Το παιχνίδι είχε χαθεί από το πρώτο, κιόλας, πεντάλεπτο. Εκεί που οι Γερμανοί πέτυχαν 28 πόντους με 8/10 τρίποντα και, εκτός από το προβάδισμα των +11 στο σκορ, απέκτησαν τεράστια αυτοπεποίθηση, η οποία τους συντρόφευσε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Ολο το βράδυ βομβάρδιζαν το ελληνικό καλάθι σαν σε προπόνηση.
Καταφέραμε να «επιστρέψουμε», κυρίως χάρη στον Γιάννη Αντετοκούνμπο και τον Γιαννούλη Λαρεντζάκη. Ο ενθουσιασμός μας για το γεγονός ότι ολοκληρώσαμε το πρώτο μισό του αγώνα με +4 (61-57), με το απίθανο τρίποντο του Κώστα Σλούκα, μας έκρυψε τη μαύρη αλήθεια: ριμπάουντ δεν παίρναμε, μπάλες δεν «κλέβαμε», δεν καταφέρναμε να σκοράρουμε στο ανοικτό γήπεδο. Μπορεί να πιστέψαμε ότι «τους είχαμε». Οτι, εύκολα ή δύσκολα, θα κερδίζαμε αυτό το ματς που χώριζε την επιτυχία από την αποτυχία. Αλλά στα νοκ-άουτ ματς, υπάρχει ένας άγραφος νόμος, που λέει ότι τέτοιες βεβαιότητες δεν υπάρχουν. Ρωτήστε και τους Σέρβους, που ήταν το γκραν φαβορί για το χρυσό μετάλλιο.
Το δεύτερο «μπλακ-άουτ» της Εθνικής μας, στην τρίτη περίοδο, ήταν ακόμη πιο οδυνηρό. Σε ένα ολόκληρο δεκάλεπτο -τι εφιάλτης!- είχαμε 2/7 δίποντα, 1/11 τρίποντα και μόλις δυο φάουλ. Μέσα σε 4 λεπτά αστοχήσαμε σε 11 διαδοχικά σουτ. Αυτό το αδιανόητο επιμέρους σκορ (20-1) αποδείχτηκε καταδικαστικό. Στα παιχνίδια μας με την Ιταλία και την Κροατία, αυτά τα μυστηριώδη νεκρά διαστήματα στην απόδοσή μας δεν μας είχαν κοστίσει. Τούτη τη φορά, όμως, τα πληρώσαμε πολύ ακριβά.
Η απογοήτευση είναι τεράστια – πάντοτε είναι ευθέως ανάλογη με τις προσδοκίες. Ολοι προσπαθούν να βρουν μια εξήγηση για το πώς η Εθνική, που άρχισε την εκστρατεία της με εξαιρετικές προϋποθέσεις, δεν κατάφερε να μπει στη ζώνη των μεταλλίων για πέμπτο Ευρωμπάσκετ στη σειρά. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα το παραφυσικό σε αυτή την αποτυχία.
Πρώτα απ’ όλα η Γερμανία, που έπαιζε στα λημέρια της, είναι πολύ πιο δυνατή ομάδα από όσο οι περισσότεροι πίστευαν. Εχει στις τάξεις της τους τρεις ΝΒΑers (Σρέντερ, Βάγκνερ και Τάις), που χθες μετέτρεψαν το ματς σε προσωπικό σόου, σκοράροντας στο σύνολο 58 πόντους, κι άλλους τρεις που απουσίαζαν λόγω τραυματισμών. Αυτοί και οι συμπαίκτες τους έκαναν το παιχνίδι «της ζωής τους». Τα 17 τρίποντα σε έναν προημιτελικό ευρωπαϊκού πρωταθλήματος (55% ευστοχία) είναι εξωπραγματικός αριθμός.
Οι δικοί μας παίκτες, αντιθέτως, είχαν μια κακή μέρα στη δουλειά. Είτε μας αρέσει είτε όχι, συμβαίνουν αυτά. Στο μπάσκετ και στον αθλητισμό, γενικότερα. Πέρα από τον Γιάννη, που πάλι έκανε το καθήκον του (31 πόντοι, 7 ριμπάουντ και 8 ασίστ), και τον Λαρεντζάκη, που ήταν η ευχάριστη έκπληξη αυτού του τουρνουά, κανείς από τους διεθνείς μας δεν έπιασε τα στάνταρντ του. Με μόλις δυο παίκτες σε καλή βραδιά, μόνο με ένα μπασκετικό θαύμα θα μπορούσαμε να νικήσουμε – και αυτό το θαύμα δεν έγινε.
