Εχουν περάσει 119 μέρες από τότε που οι Βρετανοί ψήφισαν με 51,9% υπέρ της εξόδου της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ενωση – και μέχρι στιγμής έχουν περάσει χωρίς μεγάλα δράματα. Ναι, έφυγε ο πρωθυπουργός της «παραμονής» Ντέιβιντ Κάμερον από την Ντάουνινγκ Στριτ και ήρθε στη θέση του η Τερέζα Μέι ως πρωθιέρεια του Brexit, αλλά σε γενικές γραμμές δεν έχουν υπάρξει άλλες εντάσεις. Μέχρι τώρα.
Εδώ και λίγα 24ωρα ο βρετανικός Τύπος έχει σπεύσει να περιγράψει ένα ρήγμα στην κυβέρνηση των Τόρις με πρωταγωνιστή μάλιστα τον Φίλιπ Χάμοντ, τον υπουργό Οικονομικών που ex oficio καλείται να διαχειριστεί το μεγαλύτερο βάρος της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την κοινή αγορά.
Η Daily Telegraph ανέφερε ότι ο Χάμοντ ενδέχεται ακόμη και να εξαναγκαστεί σε παραίτηση διότι «έχει δυσαρεστήσει» συναδέλφους του στους κόλπους της κυβέρνησης με την έκκλησή του για προσοχή ως προς τα μέτρα ελέγχου της μετανάστευσης. Κατά το ρεπορτάζ, ο υπουργός Οικονομικών ξεκαθάρισε στην πρωθυπουργό Τερέζα Μέιο ότι θα συνεχίσει να αναδεικνύει τις «οικονομικές πραγματικότητες» για το Brexit, καθώς και ότι δεν θα επιτρέψει σε εκείνους που υποστήριξαν το Brexit στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου να τον εκδιώξουν από την κυβέρνηση.
Από την Ντάουνινγκ Στριτ έσπευσαν να υποβαθμίσουν το πρόβλημα. Η Μέι που στις αρχές του Οκτωβρίου ανακοίνωσε ότι θα προσφύγει στο Αρθρο 50 για να δρομολογήσει την έξοδο από την ΕΕ ως τα τέλη του Μαρτίου 2017. δήλωσε πως έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον υπουργό Οικονομικών και πως θέλει να ακούει «διαφορετικές απόψεις» για τον τρόπο μίας επιτυχούς εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ωστόσο το θέμα είναι ότι οι ισορροπίες στην κυβέρνηση των Τόρις είναι εύθραυστες λόγω των χειρισμών που απαιτούνται στη διαδικασία του Brexit. Την περασμένη εβδομάδα ο Χάμοντ είχε σπεύσει να προειδοποιήσει τους συναδέλφους του στο υπουργικό συμβούλιο για τους κινδύνους που ενέχει το σχέδιο να απαιτούν από τους πολίτες της ΕΕ να αποδεικνύουν ότι έχουν εγγυημένες εργασιακές δεξιότητες προτού γίνουν δεκτοί στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Κάποιοι υπουργοί, ανωνύμως, κατηγόρησαν τον Χάμοντ ότι «παραείναι επηρεασμένος από τους γραφειοκράτες στο υπουργείο του που πιστεύουν ότι είναι καταστροφή η ψήφος της Βρετανίας για αποχώρηση από την ΕΕ». Αλλος αξιωματούχος έφθασε στο σημείο να χαρακτηρίσει τον υπουργό Οικονομικών «λογιστή που βλέπει παντού ρίσκα και όχι ευκαιρίες».
Η περίπτωση του Χάμοντ δεν είναι μοναδική. Η διάσταση απόψεων για τον τρόπο χειρισμού του Brexit προκαλεί ρήγματα στους Τόρις, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες είναι διχασμένοι για το θέμα της παραμονής ή μη της χώρας στην ΕΕ.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Μαρκ Κάρνεϊ αποστόμωσε την Τερέζα Μέι που επέκρινε την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας λέγοντας: «Δεν πρόκειται να λάβω οδηγίες από πολιτικούς για το πώς θα κάνω τη δουλειά μου».
Και η δουλειά του, όπως και αυτή του Χάμοντ, δεν είναι καθόλου εύκολη. Σύμφωνα με τους Financial Times η διαδικασία του Brexit από μόνη της, θα απαιτεί από τη Βρετανία να πληρώσει περί τα 20 δισ. ευρώ στις Βρυξέλλες. Το γερμανικό περιοδικό Wirtschaftswoche είπε ότι ο λογαριασμός για το διαζύγιο θα είναι ακόμα μεγαλύτερος, περί τα 25 δισ. ευρώ. Αυτά είναι ποσά που προκύπτουν από εκκρεμότητες της Βρετανίας σε κοινοτικούς προϋπολογισμούς. Αλλά αυτό που ξέρουν τόσο ο Χάμοντ όσο και ο κεντρικός τραπεζίτης είναι ότι τα σοβαρά προβλήματα για τη βρετανική οικονομία θα προκύψουν μετά το οριστικό διαζύγιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News