Γύρισα, κοίταξα την Εύη και είπα «Αυτό είναι θέατρο». Μετά έμεινα να απορώ γιατί προσδιόρισα έτσι την παράσταση «FESTEN», στα ελληνικά «Οικογενειακή γιορτή»; «Αυτό είναι θέατρο», ενώ παρακολουθώ αρκετά συχνά θέατρο; Είπα και κάτι άλλο. «Ευφράνθηκε η ψυχή μου» ενώ η παράσταση σακατεύει, πιλατεύει το μυαλό σου. Φεύγεις κι ακόμα σκέφτεσαι και σκέφτεσαι και σκέφτεσαι. Ταιριάζεις, συνταιριάζεις, λύνεις και δένεις, «λάμπεις» σκέψεις, σαν φωτεινός παντογνώστης -εκείνο το παιχνίδι των παιδικών μας χρόνων- πιάνοντας κάτι… Στον αέρα της ψυχής σου δουλεύει αυτή η παράσταση. Κι ας τελειώσει κι ας φύγεις. Κάτι ιερό έχει συμβεί. Πρωτογενές. Αρχέγονο. Έχεις αισθανθεί, πιο πολύ από το, έχεις αντιληφθεί.
Σάββατο μεσημέρι. Ζέστη αφόρητη. Αναζήτηση δροσιάς, σκιάς, θάλασσας. Η λωρίδα προς Βουλιαγμένη ασφυκτικά μποτιλιαρισμένη. Λογικό. Εμείς, στο παράλογο. Οι της απέναντι λωρίδας. Προς Αθήνα. Ακόμα χειρότερα… Προς Ομόνοια. Παίζει να ήμασταν το μόνο αυτοκίνητο. Παράσταση στις 6 η ώρα στο Εθνικό Θέατρο, όχι όμως στην αίθουσα θεατρικών παραστάσεων αλλά στην Αίθουσα εκδηλώσεων του Κτιρίου Τσίλλερ. Οχι, δεν είχα ξαναμπεί σε αυτή την αίθουσα. Μένω εκστατική. Είμαι κάπου. Πού; «Κάπου στας Ευρώπας». Οπως το έλεγαν παλιά εμφατικά. Οι τοιχογραφίες, τα χειροποίητα συγκλονιστικά πλακάκια με τις μπορντούρες τους, τα μάρμαρα, οι πανύψηλοι καθρέπτες, τα πατώματα που θέλεις να τρίζουν κι ας μην, οι πολυέλαιοι. Ιδίως οι πολυέλαιοι! Και οι άνθρωποι-ηθοποιοί που σε υποδέχονται, με τόσο χορευτικές σχεδόν κινήσεις, για να σε συνοδέψουν στη θέση σου…
Σαν να είσαι ήδη καλεσμένος σε κάτι. Αλλά τι; Ετσι όπως βρίσκεις αίφνης τις θέσεις αναστατωμένες περίεργα. Μέχρι που και η μια, να κοιτάζει την άλλη, σαν να είσαι σε τρένο. Πού κάθεσαι; Πώς θα δεις; Πού θα είναι το «σημείο» της παράστασης; Πού θα παίξουν οι ηθοποιοί; Oλα ένα σαγηνευτικό μυστήριο, ένα παιχνίδι που θα σε ξεβολέψει. Ενα κρυφτό. «Το κρυφτό. Παιχνίδι που έχει στοιχειώσει την ενήλικη ζωή μας. Το υπέροχο κρυφτό! Ξεχνάμε, όμως, ότι το κρυφτό τελειώνει με φτύσιμο». Αυτή η φράση μου μένει καθώς ξεφυλλίζω γρήγορα το πρόγραμμα πριν αρχίσει η παράσταση. Και αυτή θα με συνοδεύει μέρες.
Ο Δανός Τόμας Βίντερμπεργκ δημιούργησε αρχικά μια ταινία, ένα κινηματογραφικό έργο, το «FESTEN», εντασσόμενος στις αρχές του «Δόγματος 95» όπως το όρισαν ανήσυχοι κινηματογραφιστές που αναζητούσαν να ξεφύγουν από το ότι, «Οι ταινίες που συνήθως γίνονται -αυτές που γίνονται αποκλειστικά και μόνο για διασκέδαση- είναι αξιοσημείωτα βλακώδεις» και έχοντας, ως κοινή «πονεμένη» διαπίστωση, την παρακμή της τέχνης του κινηματογράφου. Η ταινία του 1998 περιέγραφε μια οικογενειακή συγκέντρωση με αφορμή τα εξηκοστά γενέθλια ενός επιτυχημένου επιχειρηματία-πατέρα, στην οποία γίνονται -εναντίον του πατέρα- συγκλονιστικές αποκαλύψεις σεξουαλικής κακοποίησης, από τα παιδιά του τα ίδια.
Τη θεατρική διασκευή που επακολούθησε του κινηματογραφικού έργου που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ανέλαβε ο Ντέιβιντ Ελντριτζ. Αυτή την παράσταση παρακολουθήσαμε. Σκληρό το θέμα, μεγάλο, δραματικό το στοίχημα που επέλεξε να λογαριαστεί μαζί του ο σκηνοθέτης Γιάννης Παρασκευόπουλος. Και πόσα κατάφερε! Πόσο έσκαψε! Πώς δεν τρικλοποδιάστηκε σε μελοδραματισμούς ενώ άπλωσε πόνο; Τι τερατωδώς ευφυές πλάσμα! Τι τερατώδης αίσθηση δοσολογίας! Ήταν και ο χώρος, ο «ακριβώς». Οι πόρτες που ανοιγόκλειναν, το «μεγαλοπρεπές» που όμως σαδιστικά μπορεί να εκβράσει «τα φθηνά» των ανθρώπων. Εμείς. Ένα μαζί τους. Καλεσμένοι τους επίσης. Μπορεί και σιωπηλοί μάρτυρες γεγονότων, χωρίς μοχλό δράσης στα χέρια μας. Που κι αν είχαμε… Ποιος ξέρει αν θα τον χρησιμοποιούσαμε ή αν θα μέναμε, δήθεν ανήμποροι ή και βολικά ανήμποροι, σιωπηλοί μάρτυρες. Αυτοί που απλώς κάνουν «τς ΤΣ ΤΣ» με τα χείλη και συνεχίζουν σαν να μην είδαν, ότι είδαν. Το κρυφτό. Παιχνίδι που έχει στοιχειώσει την ενήλικη ζωή μας.
Δεν νομίζω να υπάρχει τίποτα πιο στυγνά ισοπεδωτικό από τη φράση μας «Όλοι οι ηθοποιοί έπαιζαν εξαιρετικά». Τι προσωπική μάχη ο κάθε ρόλος! Πώς το ομαδοποιείς; Κι ας είναι η παράσταση «ομαδοποιημένη». Με ροή απίστευτη. Από το πρώτο λεπτό, που ξεκινάει «εκ του αποτελέσματος», δηλαδή παρακολουθώντας τον μικρό γιο (Κωνσταντίνος Χατζησάββας) πώς φέρεται στη γυναίκα του, με βιαιότητα, με θυμό, με ενσωματοποιημένο-κρατημένο θυμό από τα παιδικά του χρόνια. Και τον μεγάλο γιο, τον Κρίστιαν (Χρίστος Στυλιανού) που είχε την τόλμη της αποκάλυψης της σεξουαλικής κακοποίησης άρα της αλήθειας. Δεν έχω δει πιο αριστοτεχνικά να ξεδιπλώσει ηθοποιός δράμα, με τόσο έλεγχο. Μας συγκλόνισε. Έπαιζε με λόγο, με σώμα. Όλο το σώμα. Η πλάτη του, η στάση του σώματος. Ιδίως στην τελευταία σκηνή. Μια κραυγή. Τόσο εκ βάθους αλλά και τόσο- όσο…Όσο να ξαναγυρίσει στην ψυχή αυτού που την άπλωσε, γιατί εν τέλει μόνο εκείνος ξέρει… Ξέρει επάνω του. Μοναχικές διαδρομές. Αλύτρωτες στο διηνεκές.
Η ηθοποιός Γιολάντα Μπαλαούρα, στον ρόλο της μάνας, όπως τον απέδωσε δεξιοτεχνικά και αριστοτεχνικά, με έκανε να νοιώσω τύψεις γιατί, γνωστή από ανάλαφρους ρόλους από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες, δεν είχε καταχωρηθεί μέσα μου, ότι μπορεί να ξεσκίσει τον ρόλο, στην κόψη του ξυραφιού του. Δύσκολος ρόλος! Αφού ακόμα και με την καθοριστική-τελευταία της λέξη στην παράσταση, τελικώς, δεν ορίζει «τέλος». Δεν ορίζει τίποτα. Ο,τι κακό, έχει ήδη γίνει. Δεν αλλάζει.
Ο πατέρας, Βασίλης Σπυρόπουλος, κατά τη γνώμη μου δεν τα έβγαλε πέρα με το τέρας του ρόλου του. Σαν να μην βρήκε «τόπο» καθοριστικό για την ερμηνεία του. Αλλά θα ήθελα να μπορούσα να σας κάνω να μελετήσετε την ηθοποιία και των δεύτερων ρόλων, όπως του Νίκου Καπέλιου ως γενικού διευθυντή του πατέρα. Και της Κλειούς Δανάης Οθωναίου στο ρόλο της σερβιτόρας που οι κινήσεις της ήταν μπαλέτου και… Αυτή κι αν πρέπει να…Στεφανία Ζώρα. Ενα μικρό υποτίθεται κοριτσάκι, που είναι η εγγονή. Και που δεν αρθρώνει λέξη σε όλη την παράσταση. Αλλά «είναι» παράσταση. Κατορθώνει. Η παρουσία της είναι και η μαγευτική «στιγμή» μπαγκέτας, νομίζω του σκηνοθέτη, ως κατεύθυνση. Ακόμα μια «στιγμή». Καθώς περιφέρεται με ένα χαμόγελο να σου θυμίζει, σαν μαχαιριά στην καρδιά, το παιδί που έχουμε όλοι μέσα μας. Άρα και ένας-ένας οι ήρωες της παράστασης. Αυτό που «προκύπτει» λαβωμένο, θυμωμένο, τελειωμένο προς στιγμής… Και εις αεί μάχιμο… Πονηρεμένο απονήρευτο. Ας κάνουμε κι αλλιώς!…
«Είναι μια χαρούμενη γιορτή που ετοιμάζεται. Είναι τα εξηκοστά γενέθλια του πατέρα. Τα παιδιά έρχονται. Συγγενείς, φίλοι. Το σπίτι αποκτά ζωή. Δεν πρέπει να ξέρουμε το έργο και το βάρος που κουβαλάει. Να το ξεχάσουμε. Η παράσταση πρέπει να σκοτεινιάσει σταδιακά. Μέχρι που θα φτάσει στο απόλυτο λευκό του τέλους. Το τέλος είναι αλύτρωτο».
Αυτό είναι το κλειδί.
Μια παράσταση με τέλος αλύτρωτο. Πώς αποδίδεις το «αλύτρωτο»; Υπάρχει πιο δύσκολο; Η ψυχή παλεύει κάτι να το κάνει… Δεν αντέχει το «σημειωτόν». Κι ας έχει ευεργεσία.
Το βράδυ, μετά την παράσταση, γύρισα γεμάτη. Ο κόσμος γύριζε πια από τις παραλίες. Μποτιλιαρισμένη η απέναντι μου λωρίδα. Παίζει να ήμασταν οι μόνοι στη δική μας. Σκέφτομαι τον σκηνοθέτη που μόλις τη δουλειά του γνώρισα. Γιάννης Παρασκευόπουλος. Ένας διαβάτης μιας μοναχικής απέναντι λωρίδας. Πού ζούνε αυτά τα πλάσματα στις μέρες μας; Πόσα τέτοια πλάσματα χάνουμε; Τι συμβαίνει ετούτη τη στιγμή στο «έδαφος» της χώρας μου και τι συμβαίνει στο «υπέδαφος» της! Πώς να κατορθώσουμε να φτάνουμε στις πηγές τους; Η παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ήταν στη Θεσσαλονίκη και είναι στην Αθήνα sold out. Λύτρωση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News