«Η Ιταλία στερείται θεσμών που να είναι αξιόπιστοι στα μάτια των πολιτών της. Η διαφθορά και o νεποτισμός κυριαρχούν. Δεκαετίες κατάχρησης δημόσιου χρήματος και κακής διακυβέρνησης εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος στο 131% του ΑΕΠ. Δίχως ένα ειλικρινές πολιτικό πλάνο στο πλαίσιο του οποίου οι πολίτες θα αναλάβουν ενεργό ρόλο και δεν θα είναι κουρασμένοι θεατές δεν θα βγούμε από αυτό το χάλι». Αυτά δηλώνει στον Guardian η Σαμπρίνα Γκασπαρίνι, γενική γραμματέας της ιταλικής Ομοσπονδίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, λίγες ημέρες πριν από τις γενικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν την ερχόμενη Κυριακή 4 Μαρτίου.
Όσον αφορά αυτό το χάλι τα στοιχεία που τα συναποτελούν είναι πολλά. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει η ιταλίδα ακτιβίστρια. Καταρχήν υπάρχει και πάλι ο ανεκδιήγητος Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Πολλοί, ξένοι, πολιτικοί αναλυτές έμειναν σχεδόν άναυδοι όταν είδαν τον Σίλβιο να επιστρέφει στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ιταλίας.
Στην ηλικία των 81 ετών και μην όντας εκλέξιμος, λόγω δικαστικής απόφασης του 2013, ο «Καβαλιέρε» ηγείται με πάθος της προεκλογικής εκστρατείας του κόμματός του Forza Italia αλλά και του (ακρο)κεντροδεξιού συνασπισμού που συμμετέχει ως μεγαλύτερο κόμμα. Ενδεικτικό της αποφασιστικότητας και του δυναμισμού του ανθρώπου που έχει διατελέσει ήδη τρεις φορές πρωθυπουργός της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ θα μπoρούσε να εκληφθεί το γεγονός ότι την περασμένη Κυριακή ο Σίλβιο, κατά τη διάρκεια κομματικής συγκέντρωσης, μιλούσε ακατάπαυστα για περισσότερο από δύο ώρες.
Αλλά ο Μπερλουσκόνι δεν είναι ο μοναδικός πολιτικός στην Ιταλία που δεν ντράπηκε να επιστρέψει στο δημόσιο βίο παρότι απώλεσε την αξιοπιστία του εδώ και πολύ καιρό. Ο Ρομπέρτο Φορμίγκονι, πρώην πρόεδρος της Λομβαρδίας, που καταδικάστηκε το 2016 σε έξι χρόνια κάθειρξης για διαφθορά ενώ τώρα αναμένει την ολοκλήρωση και άλλων δικών, αποτελεί ένα ακόμα τρανταχτό παράδειγμα. Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι ο ιταλικός λαός τα γνωρίζει όλα αυτά, αλλά δείχνει απλώς να αδιαφορεί.
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό σε μια προηγμένη, τόσο οικονομικά (παρά τα πολλά προβλήματα) όσο και πολιτισμικά, χώρα; Σύμφωνα με την Γκασπαρίνι, η απάντηση έγκειται στην Ιστορία. Η Ιταλία – εξηγεί – ενώθηκε μόλις το 1861 και αμέσως μετά ο πολιτικός και διανοούμενος Μάσιμο ντ’ Ατζέλιο δήλωσε «φτιάξαμε την Ιταλία και, τώρα, θα πρέπει να φτιάξουμε και τους Ιταλούς», επισημαίνοντας με τη διάσημη αυτή δήλωσή του τις δυσκολίες όσον αφορά τη δημιουργία μιας εθνικής ταυτότητας βασισμένης στις αρχές που γεννήθηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση.
Αλλά η έκκλησή του δεν εισακούστηκε για πολλά χρόνια. Έως την επικράτηση του φασισμού στην Ιταλία. Κατά την πιο σκοτεινή περίοδο της ιταλικής Ιστορίας, το καθεστώς του Μουσολίνι αποπειράθηκε να εξαναγκάσει τους Ιταλούς και τις Ιταλίδες να αγαπήσουν την πατρίδα τους όπως αυτή νοούνταν σύμφωνα με τις αρχές μιας απολυταρχικής και δολοφονικής ιδεολογίας. Η συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή και τον λαό στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
«Αλλά αυτό ενδέχεται να μην υπήρξε το χειρότερο κακό. Παρότι η ανοικοδόμηση της χώρας μετά τον πόλεμο οδήγησε στο “ιταλικό οικονομικό θαύμα”, οι ψυχολογικές επιπτώσεις του φασισμού αποδείχτηκαν καταστροφικές», υποστηρίζει η Γκασπαρίνι, επισημαίνοντας πως οι Ιταλοί κληρονόμησαν από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο «μια συλλογική αίσθηση ντροπής, η οποία δυστυχώς λησμονήθηκε γρήγορα».
