Επί τρία σχεδόν χρόνια, οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων στη Κύπρο, Αναστασιάδης και Ακιντζί, μαζί με τις διαπραγματευτικές τους ομάδες, ξόδεψαν ώρες ολόκληρες και δυνάμεις αστείρευτες για να καταλήξουν σε ένα σχέδιο λύσης για την επανένωση του νησιού τους. Ήταν η πρώτη φορά που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, μόνοι τους, κάθισαν γύρω από το ίδιο τραπέζι, έβαλαν κάτω τις διαφορές τους και ξεκίνησαν να τις λύσουν.
Τις χώρισαν σε έξη κεφάλαια, και συμφώνησαν στην Κοινή Δήλωση των δύο ομάδων στις 11.2.2014, να ανοίγουν κάθε ένα ξεχωριστά, αλλά και ότι όλα τα θέματα να συζητούνται αλληλένδετα. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι θα απομονώσουν τα κεφάλαια που αφορούν τα λεγόμενα «εσωτερικά θέματα» (εδαφικό, περιουσιακό, διακυβέρνηση, οικονομία και ΕΕ), και ότι στο τέλος, ξεχωριστά, θα ασχοληθούν με εκείνο του «εξωτερικού», της ασφάλειας και των εγγυήσεων, που είναι το πιο ακανθώδες ή, όπως μας είπε διπλωμάτης κεντροευρωπαϊκής χώρας της ΕΕ στην Αθήνα, «αυτό που θα λύσει ή θα βυθίσει το πρόβλημα».
Τώρα, στην Ελβετία για 2η φορά (η πρώτη ήταν στη Γενεύη τον περασμένο Ιανουάριο), το σκηνικό έχει ως εξής: Θα διεξάγονται εκ παραλλήλου συνομιλίες στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα, αλλά σε ξεχωριστές συνεδρίες, και θα υπάρξει όμως, όπου χρειάζεται, και διαδραστικότητα, αφού όλα τα κεφάλαια συσχετίζονται και, όπως δηλώνει σταθερά η Λευκωσία εξαρχής, «τίποτα δεν συμφωνείται, εάν δεν συμφωνηθούν όλα».
Με άλλα λόγια, Αναστασιάδης, Ακιντζί και οι ομάδες τους θα ξαναπιάσουν μία-μία τις διαφορές στα 5 από τα 6 κεφάλαια (δεν είναι πολλές, αλλά είναι σημαντικές, αφού άπτονται κυρίως του εδαφικού και της διακυβέρνησης, συγκεκριμένα της εκ περιτροπής προεδρίας), και σε άλλη αίθουσα οι υπουργοί εξωτερικών Ελλάδος, Τουρκίας και Βρετανίας, με τους εμπειρογνώμονές τους, θα ξαναθέσουν στο τραπέζι το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, μεταφέροντας, οι δύο πρώτοι, και τις θέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Σε συνέντευξη Τύπου στην Γενεύη προχθές, ο Ειδικός Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Έσπεν Μπαρθ Έϊντε, είπε χαρακτηριστικά ότι η μία πλευρά ενδιαφέρεται για την ασφάλεια μίας κοινότητας (οι Τουρκοκύπριοι), και η άλλη για την ασφάλεια του κράτους (οι Ελληνοκύπριοι).
Αυτό απηχεί και τις θέσεις των εκατέρωθεν Μητέρων Πατρίδων. Η Ελλάδα δεν παζαρεύει τη δική της. Η Τουρκία, πιθανότατα. Για την πρώτη, εμφανίζεται ως θέμα αρχής, Διεθνούς Δικαίου και κοινής λογικής (αναχρονιστικοί όροι περί προστατών, κλπ). Για την δεύτερη παρουσιάζεται ώς θέμα «προστασίας μιας μειονότητας που παλιότερα κινδύνευσε», αλλά είναι και θέμα διατήρησης θέσης στρατηγικής σημασίας στο νησί.
Είναι κοινή πεποίθηση ότι η Αγκυρα, που διατηρεί ακόμα στη Κύπρο εδώ και 43 χρόνια ακέραιη δύναμη περίπου 40.000 κατοχικών στρατευμάτων, θα παίξει τον πιο καθοριστικό ρόλο για να ξεμπλοκάρει το πράγμα, και να υπάρξει καλή πιθανότητα επίτευξη συμφωνίας. Το επιθυμεί;
Πληροφορίες του Protagon αναφέρουν ότι η Τουρκία, στο όνομα της ευρωπαϊκής της προοπτικής αλλά και της συνειδητοποίησης ότι παρά τις όποιες απειλές της το ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου θα υλοποιηθεί, φέρεται να είναι έτοιμη να κάνει υποχωρήσεις στο θέμα αυτό, με σημαντική μείωση του αριθμού των στρατευμάτων, με ορίζοντα αποχώρησης μετά από δέκα χρόνια, πέραν του οποίου θα παραμείνει ένα μικρό μόνο άγημα. Προτείνεται, μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ανάλογης δύναμης άγημα, από 1000-2000 στρατιώτες, να διατηρήσει και η Ελλάδα.
