Αυτήν την εποχή πραγματοποιείται μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, με θέμα την Πανεπιστημιούπολη, την κατασκευή και την εξέλιξή της καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η αρχιτεκτονική διευθέτηση σχετίζεται με την ευρύτερη παιδευτική λειτουργία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται το γεγονός ότι σε μια Ελλάδα ρημαγμένη, διχασμένη, μικρή και φτωχή υπήρχε η πολιτική βούληση για πρόοδο. Τα πρώτα σχέδια για Πανεπιστημιούπολη στη Θεσσαλονίκη έγιναν μετά την πυρκαγιά του 1917 που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου της πόλης. Το ΑΠΘ ιδρύθηκε το 1926 και το 1928 η Πανεπιστημιούπολη περιλαμβανόταν στο ειδικό πολεοδομικό σχέδιο της πόλης. Εν μέσω εμφυλίου, ακολούθησαν νέα σχέδια, με αποτέλεσμα το 1945 να υπάρχει μια πολύ μοντέρνα προσέγγιση.
Ο σχεδιασμός του 1948 εμπεριείχε όραμα, ενώ στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 κατασκευάστηκε πολύ μεγάλο μέρος των κτιρίων που υπάρχουν σήμερα. «Αν συγκρίνουμε τις δεκαετίες του σχεδιασμού και της δημιουργίας της πανεπιστημιούπολης με το σήμερα θα μελαγχολήσουμε. Αναλογιστείτε σε πόσο δύσκολες συνθήκες έγιναν όλα αυτά. Μία Ελλάδα ρημαγμένη σχεδίαζε κι έχτιζε πανεπιστήμιο. Δείτε σήμερα πόσο μεγάλες δυσκολίες έχουμε να συντηρήσουμε αυτά που κατασκευάστηκαν σε ασύγκριτα πιο δύσκολες για τη χώρα εποχές» τονίζει ο πρύτανης του ΑΠΘ, Περικλής Μήτκας.
Ας πάμε στο Τμήμα Εικαστικών και στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης. Αυτά τα κτίρια δε βρίσκονται μέσα στην Πανεπιστημιούπολη, αλλά σε ένα ειδυλλιακό σημείο στην εξοχή. Μαζί με το Τμήμα Φυσικής Επιστήμης και Αθλητισμού, συγκροτούν ένα ξεχωριστό συγκρότημα Πανεπιστημιακών κτιρίων, σε ένα περιβάλλον που εξασφαλίζει επαφή με τη φύση, παρατήρηση των φυσικών φαινομένων, ηρεμία και γαλήνη. Υπέροχα, έτσι;
Επιπλέον, φαντάζεται ο αδαής, οι καλλιτέχνες θα χαίρονται να βρίσκονται και να εργάζονται σε ένα χώρο που αφήνει ελεύθερη τη σκέψη, ευνοεί το ταξίδι της φαντασίας, απελευθερώνει τις αισθήσεις από το εξαιρετικά φορτωμένο περιβάλλον της πόλης. Σωστά, έτσι;
Αμ δεν είναι καθόλου έτσι. Η επίσκεψη στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Θέρμη, λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, είναι ένα σοκ, μια γροθιά στο στομάχι. Το κτίριο του Τμήματος Εικαστικών, εκτός από τις φθορές του χρόνου φέρει το βάρος της ασχήμιας από κάθε λογής μουντζούρες, συνθήματα ανακατεμένα με graffiti, κουτσουλιές, μπογιές, παλιά υλικά και βρωμιά ετών.
Το κτίριο του Τμήματος Μουσικών Σπουδών, από την άλλη, βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από πλευράς καθαριότητας, αλλά έχει σοβαρότατο πρόβλημα φθορών, με αποτέλεσμα πολύτιμα όργανα όπως τα πιάνα να βρίσκονται εκτεθειμένα στην υγρασία, κάτι που είναι καταστροφικό γι αυτά. Επιπλέον, το κτίριο έχει ελάχιστη κίνηση και μηδενική φύλαξη. Ως εκ τούτου, όποιος θέλει μπαίνει, όποιος θέλει βγαίνει και λίγοι θα εκπλαγούν κι ακόμη λιγότεροι θα αντιδράσουν εάν μια μέρα εμφανιστεί ένα φορτηγό κι αρχίσει να φορτώνει πιάνα.
Επικοινωνήσαμε με τον κοσμήτορα της Σχολής, καθηγητή Ξενή Σαχίνη, εικαστικό καλλιτέχνη πολύ γνωστό στη Θεσσαλονίκη –και όχι μόνο. Ο κ. Σαχίνης ζει καθημερινά τα προβλήματα. Μας ενημέρωσε ότι πρόσφατα η αντιπρύτανης του ΑΠΘ επισκέφτηκε τη Σχολή προκειμένου να καταγραφούν ζημίες και να γίνει ένα σχέδιο στοιχειωδών επισκευών. Ωστόσο, όπως μας είπε, «καθώς ο προϋπολογισμός του Πανεπιστημίου μειώνεται ραγδαία, κάποιοι τομείς δυστυχώς θα μείνουν πίσω. Προσπαθούμε να κάνουμε θαύματα με ελάχιστα χρήματα».
Για έναν καλλιτέχνη «παλαιάς κοπής» όπως ο κ. Σαχίνης, η ρύπανση από τις μουντζούρες και τα συνθήματα στους τοίχους, μέσα κι έξω από τη σχολή, «είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που μας ξεπερνά. Το graffiti ως μορφή τέχνης είναι αποδεκτή. Ωστόσο, τη ρύπανση δεν μπορώ να την αποδεχτώ και δεν μπορώ να διανοηθώ πώς ένας καλλιτέχνης μπορεί να λερώσει κάτι. Ξέρετε, πριν χρόνια, στο εργαστήριό μου (της χαρακτικής) είχα βάψει μόνος μου το χώρο προκειμένου να καλύπτεται η φθορά που είναι φυσικό επακόλουθο της δουλειάς μας. Θεωρώ υποχρέωση να φροντίζω το χώρο μου. Δυστυχώς, μέρα με τη μέρα έβλεπα νέες μουντζούρες. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε. Πλέον, είμαι 63 ετών και δεν έχω την αντοχή να παίρνω το πινέλο και να βάφω το χώρο…»
Έτσι οι καθηγητές στη Σχολή Καλών Τεχνών αναγκάζονται να παρακαλούν με σημειώματα που αναρτούν στις πόρτες τους φοιτητές να μη ζωγραφίζουν και να μη γράφουν όπου βρίσκουν ελεύθερο χώρο, αλλά να προτιμούν τα τελάρα και τα χαρτιά τους. Αν εισακούονται; Δείτε τις φωτογραφίες και κρίνετε μόνοι σας. Να σημειωθεί, επίσης, ότι το κτίριο του ΤΕΦΑΑ, σε πολύ κοντινή απόσταση από εκείνα της Σχολής Καλών Τεχνών, παραμένει καθαρό, περιποιημένο και «υγιές».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News