Διατρέχοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής του, άρα πλησιάζοντας όλο και περισσότερο τη γραμμή του τερματισμού, ο ισπανός κινηματογραφιστής Πέδρο Αλμοδόβαρ (στο έργο του οποίου οι ειδικοί ανιχνεύουν χιούμορ) φοβάται ότι θα πάει… άκλαυτος από το επίσημο κράτος! Ετσι εξομολογήθηκε στη Repubblica, εμμέσως βέβαια, ότι θέλει και αυτός, όταν έλθει η ώρα του, τα μεταθανάτια μεγαλεία που επιφύλαξαν οι Ιταλοί στην «αριστερή» Ραφαέλα Καρά. Μάλλον έχει επίγνωση ότι αυτός δεν θα τα βλέπει τότε, ωστόσο τα θέλει. Δεν εξήγησε τον λόγο, απλώς περιορίστηκε να πει στη συντάκτρια του ιταλικού Μέσου ότι «στην Ισπανία δεν συγχωρούν την επιτυχία. Η Ισπανία όμως είναι το μέρος όπου μπόρεσα να εργαστώ με πλήρη ανεξαρτησία. Αν είχα υποκύψει στους πειρασμούς του Χόλιγουντ, θα είχα χάσει την ελευθερία μου». Γκρίνιες, λοιπόν. Καλλιτεχνικές. Συγχωρητέες.
Η κουβέντα έγινε με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία της ταινίας του «Madres paralelas», αλλά περιστράφηκε γύρω από τις εμπειρίες του νεαρού Αλμοδόβαρ επί Φράνκο και του κάπως μεγαλύτερου Αλμοδόβαρ επί Δημοκρατίας. Βία καταπίεση και φόβος μέσα στη δικτατορία, ελευθερία κοινωνική και δημιουργική, ελευθεριότητα, ξεσάλωμα και ναρκωτικά αργότερα. Στη συνέντευξή του ο σκηνοθέτης θυμήθηκε «τους δαίμονες του φρανκισμού», όπως σχολίασε η συντάκτρια, αλλά και «τη γέννηση της ισπανικής νυχτερινής ζωής και τον κινηματογράφο της». Στη χούντα τού «καουντίλιο» ακόμη και οι εκπαιδευτικοί ήταν άχρηστοι, φαλαγγίτες που διαμόρφωναν την εθνική συνείδηση είπε ο σκηνοθέτης, ωστόσο «τα φαντάσματα εξαφανίστηκαν όταν 18χρονος πια πήγα στη Μαδρίτη». Αν και ο ίδιος δεν είχε σκοτωμένους ή αγνοουμένους στην οικογένειά του από την εποχή του Eμφυλίου, είπε ότι συγκινείται τώρα που βλέπει στην τηλεόραση γέροντες που «έχουν την ψευδαίσθηση ότι βρέθηκαν τα οστά των αγαπημένων τους προσώπων».
Οταν πήγε στη Μαδρίτη ακόμη ζούσε ο Φράνκο, όμως «έπνεε πιο ελεύθερος αέρας» σε σχέση με την επαρχία. «Οι νέοι ήταν χίπηδες. Αφησα και εγώ μαλλιά, οικειοποιήθηκα την αισθητική τους: τα χαϊμαλιά, τα ρούχα, το ελεύθερο σεξ. Αγόρασα την πρώτη κάμερά μου, μία Super8, και άρχισα να κάνω ταινίες». Τότε, είπε, ανακάλυψε και τα θέματα που κατόπιν τον απασχόλησαν σε επαγγελματικό επίπεδο. Θέματα που, κατά βάση, εξέφραζαν αντικληρικαλισμό.
Μόλις η συντάκτρια της Repubblica τον ρώτησε αν τότε τελείωσε η εποχή του Φράνκο, ο Αλμοδόβαρ είπε ότι «ο ισπανικός λαός προετοιμαζόταν για τον θάνατό του, οι οικογένειες είχαν ένα μπουκάλι σαμπάνια που περίμενε». Ε, και από το 1975 μέχρι το 1977 δεν μεσολάβησε και καμιά αιωνιότητα: «Το ’77 ήρθε η νυχτερινή ζωή, το κίνημα πανκ, έτσι η Μαδρίτη έγινε η πιο ελεύθερη πόλη, η νύχτα της ήταν ατελείωτη, ένα κορίτσι μπορούσε να κυκλοφορεί στους δρόμους στις 3 τα ξημερώματα χωρίς κίνδυνο. Ηταν λες και δεν υπήρξε ποτέ ο Φράνκο». Στο σημείο αυτό ο Αλβοδόβαρ, μιλώντας για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε και τη φράση «ταξική συνείδηση».
«Κάνω πολιτικό σινεμά»
Για το έργο του δήλωσε πως έχει την άποψη ότι τυγχάνει «πολιτικός κινηματογράφος», αφού οι γυναικείοι χαρακτήρες του «έχουν απόλυτη ηθική αυτονομία». Ωστόσο ο ίδιος επί δημοκρατίας και σε προσωπικό επίπεδο βίωσε τραγωδίες (τις οποίες, όπως είπαμε, δεν είχε ζήσει το σόι του στον εμφύλιο): «Πολλοί φίλοι πέθαναν σε εκείνη την ξέφρενη ζωή, επειδή τα ναρκωτικά ήταν μεταξύ των ελευθεριών που ανακαλύφθηκαν. Και εγώ δεν έχω υπάρξει άγιος, ωστόσο δεν έχω πάρει ποτέ ηρωίνη καθώς είδα τα αποτελέσματά της». Ομως ο σκηνοθέτης με την ανεπτυγμένη «ταξική συνείδηση» δεν απέφυγε την ντόπα: «Η κοκαΐνη μού έδινε ζωντάνια, ευφράδεια, κοινωνικότητα». Ομολόγησε, πάντως, ότι όσον αφορά το θέμα των βλαβών που προκαλεί η ναρκομανία, ο ίδιος και οι φίλοι του είχαν μαύρα μεσάνυχτα τότε: «Η ηρωίνη ήταν το Βιετνάμ της γενιάς μου. Βλέπαμε τον Ντέιβιντ Μπάουι και τον Λου Ριντ. Οι ζημιές από τη χρήση ναρκωτικών δεν ήταν γνωστές».
Το τέλος της συνέντευξης του Αλμοδόβαρ στη Repubblica αφιερώθηκε στη σχέση του σκηνοθέτη με τους κριτικούς. Είπε: «Τα πρώτα τέσσερα χρόνια με περιφρονούσαν. Αρχισαν να με παίρνουν στα σοβαρά στη συνέχεια, αλλά στη δεκαετία του ’80 και του ’90 οι κριτικοί διαιρέθηκαν μεταξύ ενθουσιασμού και περιφρόνησης. Με την παγκόσμια επιτυχία μου, δημιουργήθηκε κάτι πολύ ισπανικό: ένας τρομερός φθόνος. Ζω με αυτό». Ετσι, για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε: με γκρίνιες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News