Ο θάνατος για τον γηραιό Ντέιβιντ Γκούντολ, τον υπεραιωνόβιο επιστήμονα, τον μεγαλύτερο σε ηλικία σε όλη την Αυστραλία, δεν ήταν θλιβερός, αλλά μια προγραμματισμένη συνεδρία, ένα οριστικοποιημένο ραντεβού χωρίς ενοχλητικές εκπλήξεις – ήταν ευτυχής, ακριβώς όπως η λέξη ευθανασία δηλώνει.
Ο βρετανικής καταγωγής Αυστραλός, σύμφωνα με τον Guardian, αντιμετώπισε προβλήματα με τη νομοθεσία της χώρας του και αναγκάστηκε να μεταβεί στην Ελβετία ώστε να τερματίσει, οικεία βουλήσει μεν, νομίμως δε, τη ζωή του, η οποία είχε φθάσει αισίως τα 104 έτη.
Τις τελευταίες του ώρες ο Γκούντολ τις πέρασε μαζί με τους οικείους του στην ελβετική κλινική όπου ο ίδιος, με το χέρι του, στο τέλος άνοιξε τη στρόφιγγα έγχυσης του δηλητηρίου στη φλέβα του – είχε φροντίσει να γευτεί το αγαπημένο του φαγητό, το τσιπς εν φις και, για επιδόρπιο, ένα τσίζκεϊκ. Η 9η Συμφωνία του Μπετόβεν -η επονομαζόμενη «της χαράς»- πλημμύριζε το δωμάτιο, και ο Γκούντολ την άκουσε ως την τελευταία της νότα.
Βοτανολόγος και περιβαλλοντολόγος στο επάγγελμα, ο Γκούντολ είχε πρωτοστατήσει στις ενέργειες υπέρ της νομιμοποίησης της ευθανασίας στην πατρίδα του και δήλωνε ότι το φιλελεύθερο παράδειγμα της Ελβετίας -όσον αφορά την υποβοηθούμενη αυτοκτονία- πρέπει να ακολουθήσουν και άλλες χώρες, υπό προϋποθέσεις που αφορούν την αναγκαιότητα του εγχειρήματος σε κάθε περίπτωση.
Aν και δεν ήταν άρρωστος στο τελευταίο στάδιο κάποιας αρρώστιας, είχε διαπιστώσει τη ραγδαία επιβάρυνση της όρασης και της κινητικότητάς του, μάλιστα είχε ομολογήσει ότι ο βίος του δεν ήταν ευχάριστος τα τελευταία 10 χρόνια.
Μη πιστεύοντας στη μεταθανάτια ζωή, ο Γκούντολ δεν θέλησε να κηδευθεί με θρησκευτική τελετή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News