Οι παλιοί τον περιγράφουν ως τον… Μέσι της εποχής. Της ρομαντικής εποχής του ημιεπαγγελματικού ελληνικού ποδοσφαίρου των ’50s. «Δεκάρι» σαν κι αυτόν, λένε, δεν (ξανα)είδαμε στα μέρη μας – με όλο τον σεβασμό στον τεράστιο Μίμη Δομάζο. Οσοι δεν τον ζήσαμε στο γήπεδο, δεν μπορούμε να τους επιβεβαιώσουμε, ούτε να τους διαψεύσουμε. Τα μυθικά κατορθώματα του Θανάση Μπέμπη, ο οποίος «έφυγε» την Κυριακή πλήρης ημερών, διασώζονται μόνο στις μνήμες τους – και σε ελάχιστες, ξεθωριασμένες κινηματογραφικές εικόνες που άντεξαν στον Χρόνο.
Στην κοψιά «του έφερνε» πολύ, ούτε συζήτηση. Ηταν μικρόσωμος (1,64 ύψος), λεπτός, αεικίνητος, με σπινθηροβόλο βλέμμα και μ’ ένα τσουλούφι στο πίσω μέρος της κεφαλής του που -διάβολε- έστεκε ακίνητο ακόμη κι όταν εκείνος έτρεχε σαν τον άνεμο, ντριμπλάροντας όποιον έβρισκε μπροστά του, ή στριφογύριζε, ζαλίζοντας τον αντίπαλο. Δημιουργός μέγας, αλλά και εκτελεστής. Κυρίως, όμως, δημιουργός.
Ο «Πινόκιο» -αυτό ήταν το παρατσούκλι του, λόγω της πονηριάς και της ευρηματικότητας που είχε στο παιχνίδι του- θεωρείται ως ο κορυφαίος επιτελικός μέσος που ανέδειξαν τα ελληνικά γήπεδα. Υπήρξε ίνδαλμα για τους μεταγενέστερους που αγωνίστηκαν σε αυτή τη θέση, ακόμη και για τον «στρατηγό» του Παναθηναϊκού, τον Δομάζο, αν και ο Μπέμπης ήταν φανατικός Ολυμπιακός – όχι μόνον εμβληματικός ποδοσφαιριστής του. Φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα σχεδόν σε ολόκληρη την καριέρα του: από το 1949 που πάτησε το πόδι του στο παλιό «Καραϊσκάκη», μέχρι το 1963 που έφυγε για τον Βύζαντα Μεγάρων (στη Β’ Εθνική), ένα χρόνο προτού εγκαταλείψει την ενεργό δράση. Με εξαίρεση τη σεζόν 1953-1954, όταν η κόντρα του με τη διοίκηση -για οικονομικούς λόγους- τον άφησε εκτός ομάδας.
Εξαιρετικός ντριμπλέρ -με ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο προσποιήσεων-, ταχύτατος, με άψογο κοντρόλ, φοβερές μπροστινές μπαλιές (που σπάνιζαν εκείνη την εποχή) ή σέντρες ακριβείας, ξεσήκωνε το γήπεδο. Ιδίως στα πεντάλεπτα έπειτα από κάθε γκολ του Ολυμπιακού, αναζητούσε -και έβρισκε- απίθανους τρόπους να εκθέτει τους προσωπικούς του αντιπάλους. Τους περνούσε σαν σταματημένους, και η εξέδρα εκστασιαζόταν. Επαιζε με το κεφάλι ψηλά και «έβλεπε» γήπεδο. Αυτό, κυρίως, ήταν το χαρακτηριστικό που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους ονομαστούς συμπαίκτες του (Σιδέρης, Πολυχρονίου, Ρωσίδης, Μουράτης, Κοτρίδης, Θεοδωρίδης, Δαρίβας, Δρόσος, Υφαντής…), αλλά και απ’ όλους τους ποδοσφαιριστές της γενιάς του.
Μπορούσε να πάρει την μπάλα από τη μεγάλη περιοχή του Ολυμπιακού και να φτάσει στην αντίπαλη, χάρη στο ελαφρύ του κορμί αλλά και στην παροιμιώδη αντοχή του. Δεν κάπνιζε, δεν έπινε αλκοόλ, δεν ξενυχτούσε. Στις εννέα το βράδυ έπεφτε για ύπνο. Ηταν το «μυστικό» της ανεξάντλητης ενέργειάς του, αλλά και της μακροζωίας του. Εβαζε και γκολ. Οχι με τη συχνότητα του Σιδέρη, αλλά αρκετά – και κρίσιμα. Αυτός ο μικρός στο μάτι άνθρωπος ήταν ένας γίγαντας ψυχής. Ηγέτης, πεισματάρης, με εκρηκτικό ταμπεραμέντο και «τσαμπουκά». Δεν έχανε ευκαιρία να χώνεται στους διαπληκτισμούς, κι όταν η κατάσταση γινόταν επικίνδυνη, έτρεχε να βρει καταφύγιο πίσω από ευμεγέθεις συμπαίκτες του, όπως ο Μπάμπης Κοτρίδης ή ο Θανάσης Σούλης. Σωστή «αλεπού». Και πλακατζής από τους λίγους, έκανε τα αποδυτήρια άνω – κάτω. Ο εριστικός χαρακτήρας του ήταν το μέγα της ζωής του ελάττωμα. Σε αυτόν οφείλονταν και οι έντονες διακυμάνσεις στην απόδοσή του.
