Φορώντας λευκά γάντια, ο Λούντγκερ Ντέρενταλ, διευθυντής του Μουσείου Φωτογραφίας του Βερολίνου, βγάζει μέσα από μια ξύλινη προστατευτική θήκη ένα πράσινο χάρτινο κουτί και μετά αφαιρεί με προσοχή τις φωτογραφίες που εμπεριέχονται στο εσωτερικό του. Απλώνει στη συνέχεια μια σειρά από πορτραίτα της εξαιρετικά ταλαντούχας, όσο και αμφιλεγόμενης, Λένι Ρίφενσταλ πάνω στον πάγκο του εργαστηρίου του βερολινέζικου μουσείου. «Σε αυτές τις θήκες υπάρχουν αντικείμενα που δεν έχει δει κανένας εκτός του στενού κύκλου της Ρίφενσταλ» εξήγησε ο γερμανός επιμελητής στην απεσταλμένη του Guardian στο Βερολίνο, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα έχει στην κατοχή του 700 τέτοιες ξύλινες θήκες, γεμάτες με προσωπικά αντικείμενα της αγαπημένης σκηνοθέτριας του Χίτλερ, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται φωτογραφίες, φιλμ, επιστολές, φορέματα, ακόμα και μαγιό αλλά και μπομπίνες που ανάγονται στα χρόνια της δεκαετίας του 1920.
Σε κοντινή απόσταση από το Μουσείο Φωτογραφίας της γερμανικής πρωτεύουσας βρίσκεται ο ιστορικός κινηματογράφος Ufa-Palast, όπου τη δεκαετία του 1930 πραγματοποιήθηκαν οι πρεμιέρες των έργων «Ο Θρίαμβος της Θέλησης» και «Ολυμπία», των κατεξοχήν, δηλαδή, προπαγανδιστικών ταινιών της γερμανίδας δημιουργού. Τόσο ο Χίτλερ όσο και Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος, θαύμαζαν την ικανότητά της να μεταφέρει τα ιδεώδη του γερμανικού φασισμού στη μεγάλη οθόνη, μέσω της τέχνης της, ούτως ώστε να μεταδίδονται πιο άμεσα στις μάζες.
Η Λένι Ρίφενσταλ απεβίωσε το 2003 στην ηλικία των 101 ετών. Αλλά η κληρονομιά της παρέμεινε στην κατοικία της στις όχθες της λίμνης Στάρνμπεργκ της Βαυαρίας. Εως το 2016, χρονιά κατά την οποία εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ο άνδρας της. Από τότε η περιουσία πέρασε στην κατοχή της Γκίζελα Γιαν, προσωπικής γραμματέα της Ρίφενσταλ, σύμφωνα με την οποία, η φωτογράφος και σκηνοθέτρια είχε εκφράσει την επιθυμία της, κάποια στιγμή να επιστρέψουν τα υπάρχοντά της στο Βερολίνο, στην πόλη όπου γεννήθηκε και δημιούργησε.
Τώρα αναμένεται πως μια ομάδα από γερμανόφωνους ειδικούς στην αρχειοθέτηση και από μελετητές του έργου της Ρίφενσταλ θα ξεκινήσει, σε συνεργασία με το Μουσείο Φωτογραφίας, την Ταινιοθήκη της Γερμανίας και την Εθνική Βιβλιοθήκη, να συνδέει τα κομμάτια της ζωής μιας γυναίκας η οποία, παρότι κατάφερε να οπτικοποιήσει με μοναδικό τρόπο την ουσία του ναζισμού, δεν σταμάτησε έως τον θάνατό της να επιδιώκει να παρουσιάσει τον εαυτό της ως αφελή καλλιτέχνιδα που μπλέχτηκε κατά λάθος στα γρανάζια της ναζιστικής μηχανής.
Πολλοί είναι εκείνοι που ελπίζουν πως μέσω της ενδελεχούς μελέτης του αρχείου της θα αποκαλυφθούν νέα στοιχεία όσον αφορά πολλά επίμαχα ζητήματα σχετικά με το έργο της, όπως το γεγονός, για παράδειγμα, ότι για τις ανάγκες της ταινίας «Tiefland» επέλεξε η ίδια 122 Σίντι και Ρομά από δύο στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων εστάλησαν όλοι στο Αουσβιτς, όπου οι περισσότεροι θανατώθηκαν.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τη σκηνοθέτρια και συγγραφέα Νίνα Γκλάντιτζ, η οποία μόλις ολοκλήρωσε τη συγγραφή ενός βιβλίου για τη Ρίφενσταλ, ελάχιστα νέα στοιχεία θα έρθουν στο φως γιατί πολλά ντοκουμέντα καταστράφηκαν από την ίδια, μετά το 1945, συμπεριλαμβανομένων και κοντινών λήψεων από την εν λόγω ταινία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ταυτοποίηση των δολοφονηθέντων Σίντι και Ρομά και την ενδεχόμενη ενοχοποίηση μιας από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες, όπως έχουν υποστηρίξει πολλοί, της τέχνης της σκηνοθεσίας. «Αυτό το επεισόδιο αγνοήθηκε παντελώς από ακαδημαϊκούς και ιστορικούς του κινηματογράφου. Δεν προσδοκώ πως θα προκύψει κάτι από αυτήν τη μελέτη που θα μπορούσε να ρίξει φως στα εγκλήματά της, γιατί η Ρίφενσταλ κατέβαλε τη μέγιστη προσπάθεια κατά τη διάρκεια της ζωής της ώστε να διατηρήσει ακέραιο τον μύθο της» υποστήριξε.
Κάποιοι άλλοι έσπευσαν να εκφράσουν τη δυσφορία τους γιατί οι φωτογραφίες της Ρίφενσταλ θα καταλήξουν στο ίδιο μουσείο όπου φιλοξενούνται τα έργα του Χέλμουτ Νιούτον, του περίφημου εβραίου φωτογράφου που το 1938 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Ο διευθυντής του μουσείου σημείωσε, ωστόσο, πως η γραμματέας της Ρίφενσταλ, τον διαβεβαίωσε πως οι δύο καλλιτέχνες κατέληξαν τελικά να συνδέονται με δεσμούς φιλίας.
Απόδειξη θα μπορούσε να αποτελεί μια επιστολή στην οποία ο Νιούτον επισημαίνει τα εξής: «Αγαπητή Λένι, φαίνεσαι μαγευτικά λαμπερή και αυτά τα πόδια… η καημένη η Μάρλεν (Ντίτριχ) θα πρασίνιζε από τη ζήλια της». Πολλοί, όμως, κάνουν λόγο για την επιτυχημένη απόπειρα του Νιούτον να κολακεύσει τη γηραιά καλλιτέχνιδα ώστε να δεχτεί να τη φωτογραφίσει για το Vanity Fair. «Πολύ λόγος για τα περί φιλίας μεταξύ των δύο. Επρόκειτο για την τελική εκδίκηση που πήρε ο Νιούτον από την γκραν νταμ του ναζισμού» σχολίασε από την πλευρά της η Νίνα Γκλάντιτζ. Γιατί η φωτογραφία στην οποία η Λένι Ρίφενσταλ απεικονίζεται να βάφει το γηρασμένο πρόσωπό της θεωρήθηκε από πολλούς κάθε άλλο παρά εκθειαστική, περισσότερο ως μια κεκαλυμμένη κριτική για τον ρόλο που διαδραμάτισε στο Τρίτο Ράιχ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News