Σύμφωνα με τα έως τώρα αποτελέσματα, ο Τζο Μπάιντεν βρίσκεται ένα βήμα πριν από το κατώφλι του Λευκού Οίκου, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει να του φράξει τον δρόμο, δίχως καν να έχει ολοκληρωθεί ακόμα η καταμέτρηση όλων των ψήφων σε κρίσιμες πολιτείες και έχοντας ήδη σπεύσει να αυτοανακηρυχθεί νικητής.
Παρότι, ωστόσο, δεν γνωρίζουμε ακόμα ποιος θα κρατάει τελικά τα ηνία της Αμερικής κατά την επόμενη τετραετία, η πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών στις ΗΠΑ κατέστησε ξεκάθαρα τα κύρια χαρακτηριστικά μιας πολιτικής μετάλλαξης που βρίσκεται ήδη εν εξελίξει στη μεγαλύτερη δημοκρατία της Δύσης. Κάνοντας λόγο για μια «επανάσταση σε τέσσερις πράξεις», ο Μαουρίτσιο Μολινάρι, αρχισυντάκτης της ιταλικής La Repubblica τα παραθέτει και τα αναλύει διεξοδικά σε άρθρο του.
Το πρώτο στοιχείο αφορά την ταυτότητα του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι σύμβουλοι και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής του Τζο Μπάιντεν εργάστηκαν σκληρά κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, με στόχο τη δημιουργία μιας πολυσυλλεκτικής (όσον αφορά την εθνοτική καταγωγή) πολιτικής συμμαχίας, θεωρώντας πως αυτή θα μπορούσε να καταστεί ο κύριος εκπρόσωπος της πλειονότητας των αμερικανών ψηφοφόρων για διάστημα τουλάχιστον μιας γενιάς, διαλύοντας, συγχρόνως, το λαϊκιστικό εγχείρημα του Ντόναλντ Τραμπ.
Στην πράξη, ωστόσο, αυτός ο πολυσυλλεκτικός συνασπισμός διαλύθηκε εξαιτίας των λατινοαμερικανικής καταγωγής ψηφοφόρων, οι οποίοι δεν αποτελούν «συμπαγή μειονότητα», όπως σημειώνει ο Μολινάρι. Γιατί στους κόλπους τους κυριαρχούν οι καθολικές αξίες, οι οικονομικές φιλοδοξίες, αλλά και η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζουν το κατά βάση αφροαμερικανικό κίνημα Black Lives Matter (το οποίο πρωτοστατεί στην αντιρατσιστική εκστρατεία από τον περασμένο Μάιο, μετά τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ από λευκούς αστυνομικούς).
Περισσότερο καθοριστικοί για τον Μπάιντεν αποδείχτηκαν οι λευκοί ψηφοφόροι (όχι μόνον οι λευκές γυναίκες των προαστίων, αλλά και οι λευκοί άνδρες κατώτερου μορφωτικού επιπέδου, που ανήκουν στην εργατική τάξη) επειδή τον ψήφισαν στις Πολιτείες των Μεγάλων Λιμνών, κυρίως στο Ουισκόνσιν και στο Μίσιγκαν, παρότι στις προηγούμενες εκλογές δεν είχαν δώσει την ψήφο τους στη Χίλαρι Κλίντον.
Δεν επρόκειτο για ορδές ψηφοφόρων, αλλά για μερικές χιλιάδες ψήφους, αποφασιστικής, ωστόσο, σημασίας για το τελικό αποτέλεσμα. Οπότε, παρ’ όλο που ο Μπάιντεν επιδίωξε να επικρατήσει αναδεικνύοντας την πολυφυλετική ταυτότητα της φιλελεύθερης Αμερικής, εξακολουθεί να έχει πιθανότητες να περάσει σε περίπου δύο μήνες το κατώφλι του Λευκού Οίκου, χάρη σε μερικές χιλιάδες λευκούς, χαμηλών εισοδημάτων, ψηφοφόρους, οι οποίοι ενδεχομένως να απηύδησαν από τις υπερβολές του προέδρου τους.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά τον Ντόναλντ Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Διαψεύδοντας πλήθος δημοσκοπήσεων, αναλύσεων και προβλέψεων όσον αφορά τον καταποντισμό του «Μεγάλου Παλαιού Κόμματος», ο Τραμπ απέδειξε ότι η παράταξή του (τον πυρήνα της οποίας αποτελούν κυρίως οι «λησμονημένοι» της παγκοσμιοποίησης) εξακολουθεί να είναι ακμαία και ανθηρή.