Ντροπή γιατί επέτρεψαν τον αφανισμό των Εβραίων της Ιταλίας, ντροπή και γιατί εκτέλεσαν τον Μουσολίνι και την ερωμένη του, αντί να τους παραδώσουν στη Δικαιοσύνη, ντροπή γιατί συγκαταλέγονταν μεταξύ των μεγάλων ηττημένων του πολέμου. Αλλά η μεταπολεμική περίοδος πρόσφερε μια δημοκρατική ευκαιρία στους Ιταλούς. Η νέα ιταλική Δημοκρατία επρόκειτο, τουλάχιστον θεωρητικά, όχι μόνο να επιτρέψει αλλά και να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των απλών πολιτών στα κοινά ενώ η ελευθερία του λόγου και η ελευθερία της συνάθροισης θα έθεταν τις βάσεις για την έναρξη ενός παραγωγικού δημόσιου διαλόγου.
Στην πορεία, ωστόσο, τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Κατά τις επόμενες δεκαετίες τα πολιτικά κόμματα παρέκκλιναν από την πορεία που όφειλαν να ακολουθήσουν με σημείο αναφοράς το Σύνταγμα, μην επιτρέποντας στους πολίτες να συμμετάσχουν, με δημοκρατικό τρόπο, στη διαμόρφωση και την έκφραση της όποιας εθνικής πολιτικής. Το αποτέλεσμα ήταν να εγκαθιδρυθεί στην Ιταλία όχι μια λειτουργική δημοκρατία αλλά μια νοσηρή κομματοκρατία.
Έτσι, ένα καρκίνωμα ξεκίνησε να εξαπλώνεται σε πολλούς βασικούς τομείς του δημόσιου βίου, όπως η οικονομία, τα ΜΜΕ και η δικαστική εξουσία. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά και το αναλογικό του εκλογικού συστήματος της Ιταλίας, το οποίο με τον καιρό εξελίχτηκε σε θεμέλιο της κυβερνητικής αστάθειας στη χώρα. «Η συνέπεια ήταν να συνηθίσουν οι Ιταλοί να ψηφίζουν δίχως την παραμικρή ιδέα για το τι πρόκειται να επακολουθήσει», αναφέρει η Γκασπαρίνι.
Η χώρα έφτασε σε ένα σημείο καμπής το 1991, τρία χρόνια πριν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι κερδίσει για πρώτη φορά την πρωθυπουργία. Κατά τη διάρκεια μιας από τις τελευταίες περιόδους μαζικού ενθουσιασμού για την πολιτική, πραγματοποιήθηκε ένα δημοψήφισμα για την κατάργηση ή μη της απλής αναλογικής για την εκλογή των μελών της Γερουσίας. Περισσότερο από το 95% των Ιταλών ψήφισαν «Ναι» στην προτεινόμενη αλλαγή, υπέρ ενός πλειοψηφικού συστήματος. Αλλά τελικά ψηφίστηκε ένας νόμος που δεν σεβόταν την λαϊκή ετυμηγορία και θεσπίστηκε ένας υβριδικός εκλογικός μηχανισμός που κάθε άλλο παρά επέλυσε τον βραχνά της πολιτικής αστάθειας, ένα ζήτημα που ταλανίζει επί δεκαετίες την ιταλική πολιτική.
Η αδιαφορία του κόσμου για την πολιτική μεταλλάχτηκε σε κούραση και απόγνωση για εκατομμύρια ανθρώπους κατά τη διάρκεια των ετών της κρίσης. Σήμερα, όμως, αυτό που ανησυχεί περισσότερο την Γκασπαρίνι είναι η άνοδος του αντιμεταναστευτικού ρατσισμού.
Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη γιατί ακόμα και μορφωμένοι, πολιτισμένοι άνθρωποι αποδέχονται τη ρητορική της Δεξιάς του Μπερλουσκόνι και των συμμάχων του και του Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S). Το ότι το λαϊκιστικό κόμμα που ίδρυσε ο κωμικός Μπέπε Γκρίλο διαδίδει ψευδείς ειδήσεις, ακόμα και μέσω της παραπομπής σε προπαγανδιστικές ιστοσελίδες που συνδέονται με τη Ρωσία, είναι γνωστό.
