«Κάμω τον ζωγράφο». Μου το έλεγε ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια της τελευταίας μας συνάντησης, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ο Γιάννης Κουνέλλης, αυτός ο ρωμαλέος της τέχνης με τα πυκνά γκρίζα μαλλιά και τα πάντα μελαγχολικά μάτια, με το κεφάλι που θύμιζε κεφαλή αγάλματος, μιλούσε τα ελληνικά του βαθιά, αργά, ζυγισμένα, με μια βραχνάδα που έκανε τις φράσεις του να μοιάζουν αρχαίες. Κάμω τον ζωγράφο έλεγε, τινάζοντας το πέτο του μαύρου παλτό του ο δημιουργός που υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Αrte Povera, που καθόρισε τη σύγχρονη τέχνη και άλωσε τα μεγαλύτερα μουσεία, τις μεγαλύτερες αίθουσες τέχνης του κόσμου.
Όταν το βράδυ της Πέμπτης 16 Φεβρουαρίου έγινε γνωστός ο θάνατός του, σε ηλικία 81 ετών (σε ένα μήνα σχεδόν, στις 23 Μαρτίου θα είχε γενέθλια), η συγκίνηση υπήρξε παγκόσμια και διαπέρασε αμέσως όλα τα μέσα ενημέρωσης, σαρώνοντας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Eσχάτως, η δουλειά του είχε αναδυθεί ξανά, είχε γίνει εκ νέου θέμα εντατικής μελέτης και ο ίδιος παρουσίαζε συνεχώς έργα – αυτές τις πελώριες, μνημειακές σχεδόν εγκαταστάσεις του με υλικά όπως ξύλο, ύφασμα, μέταλλο, γύψο- σε Παρίσι, Νέα Υόρκη, Μέξικο Σίτι Λονδίνο. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι αυτή την κρίσιμη στιγμή που ζούμε, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, οι καλλιτέχνες αναζητούν ξανά την αξία, το βάθος, το περιεχόμενο. Και όλα αυτά διαπερνούν το έργο του Γιάννη Κουνέλλη, του ιδρυτικού μέλους της σχολής της Φτωχής Τέχνης.
«Ο Κουνέλλης είναι πάντα δραματικός, επικός. Και ενώ έχει ένα λεξιλόγιο αναγνωρίσιμο, μπορεί πάντα να το επανερμηνεύει με νέους τρόπους αυτό το εικαστικό λεξιλόγιο», έλεγε πριν λίγους μήνες στους Νew York Times ο κριτικός τέχνης και επιμελητής Ludovico Pratesi. O ίδιος ως καλλιτέχνης πίστευε στη διαλεκτική, στην ανταπόκριση του δημιουργού σε αυτό που συμβαίνει. Πώς ανταποκρίθηκε ο Πικάσο στον πόλεμο κάνοντας την Γκερνίκα; Αυτό επιζητούσε και ο ίδιος. «Ο Πικάσο έκανε την Γκερνίκα, είδε τον πόλεμο και απάντησε. Ο Μοντριάν με το θεοκρατικό της ζωγραφικής του δεν απάντησε στον πόλεμο. Πριν και μετά ήταν ο ίδιος. Εμένα μου αρέσει ο Πικάσο. Δεν είναι ότι θέλω πάντοτε να απαντάω, μα καμιά φορά διανοητικώς πρέπει να απαντάς. Η δημοκρατία στο τέλος κυριαρχεί. Δημοκρατία λέγεται η ελευθερία και η διαλεκτική», μου έλεγε στη συνάντησή μας στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με αφορμή την έκθεσή του εκεί τον Απρίλιο του 2012.
Υπήρξε βαθιά πολιτικοποιημένος, γονιδιακά, αναπόφευκτα. Εζησε τον Εμφύλιο Πόλεμο και βαθιά επηρεάστηκε από αυτόν. Γεννήθηκε το 1936 στον Πειραιά, μεγαλώνοντας στον Προφήτη Ηλία. Φτώχεια, η Ελλάδα να σπαράσσεται από την Κατοχή, μετά από τον διχασμό. Είδε πολλά πράγματα στη ζωή του, σε όλη την Ευρώπη όμως μου έλεγε «δύσκολο να ξεχάσω τον Εμφύλιο Πόλεμο. Είναι ένα μεγάλο τραύμα. Είναι και παρακμή. Τρομακτικός». Ετσι η πολιτική έγινε για αυτόν αυτονόητη ανάγκη και αίτημα συμμετοχής. Ψήφιζε πάντα, όπου και αν βρισκόταν επέστρεφε στην Ιταλία όπου είχε τα εκλογικά του δικαιώματα για να ψηφίσει. Για να υπερασπιστεί τη Δημοκρατία –να μία ακόμα φράση που επανερχόταν στις κουβέντες του.
