Η γλώσσα μας είναι η χαρτογράφηση των συναισθημάτων μας. Ή όπως λέει ο εθνικός μας «χαρτογράφος», ο καθηγητής Γλωσσολογίας Γιώργος Μπαμπινιώτης, «η γλώσσα μας είναι οι βεβαιότητες μας, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό είναι η κυμαινόμενη αβεβαιότητα μας…».
Μετά από εννέα Λεξικά, 12.500 σελίδες και πενήντα χρόνια ενεργού ενασχόλησης με τη γλώσσα ο πρώην πρύτανης, πρώην υπουργός, πρώην… (εδώ με διορθώνει και συμπληρώνει «απλά δάσκαλος»), φέρνει στην εκδοτική επιφάνεια μια Γραμματική. Μια Γραμματική όχι για επιστήμονες, αλλά για μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς.
Γιατί; Μα «για να μπορέσω να περάσω στο σχολείο όπου χτίζεται η γλωσσική παιδεία μας και στους εκπαιδευτικούς μας που την διδάσκουν την αγάπη για τη γλώσσα». «Υπάρχει μια πνευματική παγίδα σε σχέση με τη γλώσσα» προσθέτει. «Πέρα από τις λέξεις, υπάρχει η πιο καίρια πλευρά της γλώσσας, ο μηχανισμός της γραμματικής και της σύνταξης».
«Σαν να λέμε δηλαδή, ένας μηχανισμός που έχει σχέση με τον τρόπο που σκεφτόμαστε» μοιάζει η πρώτη φυσική παρατήρηση από την πλευρά μου. «Ακριβώς» απαντά εκείνος, «η τριαδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο κόσμος μας, τα όντα. Ο νους μας, οι έννοιες. Η γλώσσα μας, η μορφή των εννοιών».
– Οι αντιθέσεις μας;
– «Ο κάθε λαός προσλαμβάνει, ταξινομεί και εκφράζεται διαφορετικά μέσω της γλώσσας. Κάθε γλώσσα είναι μια διαφορετική ταξινομία του κόσμου. Όπως λέει ο Βίτγκενστάιν, η γλώσσα μου είναι ο κόσμος μου. Ό,τι αντιλαμβάνεται ο νους μου και ό,τι αισθάνεται η ψυχή μου».
– Αρα όταν μιλάμε απελευθερωνόμαστε
– «Η γλώσσα είναι ελευθερία. Και η μεγαλύτερη ελευθερία στη γλώσσα είναι η ποίηση. Γιατί σπάει τα όρια της συμβατικότητας».
Οπότε τελικά αυτή η Γραμματική δεν είναι μια γραμματική για να μάθεις πώς κλίνονται τα ρήματα και τα ονόματα, αλλά μια γραμματική που εξηγεί τον μηχανισμό της γλώσσας, για την οποία ο δημιουργός της λέει ότι την δούλευε συνολικά πέντε χρόνια. Και ίσως είναι μια άλλη παιδαγωγική μέθοδος, ένα μάθημα επιμόρφωσης, από εκείνα που ζητούν επί χρόνια οι εκπαιδευτικοί από το υπουργείο Παιδείας.
Μιλώντας όμως για τη γλώσσα, φτάνουμε τελικά στο «ελληνικό όνειρο» και την ανάγκη κάθε οικογένειας να σπουδάσει το παιδί της στο πανεπιστήμιο, στις αλήθειες και τα ψέματα που οδήγησαν τον ελληνικό λαό στην σημερινή πραγματικότητα και στις λέξεις της κρίσης, την «ματαίωση», την «απογοήτευση» , την «πτώση» (στην ποιότητα της εκπαίδευσης, στις ανθρώπινες σχέσεις) και στο «πικρό παραμύθι για μεγάλους» που άκουσε ο ελληνικός λαός τα τελευταία χρόνια.
«Είδαμε τις αλήθειες και τα ψέματα και αυτό είναι μέγα δίδαγμα για ένα λαό, πικρό δίδαγμα, που όμως στο χέρι του είναι τώρα να μπορέσει να το νοιώσει και να το αξιοποιήσει» λέει ο ίδιος.
Εχοντας δε περάσει από όλες τις θέσεις που θα χαρακτήριζε άνετα κανείς ως «ηλεκτρική καρέκλα», την θέση του πρύτανη, του υπουργού, της έκθεσης στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, την «ευγενή» θέση του αρθρογράφου, ο κ. Μπαμπινιώτης σήμερα λέει ότι «ένας ιδεολόγος δεν έχει θέση στην πολιτική».
