Ο Ευκλείδης στον μονόδρομο του ΔΝΤ και της ψήφισης προκαταβολικών μέτρων
Το τοπίο ξεκαθαρίζει. Αν η Αθήνα επιθυμεί την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, θα αναγκαστεί να ακολουθήσει έναν πολιτικά δύσβατο μονόδρομο: να αποδεχτεί τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο πρόγραμμα και να υιοθετήσει την προκαταβολική νομοθέτηση μέτρων για το 2019, ύψους 4,5 δισ. ευρώ.
Αν και είναι ξεκάθαρο ότι το Eurogroup της Πέμπτης, 26 Ιανουαρίου, δεν θα δώσει την οριστική λύση – «θα δούμε πώς μπορούμε να φθάσουμε σε μία γρήγορη ολοκλήρωση… αλλά είναι προφανές ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει την Πέμπτη» είπε ο Πιερ Μοσκοβισί– , πολλοί εκτιμούν ότι είναι αυτό που θα καθορίσει την τύχη της κυβέρνησης και εν πολλοίς της οικονομίας ως το επόμενο ραντεβού-ορόσημο, το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου.
Οι εξελίξεις επιταχύνονται και ο πολιτικός χρόνος είναι εξαιρετικά πυκνός. Ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι η κυβέρνηση επιμένει –και το επανέλαβε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος στο briefing των πολιτικών συντακτών της Τρίτης– ότι «το ζήτημα είναι πολιτικό» και ότι δεν πρόκειται να ψηφιστούν νέα μέτρα. Αν όμως δεν ψηφιστούν τα μέτρα που απαιτούν οι δανειστές και παραμείνει παγωμένη η αξιολόγηση, τότε η λύση της προσφυγής στις κάλπες, υπό ασφυκτικές μάλιστα χρονικές προθεσμίες, ίσως να είναι μια μόνη διέξοδος.
Με βάση άλλωστε την ενημέρωση που υπάρχει από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Κομισιόν και της Ευρωζώνης τα δεδομένα έχουν ως εξής:
– Μετά τη συνάντηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με την Κριστίν Λαγκάρντ την περασμένη Πέμπτη στο Νταβός η μόνη επιλογή που προσφέρεται στην Ελλάδα είναι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο 3ο μνημόνιο με το δικό του χρηματοδοτικό πρόγραμμα (περίπου έξι δις. ευρώ). Σε αντίθετη περίπτωση για τη Γερμανία δεν θα ισχύει πλέον το τρέχον μνημόνιο καθώς η συμμετοχή του Ταμείου είναι η βάση του.
– Η Ελλάδα καλείται να προχωρήσει στην προκαταβολική νομοθέτηση μέτρων για τη μείωση του αφορολόγητου και της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις με ισχύ από το 2019. Η παράταση του «κόφτη» που πρότεινε η Ελλάδα είναι ένα μέτρο που δεν αποδέχεται το Ταμείο και συμφωνούν πλέον και οι Ευρωπαίοι. Γι αυτό και η αμηχανία ενόψει του Eurogroup της Πέμπτης όπου αναμένεται να αποτυπωθεί αυτή η πραγματικότητα.
Βέβαια τα πλεονεκτήματα που προσφέρονται στην ελληνική κυβέρνηση για να πειστεί να ψηφίσει τα μέτρα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα:
– Πρώτον, αν υπάρξει συμφωνία στις 20 Φεβρουαρίου θα διατυπωθούν με σαφήνεια μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος τα οποία θα ενεργοποιηθούν το 2018.
– Δεύτερον, αναμένεται να σχηματοποιηθεί μια φόρμουλα μη εφαρμογής κάποιων μέτρων αν η Ελλάδα πιάσει τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι αντίστοιχες ρυθμίσεις για την ελάφρυνση του βάρους της προσαρμογής υπήρχαν και στα προηγούμενα προγράμματα.
Από την άλλη η θεωρία ότι η Γερμανία θα υποχωρήσει στο θέμα της αξιολόγησης όσο πλησιάζουμε στο καλοκαίρι (και στις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου) δεν επιβεβαιώνεται από ευρωπαίους αξιωματούχους. Αντιθέτως το κλίμα που μεταδίδει το Βερολίνο στις Βρυξέλλες είναι ότι μια νέα κρίση γύρω από την Ελλάδα θα μπορούσε ακόμη και να βοηθήσει εκλογικά το υπάρχοντα κυβερνητικό συνασπισμό. Το σκληρό αυτό μήνυμα βασίζεται στη γνώση ότι η Ελλάδα πρέπει να πληρώσει τον Ιούλιο δανειακές υποχρεώσεις 6,2 δις. ευρώ (κυρίως ομόλογα της ΕΚΤ). Αν δεν εκταμιευθεί δόση υπάρχει ο κίνδυνος αθέτησης πληρωμών και βεβαίως του Grexit.
«Κανονικά η Ελλάδα θα έπρεπε να επιθυμεί το ΔΝΤ εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα», λέει ευρωπαίος αξιωματούχος με σφαιρική εικόνα των εξελίξεων. Αν μπει το Ταμείο ως τις 20 Φεβρουαρίου, συνεχίζει, θα πεισθούν οι «ιέρακες» στις χώρες της Ευρωζώνης που δεν θέλουν να δίνουν χρήματα στην Ελλάδα. Επιπλέον η χώρα μας θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) στις 9 Μαρτίου και θα αποφύγει την είσοδο στο ευρωπαϊκό εκλογικό καλεντάρι που αρχίζει τον Μάρτιο με εκλογές στην Ολλανδία και συνεχίζεται με κάλπες στη Γαλλία τον Απρίλιο και τη Γερμανία τον Σεπτέμβριο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News