Είχαμε και την ατυχία των τραυματισμών κάποιων κομβικών παικτών μας (δεν διαθέτουμε και πολλούς της ίδιας αξίας), οι οποίοι, όπως αποδείχτηκε, δεν πρόλαβαν να συνέλθουν πλήρως. Ο Σλούκας και ο Παπαγιάννης «το πάλεψαν» όσο μπορούσαν, ενώ ο Κώστας Αντετοκούνμπο δεν κατάφερε να βοηθήσει. Ολοι όσοι συμμετείχαν σε αυτή την προσπάθεια, επί ενάμισι μήνα έδωσαν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, όμως αποδείχτηκε πως αυτό δεν ήταν αρκετό. Ηθελαν το μετάλλιο περισσότερο από εμάς. Αν εμείς, οι φίλαθλοι, πικραθήκαμε, εκείνοι δάκρυσαν στα αποδυτήρια μετά τον αποκλεισμό.
Πολλοί θα πουν -το λένε, ήδη- πως φταίει ο προπονητής. Επειδή η ομάδα του δεν έπαιξε άγια άμυνα. Στο μυαλό τους, αυτή ήταν πάντοτε η συνταγή της επιτυχίας. Μόνο που το μπάσκετ έχει αλλάξει από το 2009, που κατακτήσαμε το τελευταίο μας μετάλλιο (χάλκινο), και από το 2005, που πήραμε το «χρυσό». Τότε που ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν είχε κλείσει τα 11, και τα υπόλοιπα μέλη της σημερινής Εθνικής ήταν 12 έως 15 ετών. Σήμερα, στην εποχή των ευρωπαίων NBAers, κερδίζει αυτός που βάζει τα περισσότερα, όχι αυτός που «τρώει» τα λιγότερα. Το αποδεικνύουν και τα σκορ που σημειώθηκαν στην προημιτελική φάση του Βερολίνου.
Η ώρα να… παίξει άμυνα η Εθνική, είναι τώρα. Πρέπει να αντισταθεί στην κακή συνήθεια του Ελληνα να απαξιώνει τους πάντες και τα πάντα ύστερα από μια αποτυχία, και να συνεχίσει να «χτίζει» πάνω στα θεμέλια που μπήκαν τους προηγούμενους μήνες. Εχουμε μπροστά μας το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2023 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024. Αλλά πρώτα θα πρέπει να εξασφαλίσουμε τη συμμετοχή μας σε αυτές τις δυο μεγάλες διοργανώσεις.
Σε ό,τι αφορά το Μουντομπάσκετ, έχουμε κάνει, ήδη, ένα σημαντικό βήμα. Είμαστε δεύτεροι στον όμιλό μας, από τον οποίο προκρίνονται τρεις ομάδες. Απομένουν άλλα δυο «παράθυρα», τον προσεχή Νοέμβριο και τον Φεβρουάριο του 2023, στα οποία θα αγωνιστούμε χωρίς τον Γιάννη, τον Θανάση Αντετοκούνμπο και τον Ντόρσεϊ, χωρίς τους «Ευρωλιγκάτους» διεθνείς μας, αλλά και χωρίς τον Δημήτρη Ιτούδη στον πάγκο. Από την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο θα εξαρτηθεί και το αν θα ταξιδέψουμε στο Παρίσι το 2024, χωρίς να περάσουμε τη δοκιμασία των προ-προκριματικών για το προ-Ολυμπιακό τουρνουά.
Υποτίθεται πως το πλάνο είναι τριετές. Οτι ο Ιτούδης θα συνεχίσει να είναι ο εθνικός μας κόουτς. Και πως οι Μιλγουόκι Μπακς δεν θα έχουν αντίρρηση, ο Γιάννης να περνάει τα καλοκαίρια του κοντά μας. Ο ίδιος, πάντως, δεν το συζητά. Φάνηκε από την ανάρτησή του στα social media, αμέσως μετά τον αποκλεισμό μας από τους Γερμανούς: ένα βιντεάκι, που τον δείχνει να ψάλλει τον εθνικό μας ύμνο μαζί με τον Θανάση και τον Κώστα. Με λεζάντα την ελληνική σημαία και μία γαλάζια καρδιά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News