Τα… εύκολα πέρασαν. Οι τρεις τελείες πριν από τη λέξη «εύκολα» είναι για να μας θυμίζουν το αυθαίρετο του χαρακτηρισμού. Τα Νησιά Φερόε, η Φινλανδία ή το Λουξεμβούργο δεν ήταν δύσκολοι αντίπαλοι, όμως -προσφάτως- μας μακέλεψαν. Γι’ αυτό, οι τρεις δήθεν αυτονόητες νίκες της Εθνικής (στα ματς με το Γιβραλτάρ, την Κύπρο και την Εσθονία) έχουν την αξία τους.
Αξίζουν πολύ παραπάνω από το έπαθλο των εννέα βαθμών. Διέκοψαν τον εθισμό της Εθνικής στις ήττες. Πρόσφεραν στους διεθνείς μας κίνητρο και αυτοπεποίθηση. Συσπειρώνουν, και πάλι, τον κόσμο γύρω από την ομάδα. Ανεβάζουν την εκτίμηση προς το πρόσωπο του Μίχαελ Σκίμπε και τον διευκολύνουν να κάνει τη δουλειά του. Μας βγάζουν, σιγά σιγά, από την απόλυτη ανυποληψία και τη μιζέρια των τελευταίων δυο ετών.
Το οτι αυξάνουν τις όποιες πιθανότητες να προκριθούμε στο Μουντιάλ της Ρωσίας (2018), είναι το τελευταίο που θα πρέπει να μας απασχολεί. Αυτός είναι ο τελικός προορισμός -η επιστροφή της Ελλάδας στην τελική φάση ενός παγκόσμιου ή ευρωπαϊκού πρωταθλήματος-, όμως ο δρόμος για να φτάσουμε εκεί είναι ακόμη μακρύς. Είναι μαραθώνιος, όχι σπριντ. Κι εμείς, μόλις εκκινήσαμε.
Η χθεσινή (Δευτέρα) νίκη στο Ταλίν ανέδειξε ακόμη περισσότερο τις ομοιότητες της ομάδας που πάει να φτιάξει ο Σκίμπε με τις ένδοξες Εθνικές του Οτο Ρεχάγκελ και του Φερνάντο Σάντος: κερδίσαμε χωρίς να ενθουσιάσουμε, με δυο γκολ από στατικές φάσεις (ένα κόρνερ και ένα φάουλ), με σκόρερς δυο αμυντικούς, ξεπερνώντας όλες τις δυσκολίες που ξεφύτρωσαν. Κυρίως αυτό.
Μετά το Γιβραλτάρ χάσαμε τον Σάμαρη, με τραυματισμό. Την Παρασκευή, στο Φάληρο, βγήκαν νοκ-άουτ άλλοι δυο βασικοί παίκτες: ο Φορτούνης και ο Τζαβέλας. Και χθες, προτού συμπληρωθούν 18 λεπτά αγώνα είχαν αποχωρήσει οι δυο αρχηγοί, ο Παπασταθόπουλος και ο Τοροσίδης. Οι ατυχίες διαδέχονται η μια την άλλη, λες και κάποια ανώτερη δύναμη δοκιμάζει τις αντοχές της ομάδας για να τη δυναμώσει. Η Εθνική υποχρεώθηκε να παίξει δυο ματς μέσα σε τέσσερις μέρες, με διαφορετικά πρόσωπα σε έξι από τις έντεκα θέσεις. Αλλά τα κατάφερε μιά χαρά.
Επιπλέον, κέρδισε τρεις ποδοσφαιριστές. Τον Κυριάκο Παπαδόπουλο, που ήταν ο πρωταγωνιστής του αγώνα παίζοντας σε τρεις ρόλους: επτά λεπτά ως αμυντικός μέσος, 11 λεπτά ως στόπερ και στα υπόλοιπα ως υπηρεσιακός δεξιός μπακ. Τον Παναγιώτη Ταχτσίδη, έναν αργό αλλά τεχνίτη παίκτη, από τους λίγους διεθνείς μας που μπορούν να κρατήσουν μπάλα, του οποίου το πείσμα στις διεκδικήσεις αποδεικνύει την καλή του διάθεση απέναντι στην Εθνική. Και τον Μάριο Οικονόμου, ο οποίος έδειξε ότι μπορεί να βοηθήσει παρά την απειρία του.
