Ο Βαγγέλης Μαρινάκης δεν ήταν Νότιγχαμ Φόρεστ από μικρός. Ξόδεψε περίπου 50 εκατομμύρια λίρες -και πάνω από ένα χρόνο επίπονων προσπαθειών- για να αποκτήσει τον ιστορικό αγγλικό σύλλογο, επειδή ένας καλός επιχειρηματίας όπως αυτός δεν μπορούσε να αφήσει τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη. Εχοντας σπουδάσει τις μπίζνες στο ποδόσφαιρο, επτά χρόνια στο τιμόνι του Ολυμπιακού, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να ανέβει πίστα. Η Φόρεστ, που από καιρό αναζητούσε νέο ιδιοκτήτη, ήταν το ιδανικό όχημα για τα σχέδιά του. Τον οδήγησε κατευθείαν στον προθάλαμο της κορυφαίας αγοράς αθλητικού θεάματος στον κόσμο: του αγγλικού πρωταθλήματος.
Το μέγεθος της επιχειρηματικής ευκαιρίας το μαρτυρά ένας αριθμός: εάν η Νότιγχαμ Φόρεστ (ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα αγωνίζεται στην Championship, τη Β’ Κατηγορία της Αγγλίας) προβιβαστεί στην Premier League και παραμείνει εκεί για μία σεζόν, θα βάλει στα ταμεία της -μόνον από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και άλλα μπόνους συμμετοχής- περίπου 230 εκατομμύρια ευρώ. Τόσα χρήματα δεν έχει εισπράξει ο Ολυμπιακός από την UEFA (για την αδιάκοπη παρουσία του στο Champions League), στην επταετία Μαρινάκη συνολικά.
Γιατί τη Φόρεστ; Πρώτον, επειδή στα «πωλούνται» δεν θα βρεις, πλέον, πολλούς αγγλικούς συλλόγους με φήμη και καλές προοπτικές. Σχεδόν όλοι έχουν, ήδη, πέσει στα χέρια μεγαλοεπενδυτών (φυσικών προσώπων ή εταιρειών). Δεύτερον, γιατί ήταν -σχετικώς- φθηνή. Ο πωλητής, ο Φαουάζ Αλ Χασάουϊ, επιχειρηματίας από το Κουβέιτ, ο οποίος την είχε αγοράσει το καλοκαίρι του 2012, την έδωσε με τα μισά από τα 106 εκατομμύρια (λίρες) που του κόστισε στη διάρκεια αυτής της πενταετίας. Τρίτον -και κυριότερο- διότι η σημερινή της θέση (γλίτωσε τον υποβιβασμό στη League One «στο τσακ»), που καθόρισε και την τιμή της, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική της αξία. Η Φόρεστ σέρνει πίσω της μεγάλη ιστορία (είναι ο δέκατος πιο παλιός αγγλικός σύλλογος), έχει βαρύ brand name διεθνώς, είναι δημοφιλής, και μπορεί να διεκδικήσει μερίδιο από τα πλούτη της Premier League πολύ σύντομα.
Α, επίσης φοράει κόκκινα, προς τιμήν του ιταλού επαναστάτη Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, οι οπαδοί του οποίου φορούσαν ερυθρά χιτώνια. Ισως το χρώμα της να είναι το μοναδικό της κοινό σημείο με τον Ολυμπιακό. Ο… μόνιμος Πρωταθλητής Ελλάδος «πουλάει» επιτυχίες: νίκες, τίτλους και προκρίσεις. Ενώ η Φόρεστ προσφέρει -ακόμα- ποδόσφαιρο. Παρά τις περιπέτειές της στις χαμηλές κατηγορίες, στις οποίες βολοδέρνει από το 1999 (το 2005 είχε πέσει στη Γ’), επιμένει σε έναν ρομαντισμό που συγκινεί τους οπαδούς της. Στο «Σίτι Γκράουντ», ένα από τα επτά μεγαλύτερα γήπεδα των μικρών κατηγοριών του αγγλικού πρωταθλήματος (30.602 θέσεων), τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνει -κατά μέσον όρο- 20.000 έως 24.000 θεατές. Οι φίλαθλοι στο Νότιγχαμ έχουν, παραδοσιακά, μια άλλη αντίληψη για το ποδόσφαιρο, την οποία η «Θύρα 7» ποτέ δεν θα μπορούσε να συμμεριστεί.