Δημοκρατία και δίκιο. Την περασμένη άνοιξη όταν ξέσπασε η φουρτούνα λίγων ημερών με την έλευση του Γιαν Φαμπρ και κυρίως με την αντίδραση των ελλήνων καλλιτεχνών στις πρώτες ανακοινώσεις του βέλγου ρηξικέλευθου καλλιτέχνη που έμοιαζαν να περιθωριοποιούν κάθε ελληνικό στοιχείο, ο Κουνέλλης παρακολουθούσε τις εξελίξεις εντατικά. Μιλούσε με φίλους του στην Αθήνα σε μια ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας. Είχε θυμώσει. «Επασχε» και αυτός με τους έλληνες καλλιτέχνες, κατανοούσε την ψυχική τους κατάσταση και τον αγώνα που έδιναν. Μιλήσαμε μια-δυο φορές στο τηλέφωνο για αυτή του τη στάση, σκεφτόταν να παρέμβει με μια δήλωση. Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές, ο Φαμπρ ένα Σάββατο πρωί παραιτήθηκε, δεν υπήρχε λόγος παρέμβασης πλέον από τον Κουνέλλη. Όμως ο σπινθήρας η ψυχή του ήταν εδώ. Δημοκράτης και βαθιά πνευματικός ως τέλους.
Ο πατέρας του ήταν μηχανικός σε πλοία και ο ίδιος ο Γιάννης βρέθηκε σε απόλυτη, διαρκή σχέση με τη θάλασσα. «Ηταν πάντα τρυφερά δεμένος με τα λιμάνια», γράφτηκε για αυτόν και η αλήθεια είναι πως η σχέση με τη θάλασσα, με το φορτίο της, με τον τρόπο που αυτή δαμάστηκε και ταξιδεύθηκε διαπέρασε τα έργα του. Ο Πειραιάς υπήρξε ο γενέθλιος τόπος το πρώτο τοπίο. Εκεί ζωγράφισε για πρώτη φορά, έφηβος, βγάζοντας χαρτζιλίκι πουλώντας τα πρώτα του σχέδια σε φίλους ή στη γειτονιά. Ηταν και ο τόπος από τον οποίο δραπέτευσε σχεδόν δεκαεπτά ετών, μαζί με την αγαπημένη του Εφη με προορισμό την Ιταλία. Την πατρίδα της τέχνης του.
Ταξίδεψε και εκτός Ευρώπης, έζησε για λίγο στη Νέα Υόρκη, όμως επέστρεψε στη Ρώμη γιατί ήθελε να ζει στην καρδιά της Ευρώπης. Ελεγε πως τον ενδιέφερε να νιώθει τις πληγές που είχε από τον Πόλεμο, να τις επεξεργάζεται, να καταλάβει περισσότερα για όσα πέρασε η Γηραιά Ηπειρος. Εκανε την πρώτη έκθεση στη Ρώμη το 1960, 24 ετών στην Galleria La Tartaruga. Το έργο του χαρακτηρίστηκε βέβαια από τις μεγάλες εγκαταστάσεις, τις γλυπτικές δημιουργίες, όμως ο ίδιος ταυτιζόταν πάντα με την έννοια του pittore. Zωγράφος. «Κάνω τον ζωγράφο» όπως έλεγε. «Όσοι κάνουμε το ζωγράφο έχουμε σχέση σωματική με τη δουλειά μας. Δείτε τον Πόλοκ, τη γενιά μου», μου εξηγούσε σε εκείνη τη συνέντευξη τον Μάιο του 2012 στην Athens Voice. «Όλα όσα κάνω είναι ζωγραφική. Ακόμα και αν δεν αγγίζω πινέλο για να κάνω ένα έργο. Λέω την αλήθεια μου ως ζωγράφος», έλεγε λίγους μήνες στους New York Times. Την πρώτη του έκθεση στην Ελλάδα την έκανε το 1977 σε μια ταβέρνα στην Αθήνα, καλεσμένος τότε από την Γκαλερί Bernier, όπως αναφέρει η Μαρίνα Ηλιάδη.
