Σχετικά αισιόδοξος, αλλά και επιφυλακτικός, όπως πάντα, εμφανίστηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον ιστότοπο Politico.
Με αφορμή τα συνεχή κωλύματα στο έργο επένδυσης στο Ελληνικό, ο ίδιος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη μεγαλύτερης οικειοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων.
Πάντως παρατήρησε ότι η προσέγγιση της κυβέρνησης έχει αλλάξει πολύ από τον Ιούλιο του 2015 και εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι «τελικά θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε σε διατηρήσιμη ανάπτυξη».
Ωστόσο αυτό, και συγκεκριμένα η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, πρέπει να συμβεί ακριβώς μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος το 2018. «Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει διάθεση ούτε από την πλευρά της Ελλάδος ούτε από τους εταίρους της να εφαρμοστεί άλλο ένα πρόγραμμα» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επανέλαβε την τοποθέτησή του σχετικά με την υπερβολική φορολογία στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές εμποδίζουν την ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα, επισημαίνοντας ότι θα είναι πολύ θετικό εάν η Ελλάδα κατορθώσει να μειώσει τον τελικό στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα από 3,5% του ΑΕΠ σε 2% μετά το 2020.
«Η Ελλάδα έκανε όλα όσα ζήτησαν οι εταίροι της, τον λόγο έχουν τώρα οι δανειστές», είπε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πιστωτές οφείλουν να αποσαφηνίσουν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και να χαλαρώσουν τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα για την περίοδο μετά το 2020. Και η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων.
Όπως τόνισε ο ίδιος η ελληνική οικονομία, χάρη στις θυσίες του λαού, βρίσκεται σε σημείο καμπής: Από το 2010 και μετά η Ελλάδα έχει επιτύχει τεράστια διόρθωση των μακροοικονομικών ισορροπιών, τα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) μετατράπηκαν σε δίδυμα πλεονάσματα, επιτεύχθηκε βελτίωση κατά 25% στην ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας, ενώ έχουν υλοποιηθεί πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας, καθώς και στη δημόσια διοίκηση.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΤτΕ βραχυπρόθεσμα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να υπάρξει διαφωνία μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των ευρωπαίων εταίρων με αποτέλεσμα να αποχωρήσει το Ταμείο από το πρόγραμμα. «Είμαι βέβαιος πάντως ότι στην απίθανη περίπτωση που θα αποχωρήσει το ΔΝΤ, θα βρεθεί λύση. Αλλά αυτή η εξέλιξη μπορεί να καθυστερήσει τη λύση. Ελπίζω και πιστεύω ότι το ΔΝΤ θα παραμείνει στο πρόγραμμα. Άλλωστε, μένει μόνο ένα έτος μέχρι την ολοκλήρωσή του» εξήγησε.
Οσο για τη συμμετοχή των ελληνικών τίτλων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σφραγίδα εμπιστοσύνης από πλευράς της ΕΚΤ και βέβαια διευκόλυνε την έξοδο της Ελλάδος στις χρηματοπιστωτικές αγορές το 2018. «Βεβαίως, η συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (PSPP) δεν αποτελεί πανάκεια» υπογράμμισε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News