«Για εμένα η θέση του υπουργού που πήρα στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Παπαδήμου, όπου όλοι προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι για να βοηθήσουμε τη χώρα, ήταν τιμητική, αλλά τελικά μια πικρή εμπειρία. Φυσικά δεν με ενδιέφερε η πολιτική ή η καριέρα σ’ αυτήν, ήταν για εμένα απλά μια υπηρεσία, μια θητεία. Ωστόσο ναι, στο χώρο της πολιτικής δεν είναι εύκολο να κάνεις τα πράγματα που γνώριζες, γιατί επικρατούν άλλες σκέψεις, άλλες λογικές».
Ο συνομιλητής μας έγινε πρωτοβάθμιος καθηγητής στα 34 του χρόνια, πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο, αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για την περίοδο πριν από το 1982, οπότε ο πρώτος νόμος- πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ άλλαξε την εικόνα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα. Την άλλαξε προς το καλύτερο; «Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε μια χαλάρωση και ένα άνοιγμα που όμως ήταν υπερβολικά γρήγορο και ανώριμο και έφερε ένα άλλο κόσμο στα πανεπιστήμια. Βέβαια, στο πανεπιστήμιο, όπως λέω πάντα, δεν μετράει μόνο ο τίτλος, αλλά το ποιος είσαι» απαντά.
Ποιος όμως είναι ο άνθρωπος που έχει μπει στα σπίτια μας και που τα λεξικά του βρίσκονται στις βιβλιοθήκες μας;
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια κεντρική συνοικία τής Αθήνας, στην Πλατεία Κουμουνδούρου (η οποία και πήρε το όνομά της από την οικία Κουμουνδούρου, ένα περίλαμπρο νεοκλασικό κτίριο, όπου στεγάστηκε επί χρόνια το 9ο Γυμνάσιο Αρρένων).
Όμως το πατρικό του σπίτι, όπου και γεννήθηκε, ήταν στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Ακαδήμου, απέναντι από το παλιό Βρεφοκομείο και νυν Δημοτική Πινακοθήκη (εκεί ήταν τα τελευταία χρόνια η μουσική σκηνή «Μεταξουργείο» τού Λουκιανού Κηλαηδόνη και τής Αννας Βαγενά).
Η ευρύτερη γειτονιά του ήταν η περιοχή μεταξύ Ψυρρή και Μεταξουργείου, Ομόνοιας, Θησείου και Κεραμεικού. Μια περιοχή, την περίοδο εκείνη, με θέατρα (Βέμπο), κινηματογράφους (Κόσμος, Λαού, Αλκαζάρ), παλιές ταβέρνες, δημόσια Δημοτικά και Γυμνάσια και κτίρια που δεν υπάρχουν πια (όπως το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα που έγινε πολυκατοικίες και, τελευταία, κινέζικη συνοικία).
Εκεί και πήγε σχολείο. Στο 9ο Γυμνάσιο (αρκετοί πανεπιστημιακοί καθηγητές, δικαστικοί, ποιητές, πρέσβεις και πολιτικοί ακόμη, όπως ο συμμαθητής του Αλέκος Φλαμπουράρης, φοίτησαν σε αυτό το δημόσιο Γυμνάσιο που είχε πολύ καλούς καθηγητές).
Στην συνέχεια σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή τού πανεπιστημίου Αθηνών με στροφή προς τη Γλωσσολογία, έκανε το διδακτορικό του στη Γλωσσολογία και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (Κολωνία).
Ο Γ. Μπαμπινιώτης συνηθίζει να λέει ότι «δεν πρέπει ποτέ να απογοητεύουμε τα παιδιά».
Τι έλεγε ο δικός του πατέρας; «Ο πατέρας μου ήταν γιατρός, παθολόγος-παιδίατρος, υπήρξε δε πραγματικός “οικογενειακός γιατρός”, που έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τον κόσμο» διηγείται. «Παντρεύτηκε (σε δεύτερο γάμο) τη μητέρα μου Φλώρα, το γένος Κουκή, και σε μεγάλη ηλικία απέκτησαν δύο αγόρια, τον μεγαλύτερο αδελφό μου (πλοίαρχο τού εμπορικού ναυτικού, ο οποίος δεν ζει πια) και εμένα. Ο πατέρας μου δεν με επίεσε να γίνω γιατρός, έτσι ακολούθησα ελεύθερα αυτό που μού άρεσε από το Γυμνάσιο, τη γλώσσα και τα κείμενα (άλλωστε στο Γυμνάσιο εξέδιδα την εφημερίδα τού Γυμνασίου, το «Μαθητικόν Σάλπισμα», γράφοντας… τα κύρια άρθρα !)».
