Καλώς ή κακώς, αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι διεθνείς εξελίξεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ. Ετσι, πολλά ζητήματα που αφορούν τις ζωές, τις επιλογές, τα εισοδήματα, τις αξίες, ακόμα και τις συνήθειες δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο καθορίζονται από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια.
Αλλο τόσο βέβαιο είναι όμως ότι οι αμερικανικές εκλογές καθορίζονται από την ψήφο κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων Αμερικανών οι οποίοι είναι πολίτες συγκεκριμένων (και όχι πρωτοκλασάτων) αμερικανικών Πολιτειών, όπως είναι το Οχάιο, το Μίσιγκαν, το Γουισκόνσιν, η Πενσυλβάνια και η Φλόριντα. Μιλάμε για τις Πολιτείες που αποκαλούνται «Swing States» («Μεταστρεφόμενες Πολιτείες»). Από την επιλογή αυτών των ψηφοφόρων της αμερικανικής ενδοχώρας εξαρτάται, τελικά, η τύχη της Αμερικής και, συνεπώς, του κόσμου όλου.
Κατά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση του Νοεμβρίου του 2016, η πρώτη γυναίκα υποψήφια πρόεδρος των ΗΠΑ που επιδίωκε να υπερασπιστεί την παγκόσμια τάξη πραγμάτων (όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων 70 χρόνων υπό την ηγεμονία της Αμερικής) έλαβε περί τα τρία εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από τον Τραμπ, αλλά έχασε την προεδρία εξαιτίας του πολιτικού προσανατολισμού μερικών χιλιάδων ψηφοφόρων των παραπάνω κομβικών για το εκλογικό αποτέλεσμα Πολιτειών.
Στην επικράτηση του Τραμπ συνέβαλε η κάθε άλλο παρά τυχαία διαίρεση των εκλογικών περιφερειών (μέσω της πρακτικής του «gerrymandering», η οποία ανέκαθεν ευνοούσε τους Ρεπουμπλικανούς), όπως και ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαγε το επιτελείο του την προεκλογική εκστρατεία του. Αφ’ ότου πέρασε το κατώφλι του Λευκού Οίκου ο Τραμπ, αδιαφορώντας πλήρως για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων, βάλθηκε (ακούσια ή εκούσια) να την καταστρέψει.
Σήμερα, όμως, λίγους μήνες πριν από την ολοκλήρωση της θητείας του και τη νέα εκλογική αναμέτρηση, ο Τραμπ βρίσκεται (και πλέον δεν μπορεί να το κρύψει) με την πλάτη στον τοίχο. Η τραγική διαχείριση της πανδημίας από την αμερικανική κυβέρνηση και η εξέγερση ενάντια στον συστημικό ρατσισμό και στην αστυνομική βία τον έπληξαν, ενδεχομένως και ανεπανόρθωτα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα τελευταία στοιχεία που παραθέτει ο Νέιτ Κον των New York Times.
Ο πολιτικός συντάκτης της νεοϋορκέζικης εφημερίδας εστίασε την προσοχή του σε έξι αμερικανικές Πολιτείες τις οποίες στις προηγούμενες εκλογές κέρδισε ο Τραμπ, και διαπίστωσε πως και στις έξι ο υποψήφιος πρόεδρος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν προηγείται του αντιπάλου του με σημαντική διαφορά – έντεκα ποσοστιαίων μονάδων στο Μίσιγκαν και στο Ουισκόνσιν, δέκα μονάδων στην Πενσυλβάνια, έξι μονάδων στη Φλόριντα, επτά μονάδων στην Αριζόνα και εννέα μονάδων στη Βόρεια Καρολίνα. Και σε πανεθνικό επίπεδο το προβάδισμα του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ ανέρχεται στο 14%, με τον Μπάιντεν να συγκεντρώνει ποσοστό 50% έναντι 36% του αντιπάλου του, κερδίζοντας 333 ψήφους στο Σώμα των Εκλεκτόρων, πολλές περισσότερες από τις 270 που απαιτούνται για τη νίκη.
