Πάνε 26 μήνες και κάτι από την ημέρα (1η Νοεμβρίου 2014) που ο Γιάννης Σφαιρόπουλος ανέλαβε τον Ολυμπιακό –την πρώτη του δουλειά σε top επίπεδο. Πρόλαβε να κατακτήσει δυο Πρωταθλήματα (2015, 2016) και να οδηγήσει την ομάδα του στον τελικό της Ευρωλίγκας (2015). Αλλά, το πιο εντυπωσιακό είναι το πόσο γρήγορα άρχισε να συζητείται με θαυμασμό, στα σαλόνια του ευρωπαϊκού μπάσκετ, το όνομα ενός προπονητή που μέχρι τα 47 του μόνον οι πολύ «ψαγμένοι» του εγχώριου μικρόκοσμου γνώριζαν και εκτιμούσαν.
Λίγο προτού φύγει το 2016, ο Ολυμπιακός του Σφαιρόπουλου νίκησε τη Φενέρμπαχτσε του Ομπράντοβιτς, χωρίς τον Πρίντεζη, χωρίς τον Χάκετ (ή τον αντικαταστάτη του), με έναν και μοναδικό «άσο», με ένα και μοναδικό «τεσσάρι» –και με τον Σπανούλη άσφαιρο επί 38 λεπτά! Αρχές Ιανουαρίου, πάλι με ένα σωρό προβλήματα, πέτυχε την έκτη του σερί νίκη επί του Παναθηναϊκού, σε έναν αγώνα στον οποίο και οι 11 παίκτες που χρησιμοποιήθηκαν, έδωσαν ρεσιτάλ – στον μικρό ή μεγάλο του ρόλο ο κάθε ένας. Επειτα ήρθε το «διπλό» στη Βαρκελώνη, χωρίς τον Σπανούλη. Σε ένα γήπεδο που συχνά… κατηφορίζει, οι ευρωπαϊκές ομάδες που θα μπορούσαν να αποδράσουν με τη νίκη απόντος του ηγέτη τους, είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Τριάντα ολόκληρα χρόνια εργάζεται σκληρά για την αναγνώριση, ο κόουτς από τη Θεσσαλονίκη, κι αυτή άρχισε να του χαμογελά λίγο πριν πενηνταρίσει (στις 21 Μαρτίου). Ολοι, πλέον, διαπιστώνουν ότι ο Ολυμπιακός είναι -πάνω απ’ όλα- η ομάδα του προπονητή του. Με μπάτζετ 14 εκατομμυρίων ευρώ, έχει κάνει μόλις μια νίκη λιγότερη από τον πλουσιότερο σύλλογο της Ευρωλίγκας -την ΤΣΣΚΑ Μόσχας των 37 εκατ. ευρώ- μοιράζεται τη δεύτερη θέση της βαθμολογίας με τη Ρεάλ Μαδρίτης των 27 εκατ. ευρώ, και έχει βάλει από κάτω τη Φενέρ και την Μπαρτσελόνα που έχουν, κι αυτές, σχεδόν διπλάσιο προϋπολογισμό.
Η φόρμουλα των επιτυχιών του Σφαιρόπουλου δεν είναι καθόλου μυστική. Είναι γραμμένη σε ένα πανό που κρέμεται στα αποδυτήρια του Ολυμπιακού: «όλοι για έναν και ένας για όλους». Το σχέδιό του είναι σχεδόν πρωτόγονο: άμυνα μέχρις εσχάτων, μάχη για την κατοχή της μπάλας σε κάθε φάση του αγώνα, ομαδικότητα, αυτοσυγκέντρωση και «ψυχή». Τόσο απλό. Αλλά και τόσο προβλέψιμο. Δεν τον ενοχλεί διόλου. Πιστεύει ότι οι παίκτες μπορούν να αποδώσουν στο 100%, μόνον εάν ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν στο παρκέ κάθε στιγμή. Εάν οι κινήσεις γίνουν όπως πρέπει, απ’ όλους, ο αντίπαλος είναι αδύνατο να τις αντιμετωπίσει, ακόμη κι αν τις γνωρίζει εκ των προτέρων. Αλλωστε, ο προπονητής έχει άλλους τρόπους να εκπλήσσει: αλλάζει σχήματα, ρόλους και τρόπους άμυνας ή τελευταίας επίθεσης.