Με τη σύζυγό του, τη Ροδάνθη, γνωρίστηκαν ως φοιτητές και παντρεύτηκαν το 1965 , μετρούν ήδη 52 χρόνια κοινής ζωής και έχουν δυο παιδιά, τον Δημήτρη που είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και τη Φλωρίτα που είναι φιλόλογος με εξειδίκευση στη Θεατρολογία και τη Γλωσσολογία. Από τον Δημήτρη έχει και τρία μικρά εγγόνια (Αθηνά, Ροδάνθη και Δήμητρα).
Το πρώτο του σπίτι το νοίκιασε στην οδό Ιπποκράτους 152. Μετά μετακινήθηκε με τη γυναίκα του στην οδό Καλλιδρομίου και εν συνεχεία απέκτησαν δικό τους διαμέρισμα στην Αγία Παρασκευή, μέχρι να εγκατασταθεί μόνιμα στην Κάτω Κηφισιά.
Πάντως, τα περισσότερα χρόνια του στην πρώτη περίοδο της δουλειάς του τα πέρασε στο πανεπιστημιακό κτίριο τής Ιπποκράτους 33, όπου ήταν τα γραφεία και το Σπουδαστήριο Γλωσσολογίας. Δίδαξε πολλά χρόνια στο Αμφιθέατρο Παπαρρηγοπούλου και σε παρακείμενες αίθουσες του πανεπιστημίου στη Σόλωνος (που ανακαίνισε και τελικά ως Πρύτανης, προσθέτοντας ένα ακόμη κτίριο 20 αιθουσών για τη Νομική), μέχρι να μεταφερθούν οι εγκαταστάσεις του Ιδρύματος στην Πανεπιστημιούπολη της περιοχής Ζωγράφου, όπου δίδαξε επίσης αρκετά χρόνια.
Πώς στράφηκε στη Γλωσσολογία; Ο ίδιος απαντάει: «Οταν ο δάσκαλός μας, ο καθηγητής τής γλωσσολογίας Γεώργιος Κουρμούλης, το 1960 κάλεσε από το αμφιθέατρο τους φοιτητές που θέλουν να συμμετάσχουν σε ένα σεμινάριο που θα έκανε για τη Γραμμική Γραφή Β’ η οποία είχε πρόσφατα αποκρυπτογραφηθεί από τον Βέντρις, στο οποίο και τελικά συμμετείχα».
Για τα επόμενα χρόνια; Καθηγητής τής Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών (1973-2006), Ομότιμος (από το 2006) και Επίτιμος (από το 2007) καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διοίκησε το Πανεπιστήμιο Αθηνών ως Πρύτανης επί δύο συνεχείς θητείες (2000-2006) και διετέλεσε εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Παπαδήμου (2012).
Τακτικό μέλος τής «European Academy of Sciences and Arts»(έδρα στο Salzburg) και τακτικό μέλος τής Societas Linguistica Europaea. Από το 1987 πρόεδρος των των Αρσακείων Σχολείων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ιωάννινα και Τίρανα), διεξήγαγε τον Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία (2009), διοίκησε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Ελλάδος (1990-1993), πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού (2006-2011), μέλος του ΔΣ του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» και του ΔΣ του Παραρτήματος του Ωνασείου στη Ν. Υόρκη (έως το 2015) και πρόεδρος ή μέλος πολλών άλλων επιστημονικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών Οργανισμών…
Ποια είναι η πικρή γεύση που του έχει μείνει; «Η πικρή γεύση τού να μην ολοκληρωθεί η προσπάθειά μου να βοηθήσω από τη θέση του υπουργού Παιδείας».
Η πιο ευτυχής; Ό,τι έχει να κάνει με τα παιδιά. «Και επειδή η γλώσσα είναι θέμα επιλογών, να εστιάζουμε πάντα σ’ αυτά που δημιουργούν πηγές χαράς και απόλαυσης» συμβουλεύει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News