Μπορεί το ποσοστό καπνίσματος στους εφήβους στη χώρα μας να παραμένει υψηλό, όμως στην πραγματικότητα από την ανάλυση των δεδομένων της έρευνας του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας Νευροεπιστήμων και Ιατρικής Ακρίβειας «Κώστας Στεφανής» (ΕΠΙΨΥ) προκύπτει ότι ολοένα και λιγότεροι ανήλικοι ξεκινούν σήμερα τη βλαβερή συνήθεια, συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη περίοδο στο παρελθόν για την οποία υπάρχουν δεδομένα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΕΠΙΨΥ, αν και το 57% των μαθητών Λυκείου ηλικίας από 16 έως και 18 ετών στην Ελλάδα δεν έχουν καπνίσει ποτέ τσιγάρο, το 23% έχει καπνίσει πολύ πρόσφατα, τις 30 τελευταίες ημέρες, ενώ το 15% καπνίζει καθημερινά.
Την ίδια στιγμή, το 5% των μαθητών καπνίζει τουλάχιστον μισό πακέτο τσιγάρα καθημερινά. Μάλιστα, τα ποσοστά του καπνίσματος αυξάνονται σημαντικά με την πρόοδο της ηλικίας των μαθητών από την Α’ στη Γ’ τάξη του Λυκείου.
Επί 20 χρόνια μειώνονται τα ποσοστά καπνίσματος
Σταθερή είναι τα τελευταία 20 χρόνια η βελτίωση σε όλους τους δείκτες του καπνίσματος στους εφήβους. Σύμφωνα με τις έρευνες του ΕΠΙΨΥ, πριν από 20 χρόνια κάπνιζε ένας στους τρεις (35%) 16χρονους, ενώ σήμερα καπνίζει ένας στους επτά (15%).
Αξιοσημείωτο είναι ότι η μείωση στα ποσοστά του καπνίσματος στους 16χρονους την τελευταία πενταετία συνοδεύεται από σημαντικές μειώσεις και στα ποσοστά εκείνων που θεωρούν ακίνδυνο το περιστασιακό (από 66% το 2015 60% το 2019) και το βαρύ (από 17% το 2015 στο 4% το 2019) κάπνισμα.
Οπως παρατηρεί η Αννα Κοκκέβη, ομότιμη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και υπεύθυνη των μαθητικών ερευνών στο ΕΠΙΨΥ, «τα παραπάνω ευρήματα είναι ενθαρρυντικά και σε ένα μεγάλο βαθμό τεκμηριώνουν τη θετική επίδραση των προληπτικών παρεμβάσεων που αναπτύσσονται όλα αυτά τα χρόνια στη χώρα μας. Δεδομένης της υψηλής συσχέτισης που έχει η έναρξη του καπνίσματος σε πολύ μικρή ηλικία με την επακόλουθη εξάρτηση στη νικοτίνη, οι έφηβοι που καπνίζουν σήμερα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα αφενός να δυσκολευτούν να διακόψουν το κάπνισμα, αφετέρου να βιώσουν τις αρνητικές συνέπειες του καπνίσματος για την υγεία τους αργότερα στη ζωή τους».
Η πανδημία αύξησε τα ποσοστά καπνίσματος
Σε πρόσφατη έρευνα της Marc φάνηκε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ καπνίσματος και lockdown, με το 27,2% των καπνιστών να δηλώνουν πως την περίοδο εκείνη κάπνιζαν περισσότερο και το 7% να ομολογεί πως άρχισε να καπνίζει ξανά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ είχε διακόψει το κάπνισμα. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης της συχνότητας καπνίσματος παρατηρούνται στους αυτοαπασχολούμενους και στους ανέργους.
Στην ίδια έρευνα φαίνεται ότι περισσότεροι από τους μισούς καπνιστές (51,1%) που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος, με την συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης (πάνω από 88%) να πιστεύει πως θα πρέπει να υπάρχει επαρκής ενημέρωση και πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές λύσεις καπνίσματος.
