Ο Guardian για μια κρίση που τελικά δεν υπάρχει / Οι New York Times για τη «Μαρίνα» του Ντόναλντ Τραμπ / Το BBC για τα ανοιχτά γραφεία / Και το Spectator για....
  • The Guardian

    Ο μύθος της κρίσης της μέσης ηλικίας

    Ξαφνικά θα αρχίσετε να νιώθετε μια αδικαιολόγητη δυσφορία. Λίγο πριν ή λίγο μετά την ηλικία των πενήντα ετών θα έχετε επίσης την αίσθηση ότι είστε λιγότερο παραγωγικοί, λιγότερο δημιουργικοί και λιγότερο προσαρμοστικοί και, κατ’ επέκταση, λιγότερο ευτυχισμένοι. Τα καλύτερά σας χρόνια ανήκουν στο παρελθόν και, φυσικά, αυτό οφείλεται στον γάμο σας, στη δουλειά σας, στα παιδιά σας, σε όλες τις φιλοδοξίες σας που δεν καταφέρατε να εκπληρώσετε. Με λόγια απλά, είστε αντιμέτωποι με την κρίση της μέσης ηλικίας. Ή μήπως όχι;

    «Είναι αλήθεια, η μέση ηλικία είναι μια δύσκολη περίοδος. Αλλά τα περισσότερα από όσα οι άνθρωποι γνωρίζουν για την κρίση της μέσης ηλικίας -αρχίζοντας με την ιδέα ότι πρόκειται περί κρίσης- βασίζονται σε επιζήμιους μύθους και παρωχημένα στερεότυπα», επισημαίνει ο Τζόναθαν Ράουτς στον Guardian, υποστηρίζοντας πως «η αλήθεια είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πολύ πιο ενθαρρυντική».

    Σύμφωνα με τον αμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα του βιβλίου «The Happiness Curve: Why Life Gets Better After Midlife» («Η καμπύλη της ευτυχίας: Γιατί η γίνεται καλύτερη μετά τα μισά»), η μέση ηλικία είναι «μια περίοδος μετάβασης», σταδιακή, φυσιολογική και διαχειρίσιμη για τους περισσότερους ανθρώπους, «είναι, με άλλα λόγια, το αντίθετο μιας κρίσης». Η ιδέα της κρίσης της μέσης ηλικίας έγινε ευρέως γνωστή το 1965, μέσω ενός άρθρου του ψυχαναλυτή Έλιοτ Ζακ, και εντυπώθηκε αμέσως στις συνειδήσεις των μελών των σύγχρονων κοινωνιών. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν οι ψυχολόγοι δεν κατάφεραν να απομονώσουν και να εξετάσουν κανένα ανάλογο φαινόμενο αλλά η ιδέα της κρίσης των 50 συνέχισε να απασχολεί εξίσου σημαντικό τμήμα του παγκόσμιου (δυτικού) πληθυσμού.

    Αλλά αποτελεί μια φενάκη γιατί έχει αποδειχτεί πως «βγάζοντας από την εξίσωση συνθήκες όπως το εισόδημα, η απασχόληση, η υγεία και ο γάμος, η ικανοποίηση για τη ζωή μειώνεται από την ηλικία των 20 έως την ηλικία των 50 ετών» ενώ αρχίζει να αυξάνεται στη συνέχεια. Γιατί η όποια κατάπτωση αισθάνονται οι άνθρωποι στα μισά του δρόμου σχετίζεται μερικώς με την «φυσιολογική μετάλλαξη των αξιών μας»: φτάνοντας στη μέση ηλικία σταματάμε να είμαστε ανταγωνιστικοί και φιλόδοξοι, επιδιώκοντας να αφοσιωθούμε στις σχέσεις και τις δραστηριότητες που έχουν μεγαλύτερη σημασία για εμάς. Γιατί όλοι όσοι δηλώνουν ότι υποφέρουν από την κρίση της μέσης ηλικίας συνήθως δεν είναι οι ανικανοποίητοι αλλά οι επιτυχημένοι της ζωής. Γιατί σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση ότι η νεότητα αποτελεί την καλύτερη περίοδο της ζωής ενός ανθρώπου, έρευνες αποδεικνύουν ότι για να φτάσει κάποιος στο απόγειο της συναισθηματικής ζωής του ενδέχεται να πρέπει να περιμένει έως την ηλικία των εξήντα ετών.