Για την άμυνα υπάρχει ένα manual – κανένας δεν επιτρέπεται να κάνει του κεφαλιού του. Η επίθεση, όμως, στηρίζεται στο ταλέντο και την έμπνευση της στιγμής. Η αποτελεσματικότητα κάθε παίκτη εξαρτάται -κυρίως- από τον ίδιο: από τη φόρμα του, την αυτοπεποίθησή του, το προαίσθημά του, το πώς νιώθει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ο κόουτς απαγορεύει κάθε παρέκκλιση στον αμυντικό τομέα, αλλά ενθαρρύνει τις πρωτοβουλίες στον επιθετικό. Κι εδώ, όμως, υπάρχει μια ιεραρχία. Ο αρχηγός της ομάδας (ο Σπανούλης) ή ο υπαρχηγός (ο Πρίντεζης) πρέπει να πάρουν πάνω τους τις περισσότερες προσπάθειες. Είναι ένα δικαίωμα αυτονόητο, που το έχουν κερδίσει μέσα στο γήπεδο.
Είναι… μυστήριο τρένο, ο Σφαιρόπουλος. Αυτοί που συχνά γκρινιάζουν για τις επιλογές του, απλώς δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο του. Γι’ αυτόν, μια ομάδα είναι πλήρης όταν όλοι οι παίκτες της μπορούν (και θέλουν) να ασπαστούν το δόγμα του -περί άμυνας, μαχητικότητας και ομαδικότητας- το οποίο είναι δόγμα επιβίωσης και προόδου. Οι οπαδοί πιστεύουν (κι έχουν δίκιο) πως εάν ο κόουτς είχε κάνει κάποιες προσθήκες στο ρόστερ, τις οποίες οι ιδιοκτήτες ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν, ο Ολυμπιακός θα κέρδιζε πολλά από τα ματς που έχασε. Εκείνος, όμως, τα μετράει αλλιώς: αυτοί οι παίκτες (που δεν ήρθαν) θα έχαναν αρκετά από τα παιχνίδια που η ομάδα κέρδισε. Μέχρι στιγμής, η αριθμητική του δικαιώνεται: οι απρόσμενες νίκες είναι πολύ περισσότερες από τις απρόσμενες ήττες.
Εφέτος, όπως και πέρυσι, ο Σφαιρόπουλος προτίμησε να βρει -ή να κρατήσει- παίκτες λειτουργικούς στο αμυντικό παιγνίδι του, αλλά και να αφήσει χρόνο συμμετοχής στους μικρότερους. Για την ακρίβεια, σε όλους. Ο δωδέκατος παίκτης του, ο Αθηναίου, είναι στέλεχος της Εθνικής Ανδρών – κι όχι κάποιο αμούστακο παιδαρέλι. Ασφαλώς γνώριζε από το καλοκαίρι, ότι ο Σπανούλης ή ο Πρίντεζης δεν θα καταφέρουν να βγάλουν μια τόσο απαιτητική σεζόν χωρίς να λείψουν σε κάποιους αγώνες, όμως επέλεξε να στηριχτεί στην ομάδα, αντί να αναζητήσει τον «αντι-Σπανούλη» ή τον «αντι-Πρίντεζη». Και είναι απίστευτο, το πόσοι πολλοί, διαφορετικοί παίκτες του «βγήκαν μπροστά» και… καθάρισαν στις δύσκολες βραδιές, όταν όλα έδειχναν χαμένα.