Αλλά το μεγαλύτερο επίτευγμα του M5S έγκειται στο ότι κατάφερε να ενσταλάξει ένα νέο είδος κυνισμού στην πολιτική και να αναβιώσει μια φασιστική νοοτροπία. «Περισσότερα από 70 χρόνια μετά η γοητεία του φασισμού εξακολουθεί να επιβιώνει σε τμήματα του πληθυσμού. Μετά από χρόνια πολέμου, κανένας δεν θα μπορούσε να τολμήσει να εκφράσει φασιστικές ιδέες αλλά, με το πέρασμα του χρόνου, φαίνεται πως οι άνθρωποι ξέχασαν. Οι πολιτικοί ξεκίνησαν να διατυπώνουν απόψεις μισαλλόδοξες και γεμάτες μίσος, δίχως ίχνος ντροπής», υπενθυμίζει η Γκασπαρίνι.
Πριν από ένα χρόνο ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά, απηύθυνε έκκληση για μια «μαζική εκκαθάριση της Ιταλίας, από δρόμο σε δρόμο, από γειτονιά σε γειτονιά, από πλατεία σε πλατεία, και μέσω της χρήσης δύναμης εάν χρειαστεί». Στις αρχές του μήνα, ένας ακροδεξιός στην πόλη Ματσεράτα, πρώην υποψήφιος της Λέγκας, άνοιξε πυρ κατά μεταναστών.
Και σε πολιτικό επίπεδο, ο (ακρο)κεντροδεξιός συνασπισμός του Μπερλουσκόνι στον οποίο συμμετέχει και η Λέγκα του Βορρά και το εξίσου ακροδεξιό, ξενοφοβικό και αντιμεταναστευτικό κόμμα «Αδέλφια της Ιταλίας», με επικεφαλής την Τζόρτζια Μελόνι, δεσμεύονται για την απέλαση (600.000) παράτυπων μεταναστών, την επαναφορά των συνοριακών ελέγχων και την «υποβοηθούμενη» απώθηση των σκαφών που μεταφέρουν πρόσφυγες και μετανάστες προς την Ιταλία.
Θα μπορούσε, οπότε, να γίνει λόγος για μια ανησυχητική αναβίωση του φασισμού στην Ιταλία; Ως απάντηση θα μπορούσε να σημειωθεί μονάχα ότι στο τέλος του 2017, η ιστορική εφημερίδα Il Tempo που πρόσκειται στην Κεντροδεξιά ανακήρυξε δικό της «πρόσωπο της χρονιάς» τον Μπενίτο Μουσολίνι. Και δεν επρόκειτο για κάποιο αστείο καθώς κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, κάθε εβδομάδα στη δημοσιογραφική ατζέντα της Ιταλίας υπήρχε κάποια αναφορά στον Ντούτσε. Και πριν από μερικές εβδομάδες στη Φλωρεντία, αναφέρει ο Guardian, ακόμα και ένας πολιτικός της Αριστεράς δήλωσε ότι «κανένας σε αυτήν τη χώρα δεν έκανε περισσότερα από τον Μουσολίνι». Σήμερα, 73 χρόνια μετά το θάνατό του, πάρα πολλοί Ιταλοί θαυμάζουν τον Μουσολίνι περισσότερο ακόμα και από τον Μαντσίνι και τον Γκαριμπάλντι, τους κύριους πρωταγωνιστές στους αγώνες για την ένωση της Ιταλίας.
Όσον αφορά τώρα την αναμέτρηση της Κυριακής, σύμφωνα με τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις πριν από την επιβολή της «δημοσκοπικής» σιωπής στην αρχή της προηγούμενης εβδομάδας, πρώτο κόμμα έρχεται το Κίνημα 5 Αστέρων ενώ σε επίπεδο συνασπισμών προηγείται η Κεντροδεξιά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Την Δευτέρα, ο Σιμόνε ντι Στέφανο, επικεφαλής των «φασιστών της τρίτης χιλιετίας» της Ιταλίας που πρόσκεινται στο κόμμα CasaPound, δήλωσε πως θα στηρίξει μια κυβέρνηση της Κεντροδεξιάς με πρωθυπουργό τον ηγέτη της Λέγκας Ματέο Σαλβίνι. «Μετά την 5η Μαρτίου θα συναντήσω τους πάντες», απάντησε εκείνος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News