Η δουλειά του Σκίμπε δεν έχει κάποιο φοβερό μυστικό. Ξεχειλίζει από απλότητα, όπως εκείνη του γερμανού προγόνου του στον πάγκο της Εθνικής. Πριν από κάθε παιχνίδι, ο Ρεχάγκελ έλεγε στους παίκτες του ποιος θα μαρκάρει ποιον, και τους θύμιζε οτι πρέπει να βγάζουν γρήγορα την μπάλα προς την επίθεση. Οι Γερμανοί αγαπούν τους απλούς τρόπους, και οι έλληνες ποδοσφαιριστές λατρεύουν τους προπονητές που τους ζητούν απλά πράγματα, που δεν τους ζαλίζουν με περίπλοκες τακτικές και δυσνόητα συστήματα.
Ο Σκίμπε, λοιπόν, αφού συμβουλεύτηκε και τον Ρεχάγκελ, πολύ σύντομα κατέληξε σε ένα ποδοσφαιρικό σχέδιο που θα μπορούσαν να αφομοιώσουν και μαθητές του Δημοτικού: οι τέσσερις χαρισματικοί παίκτες που διαθέτουμε (Μήτρογλου, Φορτούνης, Μάνταλος και Μπακασέτας) παίζουν στην επίθεση και συνεργάζονται όπως τους βολεύει. Ιδίως οι δυο πρώτοι. Επειδή αυτοί οι τέσσερις δεν μαρκάρουν πολύ -απλώς κλείνουν χώρους-, οι δυο αμυντικοί χαφ τρέχουν λίγο περισσότερο (και) για χάρη τους. Και, για τον ίδιο λόγο, οι δυο στόπερ και οι δυο πλάγιοι μπακ δεν παίρνουν πολλές επιθετικές πρωτοβουλίες. Ανεβαίνουν ψηλά κυρίως σε στατικές φάσεις – κι όχι όλοι μαζί. Σε ένα κάπως παράξενο «4-2-4» που ράφτηκε για να ταιριάζει γάντι στα χαρακτηριστικά των σημερινών διεθνών.
Ο ομοσπονδιακός τεχνικός μας είναι ένα κράμα Ρεχάγκελ και Σάντος. Πιθανότατα χωρίς να είναι το ίδιο χαρισματικός, ως προπονητής, με κανέναν από τους δυο. Δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει με καινοτομίες και φανταχτερές ιδέες, δεν ντρέπεται να κάνει copy-paste τις τακτικές που εκείνοι εφάρμοσαν πρώτοι στην Εθνική, και δεν διστάζει να ακολουθήσει αυτό που του λέει η ποδοσφαιρική λογική του. Ολα αυτά εξηγούν την σχετικά εύκολη και γρήγορη προσαρμογή του.
Αλλά, τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Πρώτα με τη Βοσνία εδώ, στις 13 Νοεμβρίου. Επειτα (τον Μάρτιο του 2017) με το Βέλγιο στις Βρυξέλες και, στη συνέχεια (τον Ιούνιο), ξανά με τη Βοσνία στη Ζένιτσα. Στους τρεις προηγούμενους αγώνες της, η Εθνική δεν εντυπωσίασε. Νίκησε επειδή είχε καλύτερους παίκτες από εκείνους των αντιπάλων της, κι ένα υποτυπώδες σχέδιο ώστε αυτή η διαφορά να «βγει» στο χορτάρι. Απέναντι στο Βέλγιο (κυρίως) και τη Βοσνία, αυτό το «όπλο» θα στραφεί εναντίον μας. Τζέκο ή Λουκάκου, εμείς δεν διαθέτουμε. Αν κι αυτά τα παιχνίδια κριθούν στην ατομική ποιότητα, δεν θα μας συμφέρει.
Η Κύπρος μάς έκανε πέντε καλές ευκαιρίες για γκολ. Στην Εσθονία, δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε τρεις μπαλιές στη σειρά. Στην ανάπτυξη του παιχνιδιού, δεν παίρνουμε ούτε τη βάση. