Ακριβώς 50 χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου «The Doors»
Το ημερολόγιο έγραφε 4 Ιανουαρίου 1967 και ήταν σαν σήμερα, πενήντα ολόκληρα χρόνια πίσω, μια ζωή ολάκερη, όταν ο Μόρισον και η παρέα του κυκλοφορούσαν το πρώτο άλμπουμ τους που είχε ως τίτλο το όνομά τους. Μπορεί να μην το παίδεψαν τόσο πολύ, αλλά δεν μπορείς να πεις το ίδιο και για τα τραγούδια που ήταν χαραγμένα στις αυλακιές αυτού του βινυλίου.
Αλλά ας τα πάρουμε όλα από την αρχή…
Οι The Doors δημιουργήθηκαν το 1965, στο Λος Αντζελες. Το όνομά τους το πήραν από το μυθιστόρημα «Οι Πύλες της Ενόρασης» («The Doors of Perception») του Αλντους Χάξλεϊ – να το διαβάσεις, εννοείται. Αν θέλαμε να κάνουμε έναν στέρφο απολογισμό, θα καταλήγαμε ότι το συγκρότημα κυκλοφόρησε έξι στούντιο δίσκους μέχρι το 1971, τότε που ο Μόρισον βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του, στο Παρίσι. Αλλά η ιστορία είχε ήδη γραφτεί.
Πενήντα χρόνια πίσω, την Πρωτοχρονιά του 1967, οι Doors πραγματοποίησαν την πρώτη τους τηλεοπτική εμφάνιση στο «Channel 5» του «KTLA» παρουσιάζοντας το πρώτο τους σινγκλ, «Break on Through». Ταυτόχρονα, εκείνη την ημέρα, κυκλοφορούσε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, σημειώνοντας την πρώτη τους επιτυχία. Αυτή ήταν μόνο η αρχή αφού τρεις ημέρες μετά θα κυκλοφορούσε η ολοκληρωμένη τους δισκογραφική δουλειά με τίτλο το όνομα του γκρουπ, «The Doors», για να στρογγυλοκαθίσει στη δεύτερη θέση των αμερικάνικων τσαρτς. Α, ναι. Και έχοντας γίνει τετραπλά πλατινένιο στο Αμέρικα – νοτ μπαντ ατ ολ.
Για να φτάσουμε μέχρι εκεί, την προηγούμενη χρονιά, το 1966, οι Doors εμφανίζονταν ζωντανά στο κλαμπ «London Fog» του Λος Αντζελες, αλλά δεν πολυπάτησε κόσμος και έτσι το συγκρότημα αυτοσχεδίαζε, κερνώντας όσους τους είδαν ολόκληρα κομμάτια ψυχεδέλειας. Τον Αύγουστο του 1966 ο Τζακ Χόλτζμαν της δισκογραφικής εταιρίας «Elektra Records» είδε το συγκρότημα δυο φορές και δίπλα του ήταν ο παραγωγός Πολ Ρόθτσιλντ. Οι Doors έπαιζαν στη σκηνή, οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν και συμφώνησαν με τα μάτια, πίνοντας άσπρο πάτο για τις επιτυχίες που θα έκανε αυτό το συγκρότημα. Αφού οι Doors υπέγραψαν στη συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρεία, ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις του πρώτου τους άλμπουμ στις 24 Αυγούστου 1966. Τρεις ημέρες νωρίτερα είχαν απολυθεί από το κλαμπ στο οποίο εμφανίζονταν λόγω λογοκρισίας, για το «The End» – δες παρακάτω τον λόγο.
Οι ηχογραφήσεις διήρκεσαν μία εβδομάδα στα «Sunset Sound Recording Studios» και το πρώτο σινγκλ που κυκλοφόρησε από τον δίσκο, είπαμε, ήταν το «Break on Through». Μέρος των στίχων προήλθε από το βιβλίο του Τζον Ρέτσι «Η Πόλη της Νύχτας», ενώ οι νότες της κιθάρας από το κομμάτι «Shake Your Money Maker» του Πολ Μπάτερφιλντ. Το αρχικό ρεφρέν περιείχε τη φράση «She Gets High», αλλά η εταιρία αντικατέστησε τη λέξη «High» με ένα επιφώνημα, για να μην υπάρξει εμπλοκή με τη λογοκρισία της εποχής.
Τώρα μας φαίνεται απίστευτο, αλλά τότε αυτό το τραγούδι δεν πούλησε και έτσι αποφάσισαν να βγάλουν το «Light My Fire». Αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι της «Elektra» που πήγε στην κορυφή των αμερικάνικων τσαρτς, έγινε χρυσό και πούλησε περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Το μεγαλύτερο μέρος των στίχων γράφτηκε από τον κιθαρίστα Ρόμπι Κρίγκερ, ο οποίος ήθελε να γράψει για ένα από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης, τη φωτιά. Ο Μόρισον έγραψε ένα μέρος της δεύτερης στροφής και ο τιτανοτεράστιος κιμπορντίστας Ρέι Μάνζαρεκ δημιούργησε την εισαγωγή. Τα εκτενή σόλο πλήκτρων και κιθάρας είναι βασισμένα στη διασκευή του Τζον Κολτρέιν στο τραγούδι «My Favorite Things» για την ταινία «The Sound of Music». Το δεύτερο σινγκλ του δίσκου υπέστη κοπτοραπτική, για ραδιοφωνικούς λόγους – κόπηκε από τα επτά στα τρία λεπτά. Αλλά αυτό δεν το εμπόδισε να ανέβει στην κορυφή των τσαρτς των ΗΠΑ.