    O Μπιλ Μάρεϊ, μεσήλικας σε κρίση, στο «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφίας Κόπολα. Φωτογραφία: Focus Features
  • The New York Times

    Κάτω τα χέρια από τη Μαρίνα

    Ποια είναι η Μαρίνα Γκρος; Τι γνωρίζουμε για τη διερμηνέα του Τραμπ κατά την πρόσφατη συνάντησή του με τον Πούτιν στο Ελσίνκι, την οποία μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος επιθυμούν να ανακρίνουν, τρόπον τινά, ώστε να μάθουν τι ειπώθηκε μεταξύ των δύο ηγετών; Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρουν οι New York Times ζει σε ένα διαμέρισμα στο Άρλινγκτον της Βιρτζίνια, μιλάει –φυσικά- άπταιστα ρωσικά και εργάζεται για λογαριασμό του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών. Έχει εμφανιστεί επίσης στο πλευρό της Λόρα Μπους, το 2008, όταν η πρώην Πρώτη Κυρία βρέθηκε στο Σότσι, και του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον, όταν εκείνος επισκέφτηκε τη Μόσχα το 2017.

    Το αίτημα για κλήτευση του μοναδικού άλλου ανθρώπου, από την πλευρά των ΗΠΑ, που άκουσε όσα είπε ο Τραμπ στον Πούτιν, αποτέλεσε μια κίνηση άνευ προηγουμένου, την οποία μπλόκαραν αμέσως οι Ρεπουμπλικανοί. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ενόχλησε, όπως φαίνεται, πολύ τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες της Μαρίνα Γκρος. «Εύχομαι να πρόκειται απλά για την επιθυμία μερικών μελών του Κογκρέσου», σχολίασε η Γιούλια Τσάπλινα, μια ανεξάρτητη διερμηνέας που ζει στο Παρίσι, διότι η ενδεχόμενη αποκάλυψη όσων ειπώθηκαν στο Ελσίνκι «θα κατέστρεφε, ουσιαστικά, την εμπιστοσύνη στο επάγγελμά μας. Είμαστε χρήσιμοι όσο μεταφράζουμε πιστά, με ακρίβεια και απόλυτη εχεμύθεια».

    Αλλά ακόμα και εάν αποκάλυπτε το περιεχόμενο της συνομιλίας, επισήμανε από την πλευρά της η Στέφανι Βαν Ρέιτζεσμπεργκ, επικεφαλής επί 18 χρόνια του τμήματος διερμηνέων του αμερικανικού ΥΠΕΞ, είναι πολύ πιθανό η μαρτυρία της, ακόμα και οι σημειώσεις που κράτησε κατά τη συνάντηση να μην είναι αξιόπιστες. Γιατί, επισήμανε η αμερικανίδα ειδικός, η εντατική χρήση της βραχυπρόθεσμης μνήμης με στόχο να καταφέρει ο διερμηνέας να ακούσει, να σημειώσει και να μεταφράσει όλα όσα λέγονται, δεν του επιτρέπει να εστιάσει στο γενικό πλαίσιο της όποιας συζήτησης αλλά ούτε και να συγκρατήσει τις λεπτομέρειες. Η στενογραφία «δεν είναι η δουλειά μας», τόνισε.

