Εχει πάρει μόνον ένα πρωτάθλημα, το 2001, όταν ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα κατηφόρισε από τη Φλωρεντία στη Ρώμη. Την ίδια χρονιά κατέκτησε και το ιταλικό Σούπερ Καπ – σιγά τα ωά! Σήκωσε και δύο Κύπελλα Ιταλίας (2007, 2008). Την κορυφαία στιγμή της καριέρας του την έζησε ως μέλος της εθνικής του ομάδας, που θριάμβευσε στο Μουντιάλ το 2006. Αν εξαιρέσουμε αυτή τη σπάνια -για κάθε σπουδαίο ποδοσφαιριστή- τύχη, οι τίτλοι με τους οποίους κλείνει, απόψε, τον 25ετή κύκλο του στη Ρόμα, σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στο τεράστιο ταλέντο του. Κι όμως, ο Φραντσέσκο Τότι υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους παίκτες της εποχής του. Ενας από τους ελάχιστους που το μέγεθός τους υπερβαίνει, κατά πολύ, την αξία της συλλογής τους με τα «ασημικά».
Πολλοί πιστεύουν ότι αδίκησε τον εαυτό του, ξοδεύοντας όλα του τα χρόνια σε έναν σύλλογο ο οποίος δεν μπορούσε να του προσφέρει τις ευκαιρίες που του άξιζαν. Εάν το 2006 είχε πάει στη Ρεάλ Μαδρίτης, που τον ήθελε «σαν τρελή», ή -αργότερα- σε κάποια top ομάδα της Premier League, το βιογραφικό του θα ήταν γεμάτο τρόπαια. Το πιστεύει και ο ίδιος: «Εχασα πολλά απ’ αυτά που θα μπορούσα να έχω πετύχει. Το ήξερα ότι, για παράδειγμα, δεν θα κατακτήσω το Champions League. Αν είχα πάει στη Ρεάλ, θα είχα κερδίσει τρεις Μεγάλες Κούπες, δύο Χρυσές Μπάλες – και ποιος ξέρει τι άλλο. Αλλά εγώ στεναχωριέμαι μόνον επειδή δεν κατάφερα να κατακτήσω δύο ή τρία πρωταθλήματα με τη Ρόμα».
Οταν τον ρώτησαν, γιατί δεν έκανε αυτό το βήμα που θα απογείωνε την καριέρα του -να παίξει στο «Μπερναμπέου» για τον πλουσιότερο σύλλογο του Κόσμου-, η απάντησή του ξεπήδησε από μία άλλη, ξεχασμένη, ρομαντική εποχή των γηπέδων: «Μα, η Ρόμα είναι η οικογένειά μου. Ακουσες ποτέ κανέναν, να αφήνει τους φτωχούς γονείς του για να ζήσει με κάποιους πλούσιους ξένους;». Κι όμως, φίλε μου, στο κυνικά επαγγελματικό ποδόσφαιρο, «σημαίες» δεν υπάρχουν πια. Μόνον ιστοί, και όλοι -όσοι μπορούν- θέλουν να δουν το όνομά τους δεμένο στον ψηλότερο. Ολο και περισσότεροι, όσο περνούν τα χρόνια.
Ο Τότι πέρασε το κατώφλι της Ρόμα το 1989, δεκατριών ετών παιδί. Πρωτόπαιξε με τους «μεγάλους» το 1993, για τρία λεπτά σε ένα παιχνίδι με την Μπρέσια, καθιερώθηκε αμέσως και το 1998 φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Ξεπέρασε τα 600 ματς και τα 250 γκολ, χωρίς να εγκαταλείψει την ομάδα που τον ανέδειξε ούτε για μία μέρα. Σε εποχές που όλα (και όλοι) έχουν την τιμή τους, τη δική του αγάπη για την ομάδα του κανένας δεν κατάφερε να την εξαγοράσει. Απαρνήθηκε προτάσεις με μυθικές αποδοχές, φανέλες που του υπόσχονταν ευρωπαϊκούς τίτλους, χώρες με ανθηρά πρωταθλήματα όταν το calcio ζούσε τη μεγάλη του παρακμή, αντιμετώπισε δυσκολίες, ήρθε σε ρήξη με προπονητές που επιχείρησαν να περιορίσουν την επιρροή του στον σύλλογο (ο Σπαλέτι είναι ένας απ’ αυτούς), όμως έμεινε για πάντα εκεί, στην κόκκινη πλευρά της Ρώμης, ως ένα σύμβολο πίστης και αφοσίωσης που ξεπερνά τα στενά όρια των γηπέδων.
Ολες τις κοσμογονικές αλλαγές στο ποδόσφαιρο, ιδίως μετά την καθιέρωση του Champions League με τη σημερινή του μορφή και τον «Νόμο Μποσμάν», ο Τότι τις έζησε ως ο «αιώνιος αρχηγός» της Ρόμα. Ο Φλορεντίνο Πέρεθ δημιουργούσε τους Galacticos στη Μαδρίτη, ο Αλεξ Φέργκιουσον έχτιζε την αυτοκρατορία του στο Μάντσεστερ, ο Ζοσέ Μουρίνιο έπλεκε τον μύθο του στην Πόρτο, την Τσέλσι και την Ιντερ, ο Πεπ Γκουαρντιόλα έκανε την επανάστασή του στη Βαρκελώνη, η Γιουβέντους γινόταν -πάλι- καθεστώς στην Ιταλία, όμως εκείνος εξακολουθούσε να δίνει τις παραστάσεις του στο «Ολίμπικο», με την κλάση του, την τεχνική, την φαντασία, την έμπνευση, τον ηγετικό του χαρακτήρα και -προπάντων- κρατώντας ζωντανό εκείνο το συναίσθημα που τον είχε οδηγήσει στη Ρόμα.
