Η αρχή έγινε με τη συνθήκη του Παρισιού για το κλίμα. Ακολούθησε η απόφαση για τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στο Ισραήλ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, μετά η μονομερής επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, ενώ στις αρχές της εβδομάδας ο αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε την απόσυρση της χώρας του από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Δυστυχώς, αποτελεί πλέον γεγονός πως οι σχέσεις των ΗΠΑ με τους εταίρους τους στην Ευρώπη θα μπορούσαν να περιγραφούν ως εξής: οι ευρωπαίοι ηγέτες αρχικά επιχειρηματολογούν, στη συνέχεια κολακεύουν και τελικά εκλιπαρούν τον Ντόναλντ Τραμπ να επανεξετάσει τη θέση του όσον αφορά καίρια ζητήματα της διατλαντικής συμμαχίας. Ο αμερικανός πρόεδρος εμφανίζεται να απολαμβάνει τις φιλότιμες προσπάθειές τους, δείχνοντας, μάλιστα, πως θα μπορούσε να μεταπεισθεί, πριν επιλέξει τελικά να ενεργήσει κατά το δοκούν. Και είναι πλέον πασιφανές πως οι σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην ΕΕ είναι τουλάχιστον προβληματικές, με πολλούς αναλυτές να σημειώνουν πως σε μειονεκτική θέση βρίσκονται οι Ευρωπαίοι. Γιατί αυτό που ζητάει ο Τραμπ είναι η απόλυτη συμμόρφωση, αποξενώνοντας ωστόσο έτσι ισχυρούς και στρατηγικούς συμμάχους του, υπό το άγρυπνο βλέμμα της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν, χωρών που καιροφυλακτούν για να καλύψουν το όποιο κενό.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι εξελίξεις όσον αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αρχικά ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και αμέσως μετά η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ μετέβησαν στην Ουάσινγκτον για να ζητήσουν από τον αμερικανό ομόλογό τους να μην αποσυρθεί από τη συμφωνία που επετεύχθη, έπειτα από πολλά χρόνια συνομιλιών, το 2015. Μάταια, ωστόσο, γεγονός που εξοργίζει -καθώς τους ταπεινώνει- τους Ευρωπαίους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το Παρίσι και το Βερολίνο μπορούν να αντιταχθούν με αξιώσεις στις βουλές του Ντόναλντ Τραμπ.
Την ίδια ώρα υπάρχουν, όμως, ενδείξεις πως η «άτολμη» Ευρώπη έχει αρχίσει να χάνει την υπομονή της και ότι αναζητεί μια λύση αλλού, καθώς ο Τραμπ, θέτοντας «πρώτα την Αμερική», δημιουργεί ένα κενό όσον αφορά την ηγεσία της διατλαντικής συμμαχίας, το οποίο, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να καλύψουν.
«Οι σύμμαχοι έχουν ήδη κουραστεί με αυτό, αλλά δεν φαίνεται να έχουν μια εναλλακτική επιλογή. Οι Ευρωπαίοι επέλεξαν να ευχαριστήσουν τον πρόεδρο όχι εκ πεποιθήσεως, αλλά με την ελπίδα ότι θα τον πείσουν. Και ο μοναδικός λόγος που ακολουθούν αυτόν τον ντροπιαστικό δρόμο είναι γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή», δήλωσε στους New York Times ο Τζέρεμι Σαπίρο, πρώην αξιωματούχος καριέρας στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και συνεργάτης, σήμερα, του κέντρου μελετών European Council on Foreign Relations.
Τουλάχιστον προς το παρόν. Γιατί μετά την ανακοίνωση της απόσυρσης των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Βρετανίας δεσμεύτηκαν πως θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για τη διάσωσή της, ενώ την ερχόμενη Δευτέρα πρόκειται να συναντηθούν με ιρανούς αξιωματούχους για να αξιολογήσουν την κατάσταση, όπως ανακοίνωσε ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν.
Υστερα από τηλεφωνική επικοινωνία του Εμανουέλ Μακρόν με τον ιρανό πρόεδρο Χασάν Ρουχανί, το Ελιζέ εξέδωσε ανακοίνωση αναφέροντας πως «επιθυμία της Γαλλίας είναι να συνεχίσει να ενισχύει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν σε όλες τις διαστάσεις της», επισημαίνοντας επίσης «την ανάγκη να πράξει πράξει ανάλογα και το Ιράν». Ομως το ζήτημα για τους Ευρωπαίους δεν αφορά τόσο τη στήριξη της συμφωνίας όσο την αποφασιστικότητά τους να αντιταχθούν στην απόπειρα του Ντόναλντ Τραμπ να την ακυρώσει και, κυρίως, να λάβουν μέτρα για την προστασία των επιχειρήσεων και των τραπεζών τους που συναλλάσσονται με το Ιράν.
Και την ώρα που κάποιοι υποστηρίζουν πως οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο, προσπαθώντας ή μάλλον ελπίζοντας να πείσουν τον Τραμπ και τους συμβούλους του για την ανάγκη σύμπλευσης σε συγκεκριμένα ζητήματα, αρκετοί θεωρούν πως κάτι πρέπει να αλλάξει άμεσα και δραστικά.
Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Κομισιόν, δεν δίστασε να δηλώσει «πως πρέπει να αντικαταστήσουμε τις ΗΠΑ, οι οποίες ως διεθνής δύναμη απώλεσαν το σθένος τους και εξαιτίας αυτού, μακροχρόνια, και την επιρροή τους», τονίζοντας συγχρόνως πως η Ουάσινγκτον «δεν επιθυμεί πλέον να συνεργάζεται με τον υπόλοιπο κόσμο». Αγανακτισμένοι με τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ υπάρχουν ακόμα και στη Βρετανία με την Εμιλι Θορνμπέρι, εκπρόσωπο της επιτροπής εξωτερικής πολιτικής των Εργατικών, να δηλώνει πως ήρθε η ώρα για τους Ευρωπαίους να σταματήσουν «να καλοπιάνουν τον Ντόναλντ Τραμπ».
«Κάποια στιγμή, μετά την πίεση που τους ασκήθηκε για το ΝΑΤΟ, το Παρίσι, την Ιερουσαλήμ, το εμπόριο και, τώρα, για το Ιράν, οι Ευρωπαίοι θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι είναι καλύτερο να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο. Και αυτή η στιγμή πλησιάζει» υποστήριξε από την πλευρά του και ο Ιβο Ντάαλντερ, πρώην αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News