    Όσον αφορά το ευρύτερο πλαίσιο της πολεμικής που έχει ξεσπάσει, το όλο ζήτημα «αντικατοπτρίζει περισσότερο  την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον πρόεδρο Τραμπ και την κρίση του όταν διαπραγματεύεται με τη Ρωσία», εξήγησε ο Αλεξάντερ Βέρσμποου, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Ρωσία, υπό τον Τζορτζ Μπους, και πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπιλ Κλίντον, χαρακτηρίζοντας, ταυτόχρονα, το αίτημα των Δημοκρατικών «ατυχή απόπειρα πολιτικοποίησης του ρόλου που διαδραματίζει ο διερμηνέας».

    Η Μαρίνα Γκρος επί το έργον στο πλευρό του Ντόναλντ Τραμπ. Φωτογραφία: REUTERS/Kevin Lamarque
  • BBC

    Τα καλά και τα κακά των ανοιχτών γραφείων

    Σχεδιάστηκαν με στόχο να ενθαρρύνουν την επικοινωνία, την αλληλεπίδραση και τη συνεργασία μεταξύ των υπαλλήλων. Αλλά μια νέα πρωτοποριακή μελέτη αποκαλύπτει πως μεταξύ των εργαζόμενων σε ανοιχτά γραφεία, ο χρόνος που αφιερώνεται στην επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο μειώνεται κατά 73% ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται κατά 67% η ανταλλαγή mail και γραπτών μηνυμάτων. Βάση της μελέτης, μας πληροφορεί το BBC (αναδημοσιεύοντας άρθρο του The Conversation), αποτέλεσαν προηγούμενες έρευνες που απέδειξαν ότι στα αποκαλούμενα open-plan offices πολύ συχνά οι υπάλληλοι δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και να εστιάσουν στη δουλειά τους. Πώς, όμως, συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους;

    Είναι αναντίρρητο πως οι ανοιχτοί χώροι εργασίας ευνοούν την αλληλεπίδραση και την άμεση συνεργασία μεταξύ των εργαζόμενων, στοιχεία που αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την επιτυχία μιας επιχείρησης. Αλλά είναι επίσης αδιαμφισβήτητο πως πέρα από την επιδίωξη της συνεργασίας, είναι εξίσου σημαντικό το να μπορεί κανείς να εστιάσει στην προσωπική του εργασία. Και σύμφωνα με τους ειδικούς, όταν οι υπάλληλοι αδυνατούν να συγκεντρωθούν στη δουλειά τους, τείνουν να επικοινωνούν λιγότερο με τους συναδέλφους τους – «όταν η απόσπαση της προσοχής δεν επιτρέπει στους υπαλλήλους να συγκεντρωθούν, οι γνωστικοί και οι συναισθηματικοί πόροι εξαντλούνται. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του άγχους και των λαθών». Δεν μπορούν να συγκεντρωθούν στη δουλειά τους και  μειώνεται η απόδοσή τους και για τον λόγο αυτό καταλήγουν να είναι πιο εσωστρεφείς οι εργαζόμενοι σε ανοιχτά γραφεία.

    Επιπρόσθετα, κάποιες πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν πως  ο αυξανόμενος συνωστισμός στους χώρους εργασίας και ο σταδιακός περιορισμός της ιδωτικότητας αναγκάζουν πολλούς υπαλλήλους να υιοθετούν αμυντική συμπεριφορά προς τους συναδέλφους τους με τους οποίους καταλήγουν συχνά να έχουν τεταμένες σχέσεις.

    Eνας αισθητικά ευχάριστος χώρος εργασίας αυξάνει την αίσθηση εμπιστοσύνης, επισημαίνουν οι ειδικοί, εντός επιχειρήσεων και οργανισμών. Φωτογραφία: Shutterstock
  • The Spectator

    Η έλλειψη υπομονής και η άνοδος του λαϊκισμού

    «Χάνω την υπομονή μου», αποκαλύπτει ο Τζέιμι Μπάρτλετ στο The Spectator, σημειώνοντας πως «η ζωή ήταν κάποτε ένα παιχνίδι αναμονής και η υπομονή δεν αποτελούσε μόνον αρετή αλλά συνήθεια». Σήμερα, ωστόσο, επισημαίνει ο συγγραφέας του «The Dark Net» και του «The People Vs Tech» βιώνουμε τον «θάνατο της υπομονής» καθώς επιδιώκουμε να γίνονται όλα γρήγορα και εύκολα. «Πατάς ένα κουμπί και ένα ταξί εμφανίζεται στο σπίτι σου, πατάς ένα άλλο και έρχεται ένας τεχνίτης ή μια πίτσα. Σύντομα ακόμα και το πάτημα ενός κουμπιού θα θεωρείται περιττός μπελάς. Απλά θα δίνουμε εντολές σε έναν ψηφιακό προσωπικό βοηθό». Η απόλυτη ευκολία και η άμεση ικανοποίηση της όποιας επιθυμίας ή ανάγκης μας, παρότι είναι επιθυμητές, «μας καθιστούν κακούς, ακρατείς ανθρώπους τεμπέληδες».

    Αλλά αυτός ο «θάνατος της υπομονής»  έχει επιφέρει και τον «θάνατο της πολιτικής», υποστηρίζει ο Μπάρτλετ, δεδομένου ότι «η πολιτική πρέπει να είναι μια άσκηση ανεκτικότητας και συμβιβασμού». Το Διαδίκτυο, ωστόσο, μεταλλάσσει ακόμα και αυτήν την θεμελιώδη ιδέα. Γιατί, όπως όταν είμαστε  online τα πάντα είναι «προσωποποιημένα και γίνονται γρήγορα», εξίσου γρήγορα και απλά απαιτούμε να διευθετούνται και τα όποια πολιτικά ζητήματα. «Φυσικά οι πολιτικοί ανταποκρίνονται σε αυτήν την απεγνωσμένη ανάγκη για ταχύτητα», αναφέρει ο βρετανός δημοσιογράφος γιατί πλέον η όποια καθυστέρηση εκλαμβάνεται ως «προσβολή». Εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί το Brexit. «Μας υποσχέθηκαν κάποια μαγική τεχνική για την επίλυση του ζητήματος των συνόρων της Βόρειας Ιρλανδίας, μια εμπορική συμφωνία που θα είναι η “ευκολότερη στην Ιστορία” και νέες συμφωνίες με τον υπόλοιπο κόσμο. Όλοι –οι επιχειρήσεις, η ΕΕ, ο Ντέιβιντ Ντέιβις, οι υποστηρικτές του Brexit, εγώ – χάνουμε την υπομονή μας. Αλλά δίχως υπομονή κατά την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων, θα περάσουμε από την κρίση σε μια αντανακλαστική απάντηση, που θα έχει ως κατάληξη μια κακή συμφωνία».

    Οι μοναδικοί, ωστόσο, που επωφελούνται από τον «θάνατο της υπομονής» είναι οι λαϊκιστές που αντιλήφθηκαν πρώτοι το πνεύμα της εποχής και ανεξάρτητα από το εάν ανήκουν στην Αριστερά ή στη Δεξιά κατέληξαν να είναι εξαιρετικά δημοφιλείς, υποσχόμενοι γρήγορες και εύκολες απαντήσεις σε πολύπλοκα ζητήματα. Ο Τραμπ, για παράδειγμα, υποστηρίζει, μεταξύ όλων των άλλων, πως οι εμπορικοί πόλεμοι «είναι καλοί και μπορούν να κερδηθούν εύκολα».

    Θα μπορέσει ο νέος υπουργός αρμόδιος για το Brexit Ντόμινικ Ράαμπ να επισπεύσει τις διαδικασίες ώστε να ικανοποιήσει τους (μισούς) Βρετανούς; Φωτογραφία: REUTERS/Francois Lenoir



text
  • Brain rot, σήψη μυαλού, η έκφραση της Οξφόρδης για το 2024. Κοινώς αυτό που λέμε εμείς εδώ και χρόνια: «τα μυαλά μας πονάνε»


    2 Δεκεμβρίου 2024, 23:14