«Ενα χρόνο μετά το ανοιχτό κάλεσμα που απευθύναμε προς όλους, με στόχο 1.000.000 λιγότερους καπνιστές έως το τέλος του 2021, βλέπουμε ότι ένας στους τέσσερις κατοίκους στην Ελλάδα συνεχίζει αυτή τη βλαβερή συνήθεια. Την ίδια ώρα που οι καπνιστές αναζητούν αξιόπιστη ενημέρωση είτε για διακοπή είτε για αλλαγή σε καλύτερες, επιστημονικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές του τσιγάρου και που, όπως φαίνεται από τα ευρήματα, η πλειονότητα της κοινωνίας θεωρεί το κάπνισμα μια ξεπερασμένη συνήθεια. Με οδηγό την επιστήμη και την τεχνολογία δεσμευόμαστε ότι θα συνεχίσουμε την πορεία μας προς τη μεγάλη αλλαγή που απαιτεί η κοινωνία ώστε να οδηγηθούμε σε ένα μέλλον, όπου το τσιγάρο θα αποτελεί οριστικά παρελθόν», σχολιάζει ο ο Σταύρος Δρακουλαράκος, γενικός διευθυντής επικοινωνίας της Παπαστράτος.
Στο ζενίθ ο αριθμός καπνιστών παγκοσμίως
Το κάπνισμα ενοχοποιείται για περίπου οκτώ εκατομμύρια θανάτους το 2019 και ο αριθμός των καπνιστών αυξήθηκε, καθώς τη βλαβερή συνήθεια υιοθέτησαν νέοι περισσότεροι άνθρωποι, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσίευσε την Πέμπτη η επιστημονική επιθεώρηση Lancet.
Η έρευνα αναφέρει ότι οι προσπάθειες καταπολέμησης του καπνίσματος ξεπεράστηκαν από την αύξηση του πληθυσμού με 150 εκατομμύρια περισσότερους ανθρώπους να καπνίζουν τα εννέα χρόνια από το 1990 φθάνοντας σε ένα ιστορικά υψηλό 1,1 δισεκατομμυρίου καπνιστών.
Οι συγγραφείς της έρευνας υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μείωση του καπνίσματος μεταξύ των νέων ανθρώπων, καθώς το 89% των νέων καπνιστών εθίζονται από την ηλικία των 25, αλλά σε μεγαλύτερες ηλικίες δύσκολα ξεκινάει κάποιος το κάπνισμα.
Παρότι το κάπνισμα έχει μειωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, αυξήθηκε για τους άνδρες σε 20 χώρες και για τις γυναίκες σε 12, όπως γράφει ο Guardian.
Μόλις 10 χώρες συνθέτουν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού καπνιστών: η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, το Μπανγκλαντές, η Ιαπωνία, η Τουρκία, το Βιετνάμ και οι Φιλιππίνες. Eνας στους τρεις καπνιστές (341 εκατομμύρια) ζει στην Κίνα.
Το 2019 το κάπνισμα συνδέθηκε με 1,7 εκατομμύριο θανάτους από ισχαιμικό καρδιακό επεισόδιο, 1,6 εκατομμύριο θανάτους από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), 1,3 εκατομμύριο από καρκίνο του πνεύμονα και σχεδόν ένα εκατομμύριο από εγκεφαλικό.
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι τουλάχιστον οι μισοί από τους μακροχρόνιους καπνιστές θα πεθάνουν από αιτίες που συνδέονται άμεσα με το κάπνισμα και ότι οι καπνιστές έχουν ένα προσδόκιμο ζωής κατά μέσο όρο δέκα χρόνια μικρότερο σε σχέση με εκείνους που δεν έχουν καπνίσει ποτέ.
Η έρευνα εξέτασε τις τάσεις σε 204 χώρες και εκπονήθηκε από μια κοινοπραξία επιστημόνων (Global Burden of Disease) που μελετά ζητήματα υγείας τα οποία οδηγούν στον θάνατο και σε αναπηρίες.
Σύμφωνα με αυτή, οι μισές από όλες τις χώρες δεν έχουν σημειώσει καμία πρόοδο στη διακοπή του καπνίσματος στην ηλικία από 15 μέχρι 24 ετών και ο μέσος όρος που ξεκινάει κάποιος να καπνίζει είναι τα 19 έτη, όταν είναι νόμιμο στις περισσότερες χώρες.
Παρότι 182 χώρες υπέγραψαν το 2005 μια συνθήκη για τον έλεγχο του καπνίσματος, η επιβολή της πολιτικής για τη μείωση του καπνίσματος διαφέρει.
Οι ερευνητές λένε ότι η φορολόγηση είναι η πιο αποτελεσματική πολιτική, αλλά υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στο υψηλό κόστος ενός πακέτου τσιγάρα στις αναπτυγμένες χώρες και σημαντικά χαμηλότερο κόστος στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News