Πριν απ’ αυτόν, η αγωνία των φίλων του Ολυμπιακού -στα ματς της Ευρωλίγκας ή στα ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό- ήταν, σε ποια κατάσταση θα βρίσκεται ο Σπανούλης. Πλέον, όλοι πιστεύουν σε αυτή τη στιβαρή, αποτελεσματική ομάδα που «βγάζει το λάδι» στους αντιπάλους της, κερδίζοντας τους πάντες όταν κάνει σωστά αυτά που της έμαθε ο προπονητής της. Εφέτος, ο Σφαιρόπουλος την πήγε ένα βήμα παρακάτω – και η νίκη στη Βαρκελώνη ήταν η πιο τρανή απόδειξη. Ηταν το ματς που δικαίωσε, περισσότερο από κάθε άλλο, την κοσμοθεωρία του για το μπάσκετ. Γι’ αυτό διάλεξε αυτή τη στιγμή για να δηλώσει -πρώτη φορά- πως «Ολυμπιακός δεν είναι μόνον ο Σπανούλης». Αξιοπρόσεκτη υπέρβαση για τον εργασιομανή και σεμνό τεχνικό, που δεν «το ‘χει» καθόλου με τα λόγια.
Τον Νοέμβριο του 2014, όταν πήρε τη θέση του Γιώργου Μπαρτζώκα στον πάγκο του Ολυμπιακού, δεν ήταν λίγοι αυτοί που απόρησαν: «Ποιος Σφαιρόπουλος;». Είχε διατελέσει head coach στον ΠΑΟΚ για μισή σεζόν (2000-2001), στον Κολοσσό Ρόδου για τρεις (2008-2011) και στον Πανιώνιο για -σκάρτες- δυο (2012-2014). Το καλό του όνομα το έφτιαξε περισσότερο ως βοηθός προπονητή: στον ΠΑΟΚ, στον Ολυμπιακό, στην Εθνική Ελλάδος, στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Ελάχιστοι, όμως, μπορούσαν να γνωρίζουν τη συνεισφορά του. Ολες οι επιτυχίες πιστώθηκαν στους προϊσταμένους του.
«Σπούδασε» δίπλα στον Κώστα Φλεβαράκη, τον Γιόνας Καζλάουσκας, τον Πίνι Γκέρσον, τον Παναγιώτη Γιαννάκη και τον Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος φαίνεται πως τον επηρρέασε πιο πολύ από κάθε άλλον. Αν και η δουλειά έχει αλλάξει δραματικά από τότε που την έκανε ο δάσκαλός του -επειδή το ίδιο το μπάσκετ είναι, σήμερα, πολύ διαφορετικό- κάποιες ομοιότητές τους είναι εντυπωσιακές, και δεν μιλάμε μόνο για τη λατρεία τους στην άμυνα. Εξ’ ού και το παρατσούκλι «Μελαχρινός», δίκην αντιπαραβολής με το «Ξανθός» του Ιωαννίδη. Αλλά, στην πραγματικότητα, είναι αυτοδίδακτος. Εχοντας αποτύχει να παίξει μπάσκετ στον Απόλλωνα Καλαμαριάς, έγινε προπονητής -στα τμήματα υποδομής του συλλόγου- μόλις στα 19 του. Κανένας άλλος κόουτς δεν έμαθε να παρατηρεί το παιχνίδι πίσω από τις γραμμές, από τόσο νεαρή ηλικία.
Στον Ολυμπιακό εργάστηκε για πρώτη φορά το 2005, ως μέλος του τεχνικού τιμ, όμως η οικογενειακή του σχέση με τους «ερυθρόλευκους» χρονολογείται από τις αρχές των ’60s, όταν ακόμα ήταν αγέννητος. Ο πατέρας του, Σάββας, είχε παίξει ποδόσφαιρο στον Ολυμπιακό -πολύ καλό, μάλιστα- αλλά στα 26 του, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εγκατέλειψε την μπάλα και άνοιξε οδοντιατρείο στην Καλαμαριά.
Οδοντίατρος σκόπευε να γίνει και ο Γιάννης. Η μοίρα, όμως, αποφάσισε αλλιώς. Απέτυχε -δυο φορές- στις εισαγωγικές εξετάσεις, κι έτσι κατέληξε στα ΤΕΦΑΑ και στην προπονητική. Πάντως βρήκε τον τρόπο, ν’ αφήνει τον κόσμο με το στόμα ανοιχτό…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News