Τον Μάρτιο του 1960 ένας από τους πιο γνωστούς αθλητικούς συντάκτες της εποχής, ο Γιάννης Βανδώρος, δημοσίευσε στην ΟΜΑΔΑ μαθήματα ντρίμπλας από τον μετρ του είδους, τον Μπέμπη, ο οποίος -υπό τον τίτλο «Πώς ντριμπλάρω τον αντίπαλο»- εξηγούσε: «Πριν ακόμα με πλησιάσει πολύ ο αντίπαλος, έχω φροντίσει να προσποιηθώ ότι θα κλωτσήσω την μπάλα στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που σκέπτομαι. Ετσι ο άλλος γελιέται, κάνει κίνηση προς τα πλάγια και αρχίζει η ντρίμπλα. Ο αντίπαλος δεν είναι τόσο βλάκας. Γρήγορα βρίσκει την ψυχραιμία του και προσπαθεί να μου κόψει τον δρόμο. Τον ξεγελώ, όμως, πάλι, περνώντας την μπάλα κάτω από τα πόδια μου, σπρώχνοντάς την πλάγια με το εσωτερικό του αριστερού ποδιού. Αμέσως μετά στρέφω το σώμα μου πλάγια, αναγκάζοντας τον αντίπαλο, ή να χάσει την ισορροπία του, ή να προσπαθήσει να μου βάλει τρικλοποδιά, την οποία, όμως, προβλέπω πάντα και πάντα αποφεύγω. Το αποφασιστικό σημείο της ντρίμπλας: ο αντίπαλος πρέπει να ξεγελαστεί τόσο, ώστε να… ψάχνει για την μπάλα πίσω από μένα. Οποτε το καταφέρω αυτό, η ντρίμπλα μου θεωρείται επιτυχημένη».
Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, τρία χρόνια μετά τον Ολυμπιακό, στα Πετράλωνα. Πρωτόπαιξε μπάλα στα Πράσινα Πουλιά, μία άσημη ομάδα της περιοχής, κι έπειτα στον γειτονικό Ακράτητο Ανω Πετραλώνων. Στον Φωστήρα του Ταύρου μετακινήθηκε το 1947, και σύντομα αποτέλεσε μέλος της περίφημης πεντάδας των επιθετικών του που, αργότερα, τον καθιέρωσαν ως «φονέα των γιγάντων». Στον Ολυμπιακό εντάχθηκε με τρόπο αρκετά περιπετειώδη. Στις 12 Ιουλίου 1948 είχε υπογράψει ένα χαρτί που ανέφερε: «Δηλώ ότι θα είμαι πιστός ακόλουθός του και ουδέποτε θα εγκαταλείψω τον αγαπημένο μου σύλλογο, Φωστήρα». Αλλά, το επόμενο καλοκαίρι, κατηγόρησε τη διοίκηση της ομάδας του για πλαστογραφία, αναιρώντας τη δήλωση πίστης του στον Φωστήρα. Η υπόθεση κατέληξε στα δικαστήρια, όμως άκρη δεν βγήκε. Ο Μπέμπης έφυγε για τον Πειραιά, χωρίς τη συναίνεση του συλλόγου του, και αυτό του κόστισε έναν μακροχρόνιο αποκλεισμό από τους επίσημους αγώνες, που καθυστέρησε το ντεμπούτο του στον Ολυμπιακό.
Στην Εθνική (1950-1959) συμπλήρωσε 17 συμμετοχές, αριθμός πολύ μεγάλος εάν σκεφτεί κανείς ότι, εκείνη την εποχή, η Εθνική έδινε μόνον ένα δύο παιχνίδια το χρόνο. Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε έξι Πρωταθλήματα και εννέα Κύπελλα Ελλάδος, οκτώ Πρωταθλήματα Πειραιώς και ένα Βαλκανικό Κύπελλο (1963). Πρόλαβε να αγωνιστεί στα τέσσερα πρώτα χρόνια της Α’ Εθνικής (1959-1963). Μόλις κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια (1964), σπούδασε προπονητική.
Ο Ολυμπιακός τον κάλεσε σε βοήθεια τέσσερις φορές. Η πρώτη ήταν προς το τέλος της σεζόν 1968-1969, για να βάλει τάξη στο χάος που είχε αφήσει πίσω του ο Λιούμπισα Σπάιτς. Το 1979-1980, κατά την παρθενική χρονιά του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, ο Σταύρος Νταϊφάς αποφάσισε να διώξει τον Τόζα Βεσελίνοβιτς και να φέρει τον Κάζιμιρ Γκόρσκι. Στο ενδιάμεσο, σε τρεις αγώνες, κάθησε στον πάγκο ο Μπέμπης. Το 1983-1984, ο Χάιντς Χέερ απολύθηκε, και για μία αγωνιστική ανέλαβε ο Μπέμπης, προτού έρθει ο Νίκος Αλέφαντος. Λίγες εβδομάδες αργότερα, που έφυγε και ο Αλέφαντος, ο Μπέμπης κλήθηκε να καθοδηγήσει την ομάδα μέχρι το τέλος της σεζόν. Το 1984-1985 εργάστηκε, πάλι, ως υπηρεσιακός τεχνικός, αυτή τη φορά στη θέση του Γκέοργκ Κέσλερ που αποχώρησε την 25η αγωνιστική.
Τον Οκτώβριο του 2012, σε μία από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του, ο Μπέμπης βραβεύτηκε από τον Ολυμπιακό και τον Φωστήρα. Πριν από την έναρξη της φιλικής αναμέτρησης των δύο ομάδων, ο υπέργηρος πρώην ποδοσφαιριστής γονάτισε και ασπάστηκε την ερυθρόλευκη σημαία, ξεσπώντας σε δάκρυα. Οι νεώτεροι οπαδοί του Ολυμπιακού τον κοιτούσαν κατάπληκτοι. Γιατί, εκτός από τον Θανάση Μπέμπη, δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν και την τόσο διαφορετική εποχή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News