Επεσαν έξω πολλοί, αναλυτές, ψηφοφόροι, εξωτερικοί παρατηρητές, δημοσκόποι. Αλλά κυρίως τα μίντια. Προ πάντων τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης απέτυχαν να συλλάβουν τον ρυθμό της αμερικανικής κοινωνίας. Κανένας δεν προέβλεψε -ή προετοιμάστηκε για- τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ θα κέρδισε την προεδρία των ΗΠΑ.
Οι δημοσιογράφοι δεν έθεσαν ποτέ υπό αμφισβήτηση τα νούμερα που έδιναν οι δημοσκοπήσεις, σταθερά υπέρ της Χίλαρι Κλίντον, επειδή πολύ απλά τα νούμερα επιβεβαίωναν το ένστικτό τους ότι ποτέ δεν θα εξέλεγαν οι αμερικανοί πολίτες τον υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για την προεδρία της χώρας. Δεν παρατήρησαν πόσο εξαγριωμένο και απεγνωσμένο ήταν ένα τεράστιο μέρος των ψηφοφόρων κατά τη διάρκεια της μερικής οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Δεν κατάλαβαν πόσοι αισθάνονταν προδομένοι από εμπορικές συμφωνίες της κυβέρνησης και προσβεβλημένοι από τη Ουάσιγκτον, από τη Γουόλ Στριτ, από τα συστημικά μέσα.
Μάλιστα, σύμφωνα με την ανάγνωση που έκαναν οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, όποιος στήριζε ακόμη και τις τελευταίες εβδομάδες τον Τραμπ ήταν «εκτός πραγματικότητας». Τελικά, όμως, ποιος ήταν εκτός πραγματικότητας;
Η Huffington Post διαβεβαίωνε ότι η Χίλαρι «το’ χει» και ότι η νίκη της θα ήταν σημαντική αλλά όχι συντριπτική. Και οι New York Times προέβλεψαν το απόγευμα της Τρίτης –την ημέρα της κάλπης!- ότι η Χίλαρι είχε 84% πιθανότητες να κερδίσει την προεδρία. 84%! Μέχρι τις 10 και μισή το βράδυ (τοπική ώρα) της ίδιας μέρας η πρόβλεψη αναστράφηκε: 93% πιθανότητες υπέρ της υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ.
Εξω έπεσε και το CNN στις προβλέψεις του. Οταν είχε τον χάρτη με τα κόκκινα και μπλε αποτελέσματα απέναντί του, ο επικεφαλής πολιτικού ρεπορτάζ του τηλεοπτικού δικτύου, Τζον Κινγκ παραδέχθηκε ότι «δεν είχαμε έναν διάλογο βασισμένο στην πραγματικότητα». Δηλαδή ομολόγησε ότι οι δημοσιογράφοι απέτυχαν να συλλάβουν και να καταγράψουν την πραγματικότητα, με άλλα λόγια να κάνουν τη δουλειά τους.
Φταίνε οι δημοσκοπήσεις, σίγουρα. Το ίδιο συνέβη και στο δημοψήφισμα της Βρετανίας όπου επικράτησε το Brexit. Φταίει, όμως, κυρίως η ερμηνεία των αποτελεσμάτων των ερευνών της πρόθεσης ψήφου. Οπως επισημαίνουν σε άρθρο τους οι New York Times, την Τρίτη έγινε εμφανές ότι «κάτι έχει παραλύσει στη δημοσιογραφία, η οποία δείχνει ανίκανη να πιάσει τον πνεύμα του αντισυστημικού τρεντ που φέρνει τα πάνω – κάτω».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα λαϊκίστικο κίνημα περνάει κάτω από τη μύτη των δημοσιογράφων στις ΗΠΑ από το 2008 μέχρι σήμερα. Ετσι έγινε με το αιφνίδια κέρδη που κατέγραψε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα το 2010 και το 2014. Κάθε αποτυχία ήταν ένα μάθημα, κάθε φορά οι δημοσιογράφοι δεσμεύονταν να μην κάνουν το ίδιο λάθος. Και γιατί δεν προέβλεψαν το μεγαλύτερο λάθος τους μέχρι σήμερα; Οπως περιγράφει ο δημοσιογράφος της αμερικανικής εφημερίδας, Τζιμ Ρούντενμπεργκ, παραφράζοντας τον συγγραφέα Ροντ Ντρέχερ, «οι δημοσιογράφοι εθελοτυφλούν απέναντι στο μίσος τους κατά της συντηρητικής θρησκείας, στο μίσος τους κατά των τύπων της επαρχίας, στο μίσος τους κατά της εργατικής τάξης και των φτωχών λευκών ανθρώπων».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News