Αυτό, η Αθήνα δεν το αποδέχεται. Έχει διατυπωθεί με τους πλέον σαφείς τρόπους. Ο πιο ισχυρός από τους οποίους είναι ότι κι αν ακόμα μιλάμε για κάποια μικρή στρατιωτική παρουσία στη Κύπρο μετά τη λύση, σε αυτήν δεν μπορεί με τίποτα να συμμετάσχει στρατός μιας χώρας που, εισβάλλοντας και κατέχοντας το μισό περίπου έδαφος του νησιού, αποτελεί και μέρος του προβλήματός του.
Έχουν γίνει κάποιες συζητήσεις στην Αθήνα για πιθανή εμπλοκή εδώ της ΕΕ με πιθανή στρατιωτική παρουσία από ευρωπαϊκές χώρες, αλλά αυτό μένει να διαπιστωθεί στο Κραν Μοντάνα. Το νέο στοιχείο, ωστόσο, της παρουσίας της ΕΕ έστω και ως μέλος-παρατηρητής στο ίδιο τραπέζι με τα άλλα εμπλεκόμενα μέρη, κρίνεται ως ιδιαίτερα θετικό, και δίνει ελπίδες ότι μπορεί και να επηρεάσει καταστάσεις.
Σε συνέντευξή του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ), ο καθηγητής Παναγιώτης Ιωακειμίδης, είπε πως πιστεύει ότι δεν θα είναι καθόλου ουδέτερος και διακοσμητικός ο ρόλος της ΕΕ, αλλά «μια παρουσία τεράστιας σημασίας».
Φρονεί δε πως εάν αυτή η παρουσία «αξιοποιηθεί εμβληματικά και δυναμικά, κυρίως από την Λευκωσία, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στο νέο σύστημα ασφάλειας που θα πρέπει να υπάρξει για την ομόσπονδη Κύπρο, μετά την επίλυση του προβλήματος». Η ΕΕ, εξηγεί, έχει όλους τους μηχανισμούς, έχει την κοινή εξωτερική πολιτική, έχει την πολιτική ασφάλειας, έχει τη Συνθήκη της Λισαβόνας, που της προσφέρουν όπλα τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για να έχουμε στην Κύπρο ένα σύγχρονο σύστημα ασφάλειας, χωρίς εγγυήσεις και αναχρονιστικά επεμβατικά δικαιώματα. Κατά τη γνώμη του, η ΕΕ θέλει να παίξει αυτόν τον ρόλο, και επομένως είναι πολύ σημαντική η παρουσία της την εβδομάδα αυτή στη νέα Διάσκεψη στο Κράν Μοντάνα.
Η Βρετανία, από την άλλη, έχει φαινομενικά μια πιο ξεκάθαρη στάση. Λέει ότι εάν έρθουν οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων, και μας πουν εμείς τα βρήκαμε σε όλα, και συναποφασίσαμε ότι δεν θέλουμε να έχουμε πλέον εγγυήτριες δυνάμεις και ότι εμείς θα λύσουμε μόνοι μας το θέμα της ασφάλειας, εμείς θα πούμε fine, και θα αποχωρήσουμε αμέσως.
Αυτή η θέση, που εκφράστηκε πρόσφατα και από τον Υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος βρίσκεται στο Κραν Μοντάνα, ακούγεται ξεκάθαρη, αλλά ταυτόχρονα αναπαύεται και στη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται ποτέ να έρθουν οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων και να πουν αυτά που μόλις αναφέραμε. Ό,τι και εάν έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους, δεν θα ισχύσει εάν δεν βάλουν υπογραφή και οι τρεις εγγυητές.
Δεν είναι βέβαιο ακόμα εάν το Λονδίνο επιθυμεί πράγματι να απεμπλακεί από μια αναχρονιστική συνθήκη, που το ίδιο διαμηνύει δημοσίως ότι δεν το ενδιαφέρει. Πρόσφατα, με αφορμή την ανοικτή εκδήλωση δυσαρέσκειας του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, για τον ρόλο του διαμεσολαβητή του ΟΗΕ Έσπεν Μπαρθ Έϊντε, δυσαρέσκεια που εκφράστηκε σε δύο επιστολές που απέστειλε προς τον γγ του Διεθνούς Οργανισμού Αντόνιο Γκουτέρες, επισημαίνοντας ότι ο συνεργάτης του λειτουργεί περίπου ως «βαποράκι» της Άγκυρας προωθώντας στις δικές της θέσεις, από κύκλους των Αθηνών αλλά και της Λευκωσίας (που ωστόσο ελέγχονται για την εγκυρότητα και σοβαρότητά τους), διατυπώθηκε ο υπαινιγμός ότι πίσω από τις ενέργειες του Νορβηγού διπλωμάτη κ. Έϊντε, βρίσκονται οι Βρετανοί, και αναφέρουν χαρακτηριστικά ενέργειες των πρεσβευτών σε Άγκυρα και Λευκωσία.