Ο δίσκος τους, όμως, είχε κι άλλα τραγούδια…
Στο «Soul Kitchen» ο Τζιμ Μόρισον αναφέρεται στο εστιατόριο «Olivia’s, εκεί έτρωγε, στην παραλία Βένις του Λος Αντζελες.
Το τρίτο τραγούδι του δίσκου είναι το «The Crystal Ship», του οποίου τον τίτλο εμπνεύστηκε ο Μόρισον από το (ιρλανδέζικο) βιβλίο του 9ου αιώνα με τίτλο «The Book Of The Dun Cow». Οι στίχοι του γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1965, όταν ο Μόρισον χώρισε με τη φίλη του, Μέρι Γουέρμπλοου. Κλαψ, λυγμ…
Οι στίχοι του «20th Century Fox» αναφέρονται σε μία μοντέρνα -αλλά δίχως αισθήματα- γυναίκα, με τον τίτλο να αποτελεί τρολιά, λόγω των ομότιτλων στούντιο του Χόλιγουντ.
Το «Alabama Song (Whiskey Bar)» είναι διασκευή στο κομμάτι της γερμανικής όπερας του 1929 με τίτλο «Η ακμή και πτώση της πόλης Μαχόγκανι», την οποία είχαν συγγράψει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ μαζί με τον Κουρτ Βάιλ. Ετσι κι αλλιώς, ο υλισμός, η απόγνωση και ο εθισμός στις απολαύσεις ήταν το μόνιμο βίντεο κλιπ του τρόπου ζωής του συγκροτήματος.
Το «Back Door Man» ήταν τραγούδι του Γουίλι Ντίξον -από το 1961- το οποίο το συγκρότημα είπε ομόφωνα «ναι» για να το ηχογραφήσουν. Οι στίχοι κάνουν λόγο για έναν άνδρα ο οποίος νταραβερίζεται με μια παντρεμένη γυναίκα – η πίσω πόρτα είναι η διέξοδος διαφυγής όταν ο σύζυγος γυρίζει σπίτι, γκέγκε;
Το «I Looked at You» μιλά για ένα αρσενικό που φλερτάρει μία γυναίκα.
Το «End of the Night» περιγράφει τα όνειρα του Μόρισον για τη ζωή του, ενώ οι στίχοι προέρχονται από τη γαλλική νουβέλα «Journey To The End Of The Night». Αντίστοιχα, ο στίχος «Realms of bliss, realms of light, some are borne to sweet delight, some are borne to sweet delight, some are borne to the endless night» προέρχεται σχεδόν αυτολεξεί από το ποίημα «Auguries Of Innocence», του Ουίλιαμ Μπλέικ.
Λίγο πριν κλείσει ο δίσκος συναντάμε το τραγούδι «Take It As It Comes» – ήταν στόχος ζωής τού Μόρισον να υπάρχει αποδοχή των καταστάσεων με τον ρυθμό που σκάνε στις ζωές μας όλες οι καταστάσεις. Είναι αφιερωμένο στον Μαχαρίσι ο οποίος ήταν δάσκαλος υπερβατικού στοχασμού – φυσικά και ο Τζιμάκος παρακολουθούσε τις ομιλίες του και ήταν οπαδός του.
Αυτή η δισκάρα κλείνει με το (δωδεκάλεπτο) «The End». Ο τίτλος του είναι από τη μία σαφής αναφορά στον θάνατο, αν και στους στίχους του μπλέκονται ατύπως οι γονείς του Μόρισον, να και οι Οιδιπόδειες αναφορές με την ερωτική σχέση με τη μητέρα, να και η δολοφονία του πατέρα. Ο Τζιμ, βέβαια, ποτέ δεν αποδέχτηκε τη συνάφεια και υποστήριζε «μπορεί να σημαίνουν ό,τι θέλει ο καθένας να σημαίνουν». Το σίγουρο είναι ότι η ηχογράφηση των φωνητικών έγινε χωρίς φώτα, ενώ μόνο ένα κερί φώτιζε τη σιλουέτα τού Μόρισον στο στούντιο. Και, ναι, έχει στοιχεία ινδικής μουσικής, η κιθάρα ακούγεται σαν σιτάρ, τα πλήκτρα θυμίζουν το ινδικό όργανο τανπούρα.
Το «The Doors» δεν ήταν, απλώς, δίσκος, αποτελεί ένα από τα ευαγγέλια της μουσικής. Το Rolling Stone το κατέταξε στα «500 σπουδαιότερα άλμπουμ όλων των εποχών», στη θέση 42. Ο Guardian στα «100 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών», στη θέση 76. Οι Times, στα «100 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών» στο 43.
Εννοείται, όμως, δεν έχουν σημασία, πια, οι θέσεις και οι πωλήσεις. Κάνε, λοιπόν, το εξής: πάρε όποιο συγκρότημα θες και σύγκρινέ το με τις «Πύλες» και ξεκίνα από την προσωπικότητα του τραγουδιστή, με φόντο τον Μόρισον. Αμέσως μετά, σκέψου εάν τα τραγούδια του σημερινού συγκροτήματος θα ακούγονται πενήντα χρόνια μετά με την ίδια ζέση όπως εκείνα των Doors. Και κάπου εδώ το άτυπο συγκριτικό τελειώνει.
Υπάρχουν λίγα, πια, συγκροτήματα που η μουσική τους, τόσα χρόνια μετά, μια ζωή ολόκληρη, ακούγεται τόσο σημερινή, τόσο φρέσκια, σαν να γράφτηκε τώρα, ενώ έχουν καψουρευτεί με την πάρτη της τόσες γενιές – κι άλλες τόσες που θα ακολουθήσουν.
Πενήντα χρόνια μετά, ευχαριστούμε για όλα, ρε Doors…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News