Ο αμερικανός δημοσιογράφος είναι αναμενόμενα επιφυλακτικός στην ανάλυσή του. Υπενθυμίζει πως για τις εκλογές υπολείπονται ακόμα τέσσερις μήνες, πως η οικονομία εξακολουθεί να ευνοεί τον Τραμπ παρά τον αντίκτυπο της πανδημίας, αλλά και ότι πολλοί αναποφάσιστοι ψηφοφόροι τείνουν προς τη Δεξιά και τους Ρεπουμπλικανούς. Αλλά αυτές οι έξι Πολιτείες –με τις μητροπόλεις τους, τις παλιές βιομηχανικές περιοχές, τα διευρυμένα προάστια και τις αγροτικές κοινότητές τους– αποτελούν τέλεια σύνθεση, ιδανική μικρογραφία ολόκληρης της Αμερικής. Και οι πολίτες τους εμφανίζονται ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι με τον πρόεδρό τους, κυρίως λόγω του τρόπου με τον οποίο διαχειρίστηκε την επέλαση του κορονοϊού ανά την αμερικανική επικράτεια.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στις κρίσιμες για την τελική έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης Πολιτείες του Μίσιγκαν, του Γουισκόνσιν και της Πενσυλβάνια, ο Τραμπ υπολείπεται του Μπάιντεν και μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων – με μικρή διαφορά, η οποία, ωστόσο είναι σημαντική, λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2016 ο Τραμπ επικράτησε με δέκα μονάδες διαφορά. Σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένο πως ο Τραμπ δυσκολεύεται να πείσει για τις προθέσεις του ακόμα και όλους όσοι των ψήφισαν πριν από τέσσερα χρόνια, και εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση κατά πάσα πιθανότητα δεν θα καταφέρει να επανεκλεγεί.
Εξίσου σημαντικό είναι επίσης το γεγονός πως ο Τραμπ υπολείπεται του Μπάιντεν και μεταξύ των ψηφοφόρων άνω των 65 ετών –επισημαίνει σε κείμενό του, επίσης στους New York Times, o πολιτικός επιστήμονας Ράι Τεξέρα– κατά έξι μονάδες, ενώ το 2016 επικράτησε της Χίλαρι Κλίντον με δεκαπέντε μονάδες διαφορά.
Πού οφείλεται αυτή η αλλαγή στάσης των ηλικιωμένων Αμερικανών; Το ότι ο Τραμπ έδειξε να νοιάζεται περισσότερο για την οικονομία παρά για τη δημόσια υγεία δυσαρέστησε έντονα πάρα πολλούς ψηφοφόρους που ανήκουν σε μια από τις πιο ευάλωτες στον κορονοϊό ηλικιακές ομάδες. Αλλά αρκετοί εξ αυτών είχαν ήδη αρχίσει να απομακρύνονται από τον σημερινό πρόεδρο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας.
Πρόκειται για ψηφοφόρους οι οποίοι είναι συντηρητικοί μεν, αλλά όχι υπερβολικά. Σκέφτονται και επιχειρηματολογούν συντηρητικά όσον αφορά την οικογένεια και τη θρησκεία, αλλά όχι την οικονομία, ενώ τάσσονται υπέρ της αύξησης της φορολογίας για εισοδήματα άνω των 600.000 δολαρίων και υπέρ της θέσπισης κατώτατου ωρομισθίου 15 δολαρίων.
Στο πρόσωπο του Τζο Μπάιντεν βλέπουν κάποιον που μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά τους. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να στηρίξουν εκ νέου τον Τραμπ εξαιτίας του φόβου ενός νέου γενικευμένου ξεσπάσματος βίας και αναρχίας. Πάντως, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, ο Τζο Μπάιντεν ακόμη και εάν δεν καταφέρει να κερδίσει τους νεαρούς μαύρους και λατινοαμερικανούς ψηφοφόρους, μεταξύ των οποίων δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής, μπορεί να επικρατήσει στις εκλογές χάρη στους ηλικιωμένους (και φοβισμένους από τον κορονοϊό) Αμερικανούς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News