Εάν το 2016 ο Τραμπ συγκλόνισε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και από τότε συγκρούστηκε με πάρα πολλά ηγετικά στελέχη του, «σήμερα μπορεί καυχιέται πως το επανασχεδίασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του και γύρω από ένα μήνυμα “διαμαρτυρίας” και “αντεπανάστασης”», εξηγεί ο Μολινάρι, επικαλούμενος τον γνωστό (και στην Ελλάδα) συντηρητικό πολιτικό σχολιαστή και ιστορικό, Βίκτορ Ντέιβις Χάνσον.
Το τρίτο στοιχείο που πρέπει να επισημανθεί, σύμφωνα με τον ιταλό δημοσιογράφο, είναι η επιστολική ψήφος, η οποία αποτέλεσε τον «μεγάλο πρωταγωνιστή» αυτής της εκλογικής αναμέτρησης. Γιατί επέτρεψε σε εκατομμύρια ψηφοφόρους μιας χώρας που πλήττεται ανελέητα από τον κορονοïό, με περισσότερους από 230.000 νεκρούς και 9,5 εκατομμύρια κρούσματα, να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα απρόσκοπτα και δίχως φόβο για την υγεία τους.
Ο Μολινάρι θεωρεί ότι επρόκειτο για μια πραγματιστική επιλογή, η οποία αποδεικνύει πως παρότι έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, «οι Αμερικάνοι εξακολουθούν να ταυτίζουν τη διαδικασία ανάδειξης των αντιπροσώπων τους με τον πυρήνα του έθνους τους. Ηταν το πάθος για τη συμμετοχή στην ψηφοφορία που επιβλήθηκε στον φόβο της Covid-19 και κράτησε ενωμένη μια εθνική κοινότητα που είναι βαθιά διχασμένη όσον αφορά τις αξίες».
Οπότε, κάθε άλλο παρά εντύπωση πρέπει να προκαλεί το γεγονός πως από τις επιστολικές ψήφους κρίνεται ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Πάντως, αποτελεί γεγονός πως υποτιμώντας την επιστολική ψήφο και βάλλοντας κατά αυτής, τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και το προεκλογικό του επιτελείο διέπραξαν το πιο σοβαρό λάθος της προεκλογικής εκστρατείας.
Τέλος, την αμερικανική πολιτική πρόκειται αδιαμφισβήτητα να επηρεάσει και η νομική διαμάχη που έχει ήδη ξεσπάσει όσον αφορά την ολοκλήρωση της καταμέτρησης των ψήφων και το τελικό αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης. Το παιχνίδι της απονομιμοποίησης μεταξύ πολιτικών αντιπάλων στις ΗΠΑ άρχισε το 2000 με τη γνωστή διαμάχη ανάμεσα στον Τζορτζ Μπους υιό και τον Αλ Γκορ για την επανακαταμέτρηση των ψήφων στη Φλόριντα, διαμάχη η οποία έληξε με την παρέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου υπέρ του Μπους, ο οποίος κέρδισε τελικά τον Λευκό Οίκο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, μέσα σε μόλις μία τετραετία κατάφερε να καταστήσει την προεδρία υπόθεση όχι μόνον πολιτική, αλλά και νομική. Γιατί χάρη στους δικηγόρους του πέτυχε την αθώωσή του στη Γερουσία τον περασμένο Φεβρουάριο, ενώ τώρα, μέσω των δικηγόρων του, κάνει ό,τι μπορεί για «παρασύρει τον Μπάιντεν στο γήπεδό του». Εκείνος, ωστόσο, συνιστά υπομονή έως ότου καταμετρηθεί και η τελευταία ψήφος, γνωρίζοντας πως έχει ήδη λάβει περισσότερες από 72 εκατομμύρια ψήφους, περισσότερες από οποιονδήποτε άλλο υποψήφιο πρόεδρο στην Ιστορία των ΗΠΑ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News