https://www.youtube.com/watch?v=g1zJXghYshw
Κατά μίαν έννοια, η Φόρεστ είναι η… Λάρισα της Αγγλίας. Εχει να επιδείξει ένα Πρωτάθλημα και δύο Κύπελλα, όπως και το καμάρι του θεσσαλικού κάμπου, με τη διαφορά ότι τα δικά της Κύπελλα είναι… Κύπελλα Πρωταθλητριών. Ναι, η Νότιγχαμ Φόρεστ είναι η μοναδική ευρωπαϊκή ομάδα που έχει κατακτήσει τη Μεγάλη Κούπα περισσότερες φορές απ’ όσες το Πρωτάθλημα της χώρας της. Οπως και η Λάρισα, ανεβοκατεβαίνει κατηγορίες και ζει με τις αναμνήσεις του ένδοξου παρελθόντος της. Οι οπαδοί και των δύο συλλόγων έχουν πάθος με την ομάδα τους. Ακόμα και στον πληθυσμό μπορούν να συγκριθούν: η Λάρισα έχει 285.000 κατοίκους, ενώ στο Νότιγχαμ ζουν 320.000 άνθρωποι. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των ’70s, η Νότιγχαμ εθεωρείτο -όπως και η Λάρισα- ένα μικρομεσαίο ποδοσφαιρικό μέγεθος στη χώρα της. Ωσπου, το 1975, συνάντησε τον Μπράιαν Κλαφ.
Με alter ego του τον μόνιμο βοηθό του, Πίτερ Τέιλορ, ο εκκεντρικός αλλά υπέροχα χαρισματικός προπονητής -που έγινε μύθος στο βρετανικό ποδόσφαιρο- αναδιοργάνωσε τη Φόρεστ και, το 1977, την ανέβασε στην Α’ Κατηγορία. Αν και ο μοναδικός παίκτης που αποκτήθηκε εκείνο το καλοκαίρι ήταν ο Κένι Μπερνς (από την Μπέρμπιγχαμ), την αμέσως επόμενη σεζόν (1977-1978) κέρδισε τον τίτλο -κάτι που ελάχιστες νεοφώτιστες ομάδες είχαν καταφέρει ώς τότε- κι αμέσως μετά κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, δύο διαδοχικές χρονιές (1979, 1980). Με τον Πίτερ Σίλτον, τον Βιβ Αντερσον, τον Κένι Μπέρνς, τον Μάρτιν Ο’ Νιλ, τον Αρτσι Γκέμιλ, τον Τρέβορ Φράνσις και τον Τζον Ρόμπερτσον.
Μόνο για τον Τρέβορ Φράνσις δέχτηκε να ξοδέψει ο Κλαφ: «999.999 λίρες», όπως επέμενε ο ίδιος όταν του μιλούσαν για ένα εκατομμύριο. Με εξαίρεση την πιο ακριβή μετεγγραφή εκείνης της εποχής στην Αγγλία -και τον Ρόμπερτσον με τον Σίλτον που ήταν γνωστοί-, η Φόρεστ έγινε Πρωταθλήτρια Ευρώπης χωρίς μεγάλα «αστέρια» στη σύνθεσή της. Εκτοτε, οι οπαδοί της ασπάστηκαν τη θεωρία του Κλαφ, ότι «το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία, ούτε στο ποδόσφαιρο». Τον Μάιο του 1993 που ο προπονητής αποχωρούσε τον σύλλογο έπειτα από 18 υπέροχα χρόνια, κανένας δεν τον κατηγόρησε που, την ίδια μέρα, η ομάδα υποβιβαζόταν. Το ανατριχιαστικό standing ovation που γνώρισε ο Κλαφ, συγκρίνεται μόνο με το χειροκρότημα των φίλων της Μπαρτσελόνα στο κατευόδιο του Γιόχαν Κρόιφ, στο «Καμπ Νου».
