Το Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος διαθέτει σχετικά καλή φύλαξη που, φυσικά, επικεντρώνεται στα κεντρικά κτήρια της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Οπερας. Δεν υπάρχει λόγος για ειδικά μέτρα ασφαλείας στο πάρκο που περιβάλλει το Κέντρο. Και σωστά. Μιλάμε για ένα χώρο πολιτισμού, όχι για στρατόπεδο.
Αγνωστοι μπήκαν στο πάρκο και έγραψαν με σπρέι αυτά που βλέπετε στις φωτογραφίες. (Εκ του Κέντρου διευκρινίζεται ότι αυτό δεν έγινε πρόσφατα). Όχι, δεν έχει καμία σημασία το μήνυμα που επιγράφεται στο τοιχείο. Επίσης δεν τίθεται θέμα φύλαξης και ασφάλειας του χώρου. Δεν είναι δυνατόν να φυλάσσονται πάρκα και παγκάκια προκειμένου να αποτραπούν οι βανδαλισμοί. Εκείνο που αξίζει να συζητήσουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος υφίστανται αυθαίρετες και αισθητικά βίαιες παρεμβάσεις.
Στην Ελλάδα, ας πούμε στην Αθήνα ειδικότερα, τα πάντα είναι εκτεθειμένα στο σπρέι του τύπου που θα διαλέξει τοίχο για να εκφράσει ποδοσφαιρική ή πολιτική αγάπη. Πολύ συχνά δε, o τοίχος μετατρέπεται σε πεδίο υποδοχής και έκφρασης αυθεντικού μίσους προς πολιτικούς και ποδοσφαιρικούς αντιπάλους, κρατικούς φορείς ως και επαγγελματικές ομάδες –κυρίως αστυνομικούς και δημοσιογράφους. Γίνεται επιφάνεια ερωτικών δηλώσεων και απογοητεύσεων, πίνακας με ασυνάρτητες μουτζούρες, πεδίο δοκιμών για χρώματα και σπρέι. Κανένας, φυσικά, δεν το κάνει στον τοίχο του σπιτιού του ή έστω στον διπλανό. Ιδανικά, θα προτιμήσει κεντρική τοποθεσία ή, ακόμα καλύτερα, ένα εμβληματικό κτίριο. Πόσες φορές, για παράδειγμα, έχουν γεμίσει με συνθήματα οι τοίχοι (και τα σκαλιά) της Εθνικής Βιβλιοθήκης, της Ακαδημίας και του Πανεπιστημίου; Και εδώ, βέβαια, μπορεί να γίνει μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση: δεν παρατηρείται βεβήλωση αρχαιολογικών μνημείων. Ο τύπος με το σπρέι δεν έχει κανένα πρόβλημα να αφήσει τη μπογιά του επάνω σε ένα κτίριο 150 ετών, πλην όμως, όλα και όλα, φαίνεται ότι σέβεται τα αρχαιολογικά μνημεία που, ούτως ή άλλως, φυλάσσονται πλημμελώς. Όμως τίποτα άλλο δεν διαθέτει ασυλία.
Συμβαίνει και έξω, θα πείτε. Όχι με την ένταση που συμβαίνει εδώ. Στην πατρίδα μας αναπτύσσουμε ιδιοκτησιακή σχέση με τον δημόσιο χώρο. Θεωρούμε πως αφού είναι δημόσιο, διαθέτουμε, κατά κάποιον τρόπο, νομιμοποίηση παρέμβασης. Η αυθαίρετη αφισοκόλληση αυτό δείχνει –στην εποχή των δικτύων δεν καλύπτει καμία ανάγκη πληροφόρησης. Υπάρχει όμως και κάτι πιο βαθύ: πιστεύουμε πως αφού κάτι είναι δημόσιο, μπορούμε να εκτονώσουμε επάνω του οργή και βίαια ένστικτα. Μόνο έτσι εξηγείται ο λόγος για τον οποίο κάποιος σπάει μία στάση, εκθέτοντας τους συμπολίτες του στη βροχή. Και κάποιος άλλος θα έρθει να μουτζουρώσει την πινακίδα με το πρόγραμμα διέλευσης των λεωφορείων. Και μετά θα πάει πιο πέρα: o φρεσκοβαμμένος και καθαρός τοίχος εμφανίζεται ως πρόκληση. Το άγαλμα ως ευκαιρία για μία ασφαλή βεβήλωση, ως μία θρασύδειλη αντίδραση προς την πόλη και σε όσα αυτή εκφράζει ως χώρος που απαιτεί συμπεριφορά εντός συγκεκριμένων πλαισίων. Όλα αυτά περιγράφονται και πιο απλά, με μία λέξη: καφριλίκι.
Και η περίπτωση που βλέπετε είναι χαρακτηριστική. Ενας χώρος καινούργιος, όπου η μπογιά δεν έχει στεγνώσει, δέχεται επίθεση, προφανώς από μία παρέα νέων. Προφανώς θα μπορούν να δηλώσουν «οργισμένοι». Και, φυσικά, δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, τίποτα για να πληρώσουν. Ούτε καν τα έξοδα της μπογιάς δεν θα δώσουν αν τους τσιμπήσουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News