Αν και άλωσε την παγκόσμια σκηνή τέχνης και ανήκε στους πρωτοπόρους που εισήγαγαν το κίνημα της Arte Povera, επέστρεφε συχνά στην Αθήνα για να δείξει δουλειά του. Τελευταία μεγάλη έκθεση ήταν αυτή στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, μέσα στο Μέγαρο Σταθάτου. Η Αθήνα βέβαια στερήθηκε τη δυνατότητα να απολαύσει ένα νέο έργο του, και μάλιστα σε δημόσιο χώρο. Ηταν το έργο που ετοίμαζε ειδικά για τον Εθνικό Κήπο στο πλαίσιο του μεγάλου σχεδίου του ΝΕΟΝ για την ανασυγκρότηση του κήπου και την παρουσίαση σημαντικών έργων τέχνης. «Είναι ωραίος ο Κήπος. Τον γνώρισα όταν ήμουν μικρό παιδί. Σε αυτόν τον Κήπο δεν μπορώ να μην καταθέσω τη δική του ιδέα για τον πολιτισμό» έλεγε στο Βήμα. Μια ευκαιρία που χάθηκε (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…)
Τα σακιά από λινάτσα συχνά γεμάτα με κάρβουνα, τα κρεμασμένα παλτό μάρτυρες μιας σωματικότητας που υπήρξε, τα γύψινα αντίγραφα αρχαίων κεφαλών, τα μεγάλα μεταλλικά δοκάρια σαν οστά από σκελετούς κτιρίων υπήρξαν υλικά που διαχειρίστηκε με μια ποιητικότητα. Τα ταπεινά, τα τραχιά υλικά έγιναν τέχνη. Στην έκθεση του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είχε ζητήσει μόνο σακιά, μάρμαρο, εφημερίδες γυαλιά. Κοιτώντας τις δημιουργίες του μέσα στο Μέγαρο Σταθάτου αναρωτήθηκα ποια ανάγκη τον σπρώχνει να κάνει ένα έργο τέχνης. Και… «Λες ανάγκη αυτό που λέγεται ποίηση. Ποίηση είναι ότι εγώ κάνω ένα πράγμα που δεν υπάρχει. Έχεις μια συνείδηση, ένα όραμα τρομακτικό: ότι η αρχαία λογική πεθαίνει. Εκεί βρίσκεται η ανάγκη να κάνεις ένα νέο πράγμα. Ο Γκόγια με τις μαύρες ζωγραφικές είχε αυτή τη συνείδηση. Είναι τρομακτικό να αισθάνεσαι ότι η παλιά λογική ήδη πεθαίνει. Το καινούργιο στηρίζεται εκεί. Δεν ψάχνεις ένα φουτουριστικό προβληματισμό, βλέπεις ότι εκείνη η λογική πεθαίνει και φτιάχνεις ένα άλλο πράγμα που δεν υπήρχε. Είναι πολύ δύσκολο να αφήσεις τα παλιά χνάρια της λογικής. Πρέπει να τα βλέπεις. Είναι σαν φάντασμα. Όλη η ζωγραφική είναι ένα φάντασμα». Επιζητούσε την επιστροφή της ποίησης με όλα τα μέσα.
H παγκόσμια σκηνή της τέχνης υποκλίνεται και αποχαιρετά έναν σπουδαίο. Έναν Ευρωπαίο στη συνείδηση και την ταυτότητα, έναν Ελληνα που ρίζωσε στην πραγματική πατρίδα της Δημοκρατίας και του Ανθρωπισμού. Αλλωστε «γεννήθηκα στην Ελλάδα και όταν ήμουν μικρός είδα τον Παρθενώνα» έλεγε με όλο το νόημα που φέρει αυτή η ανεξίτηλη εικόνα. Και δήλωνε θετικός αισιόδοξος ως Ελληνας «ίσως να φταίει και ότι ο Οδυσσέας γύρισε νικητής» μου έλεγε γελώντας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News