Οι οπαδοί της Φόρεστ αναζητούν, από τότε, τον άνθρωπο που θα ξαναφέρει την ευτυχία στο «Σίτι Γκράουντ». Πολλοί πιστεύουν ότι τον βρήκαν, στο πρόσωπο του Μαρινάκη. Το κλίμα είναι πανηγυρικό, από την Πέμπτη το απόγευμα που ανακοινώθηκε επισήμως η μεταβίβαση των μετοχών της Φόρεστ. Κάποιοι έφτιαξαν και… ευχαριστήρια αφίσα για τους νέους ιδιοκτήτες, και την κρέμασαν σε παμπ της πόλης: «Ευχαριστούμε κ. Μαρινάκη και κ. Κομινάκη που αγοράσατε τον σύλλογό μας. Δάσος μέχρι να πεθάνουμε» (αυτό το τελευταίο, στα Ελληνικά), έγραψαν δίπλα από τα σήματα της Νότιγχαμ και του Ολυμπιακού. Ο τοπικός Τύπος, όμως, είναι «κουμπωμένος». Αναρωτιέται, εάν ο Βαγγέλης Μαρινάκης ήρθε για να παίξει τον ρόλο του Ρομπέν των Δασών, που έδρασε στο κοντινό δάσος του Σέργουντ υπέρ των κατοίκων της περιοχής, ή του δεσποτικού και μοχθηρού Σερίφη του Νότιγχαμ, που καταχράστηκε την εξουσία του, σκορπώντας στους ανθρώπους δυστυχία.
Αυτό που έχει στο μυαλό του ο κ. Μαρινάκης, είναι πολύ παλιό ως ιδέα. Σε μία κάπως διαφορετική εκδοχή του, το επιχείρησε πρώτη η ENIC -ιδιοκτήτρια της Τότεναμ σήμερα- που είχε απλώσει τα πλοκάμια της και στην Ελλάδα. Αλλά, η ταυτόχρονη έξοδος της ΑΕΚ και της Σλάβια Πράγας (της οποίας ήταν, επίσης, μέτοχος) στο Κύπελλο UEFA της σεζόν 1997-1998 χτύπησε συναγερμό. Η ντιρεκτίβα που υποχρέωνε τις εταιρείες οι οποίες έχουν στην κατοχή τους πολλές ομάδες, να επιλέγουν μόνο μία για κάθε ευρωπαϊκή διοργάνωση, έβαλε τέλος σε εκείνο το εγχείρημα. Στη συνέχεια, όμως, το μοντέλο της πολυ-ιδιοκτησίας (multi-club ownership) επανήλθε στη μόδα, είτε από εταιρείες (Red Bull), είτε από φυσικά πρόσωπα (Σεΐχης Μανσούρ). Τα οφέλη είναι προφανή. Μια ομάδα μπορεί να πουλήσει ή να δανείσει παίκτη στην «αδελφή» της. Ενα κοινό δίκτυο σκάουτινγκ τροφοδοτεί, από την ίδια δεξαμενή ποδοσφαιριστών, δυό ή περισσότερες ομάδες, αναλόγως με τις ανάγκες της στιγμής. Τις ανάγκες της ομάδας, ή τις ανάγκες του παίκτη (π.χ. εάν θα πρέπει να «ψηθεί», ή να προβληθεί για να πουληθεί).
Το επιτυχημένο παράδειγμα της οικογένειας Πότσο είναι χαρακτηριστικό. Το 1986 αγόρασε την ιταλική Ουντινέζε. Το 2009 επεκτάθηκε την Γρανάδα, που φυτοζωούσε στη Γ’ Κατηγορία της Ισπανίας. Με παίκτες που περίσσευαν από την Ουντινέζε, την ανέβασε -μέσα σε τρία χρόνια- στην Primera Division (όπου παραμένει μέχρι σήμερα). Και το 2012 απέκτησε τη Γουότφορντ, με μόλις 12 εκατομμύρια λίρες. Την ενίσχυσε με καμιά εικοσαριά παίκτες από τους άλλους δύο συλλόγους που είχε στην κατοχή της, και μέσα σε τρία χρόνια την προβίβασε στην Premier League. Τα κέρδη ήταν μυθικά. Εκτοτε, η «ναυαρχίδα» του στόλου των Πότσο είναι η Γουότφορντ, όμως και οι τρεις σύλλογοι είναι επιχειρήσεις εξαιρετικά κερδοφόρες.
Ο παλιός ιδιοκτήτης της Φόρεστ είχε ομάδα στο Κουβέιτ. Προτού αγοράσει τον αγγλικό σύλλογο, είχε κερδίσει δύο Πρωταθλήματα (2010-2012). Στο Νησί, όμως, απέτυχε παταγωδώς. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης πάει πολύ πιο «διαβασμένος». Οχι απλώς έχει κατακτήσει επτά πρωταθλήματα -και μάλιστα στην Ευρώπη- αλλά και έχει διακριθεί για τις δεκάδες επικερδείς αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών που έχει πραγματοποιήσει. Οι φίλαθλοι του Νότιγχαμ μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Κυρίως επειδή η άνοδος της Φόρεστ στην Premier League είναι η βασική προϋπόθεση για να πιάσει τόπο η επένδυσή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News