καλέσουν ξανά για ανάκριση. Το 2008 ένα μέλος της οικογένειας του Αντερσον ζήτησε από την αστυνομία να πραγματοποιήσει έλεγχο στο σπίτι του, αφού έλαβε μια ανησυχητική επιστολή από τον ίδιον. Δύο αστυνομικοί, που πιθανώς αγνοούσαν τη σχέση του Αντερσον με την υπόθεση Πάλμε, χτύπησαν την πόρτα του νωρίς ένα καλοκαιρινό πρωινό. Ακούστηκαν παράξενοι ήχοι πίσω από την πόρτα και, μετά από δέκα λεπτά, ένα κρότος. Οταν έσπασαν την πόρτα, ο Αντερσον ήταν νεκρός.

Η μεταλλική πλάκα στο σημείο της δολοφονίας που αναγράφει: “Σε αυτό το σημείο δολοφονήθηκε ο πρωθυπουργός της Σουηδίας, Oύλοφ Πάλμε, στις 28 Φεβρουαρίου 1986.” (Wikimedia Commons)

Ο Γιόρντας επέκρινε την έρευνα της αστυνομίας. Υποστήριξε ότι η υπόθεση του Αντερσον παραμελήθηκε επειδή η αστυνομία ήταν πεπεισμένη ότι το κουρδικό μαχητικό κίνημα PKK ήταν υπεύθυνο για τη δολοφονία, παρά την προφανή έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων.

«Η έρευνα πήγε στραβά πολλές φορές με διαφορετικούς τρόπους», είπε στους Times. Στην αναθεώρησή της το 2020, η σουηδική αστυνομία παραδέχτηκε, πράγματι, ότι η αρχική έρευνα ήταν εσφαλμένη.

Η θεωρία του Γιόρντας είναι ότι ο Αντερσον είχε δει τον Πάλμε να μπαίνει στο σινεμά, πήγε στο σπίτι του για να φέρει το όπλο του και μετά κρύφτηκε απέξω. Πιστεύει ότι ο Αντερσον ενήργησε μόνος του. «Αν κοιτάξετε τα στοιχεία, πολλά πράγματα δείχνουν ότι ήταν η πράξη ενός μοναχικού λύκου», εξήγησε.

Το βιβλίο του έχει τον φιλόδοξο τίτλο The Last Book on the Murder of Olof Palme (Το Τελευταίο Βιβλίο για τη Δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε), αλλά μπορεί να ακολουθήσουν κι άλλα. Ο Ματς Χιβόνεν, καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, είπε ότι τα λάθη της αρχικής έρευνας και η διαρκής περιέργεια του κοινού για τον Πάλμε, ως την απόλυτη ενσάρκωση μιας χαμένης εποχής στη σουηδική πολιτική, σήμαιναν ότι οι θεωρίες για το «ποιος το έκανε» εξακολουθούν να ενδιαφέρουν πολλούς ανθρώπους.

«Ο Πάλμε αντιπροσωπεύει μια άλλη Σουηδία και αντιπροσωπεύει ένα είδος νοσταλγίας όχι τόσο για τον ίδιον, αλλά για εκείνη την εποχή, πριν το Διαδίκτυο και πριν από την παγκοσμιοποίηση, που είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που ζούμε σήμερα», είπε ο Χιβόνεν στους Times.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...