Ο Τότι -που τον Σεπτέμβριο γίνεται 41- δεν ήταν, ούτε Μέσι ούτε Κριστιάνο Ρονάλντο. Δεν είχε, καν, την ντρίμπλα του Ροναλντίνιο ή την πάσα του Ινιέστα, το ένστικτο του «Μπατιγκόλ» στο σκοράρισμα, την τέχνη του Νεϊμάρ, το πάθος του Πέπε, τις αμυντικές δεξιότητες των περισσότερων από τους εξέχοντες συμπατριώτες του, δεν έζησε βραδιές θριάμβων όπως ο Ζιντάν ή ο Πλατινί, δεν πήρε «μόνος του» νίκες και τρόπαια όπως ο Μαραντόνα. Αλλά, ο ποδοσφαιρικός κόσμος θα έχει να θυμάται απ’ αυτόν την επίδρασή του στο παιχνίδι της ομάδας του με «χίλιους δυό» τρόπους: με τα άψογα τελειώματά του στα γκολ, με τις εντυπωσιακές εκτελέσεις του στα στημένα, με τις «μαγικές» ασίστ του.
«Ο,τι κι αν τον βάλεις να κάνει, θα το κάνει με τρόπο που θα έχει ουσία, όπως ο μεγάλος Μάικλ Τζόρνταν στο μπάσκετ», είχε πει γι’ αυτόν ο Αρίγκο Σάκι. Ο Μπουφόν είχε δηλώσει πως, κάποιες από τις φορές που τον σταματούσε με τις αποκρούσεις του, ένιωθε άσχημα, σαν να κατέστρεφε ένα έργο τέχνης. Ο Μαραντόνα τον είχε χαρακτηρίσει «Βασιλιά της Ρώμης» και -με τις συνηθισμένες του υπερβολές- είχε πει ότι είναι ο καλύτερος παίκτης που είδε ποτέ. Ακόμα και οι ορκισμένοι εχθροί του, οι οπαδοί της Λάτσιο, των οποίων η ομάδα πολλές φορές είχε… μπλέξει άσχημα μαζί του στα ντέρμπι της Ρώμης, βρήκαν μερικά κολακευτικά λόγια για να τον αποχαιρετίσουν. Στην ανακοίνωσή τους αναφέρουν, μεταξύ άλλων: «Θα λέμε για πάντα, ο Τότι της Ρόμα… Μάλιστα, κατόρθωσε να αντιστρέψει τις λέξεις σε αυτή τη φράση: θα λέμε, η Ρόμα του Τότι».
Οι οπαδοί της δικής του ομάδας θα εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον «capitano» τους, γι’ αυτά τα 25 χρόνια που τους έμεινε πιστός, στο αποψινό ματς Ρόμα – Τζένοα (19:00, Cosmote Sport), το τελευταίο για ‘κείνον με την κόκκινη φανέλα, και για τη Ρόμα στην εφετινή σεζόν. Τα εισιτήρια για το παιχνίδι, τα οποία κυκλοφόρησαν την προπερασμένη Πέμπτη, με μέση τιμή τα 50 ευρώ, εξαντλήθηκαν μέσα σε έξι ώρες από τους χιλιάδες φίλους της Ρόμα που είχαν σχηματίσει «ουρές» από τις έξι τα χαράματα. Περίπου 70.000 θεατές θα γεμίσουν το «Ολίμπικο», σε αυτό το κοσμοϊστορικό -για τους «τζιαλορόσι»- γεγονός. Οπως τόνισε ο υπεύθυνος πωλήσεων, Κάρλο Φελιτσιάνι, «σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις χρειαζόμαστε δύο και τρία γήπεδα…».
Ο ιδανικός επίλογος για τον Τότι είναι μία δική του αφήγηση. Για το πώς πήγε -και παρέμεινε- στη Ρόμα: «Οταν ήμουν επτά ετών, ο πατέρας μου αγόρασε εισιτήρια και πήγαμε στο Ολίμπικο. Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι το συναίσθημα. Τα χρώματα, τους οπαδούς… Αρχισα να παίζω στις ακαδημίες. Στο δωμάτιό μου είχα ένα πόστερ με τον Τζανίνι, τον αρχηγό της Ρόμα. Στα 13 μου χτύπησε η πόρτα του σπιτιού μας. Ηταν άνθρωποι της Μίλαν που ήθελαν να πάω στην ομάδα τους. Η μητέρα μου ήταν το αφεντικό. Ακόμα είναι. Πάντα δίπλα στα παιδιά της και υπερπροστατευτική, όπως κάθε ιταλίδα μητέρα. Δεν ήθελε να φύγω από το σπίτι, φοβόταν μην πάθω κάτι. “Οχι, όχι!“. Αυτή ήταν η απάντηση που τους έδωσε. Η πρώτη μου μετεγγραφή ματαιώθηκε από το αφεντικό. Ηταν δύσκολο να πεις όχι στη Μίλαν. Ηταν πολλά τα χρήματα που θα έπαιρνε η οικογένειά μου. Αλλά η μητέρα μου με δίδαξε, εκείνη την ημέρα, ότι το σπίτι σου είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή…».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News