Εξήγηση λογική, ως προς το γιατί το Λονδίνο να θέλει να υιοθετήσει τις θέσεις της Άγκυρας, δεν έχουμε ακούσει, παρά το γεγονός ότι μιλήσαμε με πολλούς ανθρώπους που πολιτικά, ακαδημαϊκά και συγγραφικά δεν έχουν περάσει ούτε μέρα της ενήλικης ζωής τους χωρίς ενασχόληση με το Κυπριακό.
Είναι πολύ πιθανό όλα αυτά να ανήκουν στο νέφος της μυθοπλασίας και της δημιουργίας βολικών εχθρών – κάτι που έχουμε δει να γίνεται κάθε φορά που το Κυπριακό βρίσκεται σε ταραγμένα νερά, ή και σε σημείο που πρέπει ή να ληφθούν γενναίες αποφάσεις, ή να εφευρεθούν δειλές δικαιολογίες.
Η Τουρκία, δημοσίως συνδέει την παρουσία της στο νησί, έστω και μειωμένη, έστω και με χρονοδιάγραμμα αποχώρησης, με το τουρκοκυπριακό «λαϊκό αίσθημα» περί ασφάλειας. Εάν φύγουμε ολοκληρωτικά εμείς, θα νοιώσουν ότι ανά πάσα στιγμής μπορεί οι Έλληνες να θελήσουν να επιβληθούν σε αυτούς, όπως έκαναν το 1974, λέει εδώ και χρόνια το επίσημο φιρμάνι της Άγκυρας. Μόνο οι φανατικοί εθνικιστές στη κατεχόμενη Κύπρο αγοράζουν αυτό το επιχείρημα. Οι υπόλοιποι, όχι. Ακόμα και ο Ακιντζί που, μετά το ναυάγιο στο Μον Πελεράν και στη Γενεύη, δήλωνε πως λύση χωρίς τουρκικές εγγυήσεις δεν μπορεί να υπάρξει, είναι γνωστό ότι υπάρχουν φορές που υποχρεούται να κάνει δηλώσεις υπό πίεση, και λόγω ειδικών περιστάσεων, όπως όταν ο Ερντογάν αγωνιζόταν για την κατοχύρωση, μέσω δημοψηφίσματος, της συνταγματικής του κυριαρχίας.
Τα ερωτήματα , επομένως, είναι εάν κάτι έχει μεταβάλει τη στάση της Άγκυρας, τι είναι αυτό, πως θα το παρουσιάσει και βεβαίως πως Αθήνα και Λονδίνο θα εκτιμήσουν (από κοινού ή ξεχωριστά) την σημασία της τουρκικής θέσης ώστε να θεωρήσουν πως μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία προς συζήτηση;
Το ερώτημα αφορά κυρίως την Αθήνα, ως προς το κατά πόσο είναι διατεθειμένη να εμμείνει στις αρχικές της θέσεις: Να φύγουν τα τουρκικά στρατεύματα, σε μικρό και εύλογο χρονικό διάστημα. Να καταργηθεί το καθεστώς των εγγυήσεων και του μονομερούς δικαιώματος παρέμβασης.
Σε ερώτηση, πρόσφατα, προς παράγοντα του ελληνικού ΥΠΕΞ, τι θα κάνατε εάν έρχονταν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι και σας έλεγαν ότι συμφωνήσαν σε λύση και ότι εκείνοι θα αποφασίσουν πόσοι Τούρκοι στρατιώτες, και για πόσο, θα παραμείνουν στο νησί μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, η απάντηση ήταν ότι εκ των πραγμάτων η Ελλάδα έχει, και πρέπει να έχει λόγο σε αυτό, διότι είναι μέρος παγκόσμιας συνθήκης.
Η Αθήνα, επαναλαμβάνει εδώ ότι η Λευκωσία συμπλέει απόλυτα με την δική της θέση. Θεωρητικά, η γραμμή είναι ότι θα πρέπει να συμβαίνει το αντίθετο. Και η πραγματικότητα είναι ότι το 6ο κεφάλαιο το «σήκωσε» ψηλά η Αθήνα, όχι η Κύπρος. Που πίστευε ότι με κατ’ αρχήν συμφωνία στα υπόλοιπα, θα μπορούσε να πάει σιγά-σιγά σε τελική Διάσκεψη και να πείσει την Άγκυρα να υποχωρήσει. Την ατζέντα, τελικά, την έθεσε ο Κοτζιάς.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι πίσω από τις κλειστές πόρτες, θα γίνουν διαβουλεύσεις σκληρές, και για τις οποίες μπορεί και να μην μάθουμε πολλά, επισήμως. συναντήσεις από όσες θα δημοσιοποιηθούν. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι κρατούν στα χέρια τους εκείνα που έχουν ήδη συμφωνήσει. Είναι πολλά, ουσιώδη, και έχουν να κάνουν άμεσα με την καθημερινή ζωή που οι ίδιοι πλέον θα ζήσουν σε μια διαφορετική, επανενωμένη και ομόσπονδη Κύπρο.
Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία κρατούν στα χέρια τους μια συνθήκη που, ως έχει, τους εμποδίζει να κλείσουν το 16,666% μιας συμφωνίας που, χωρίς να υποτιμάται η σημασία των θεμάτων που εκκρεμούν, είναι σχεδόν έτοιμη επάνω στο τραπέζι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News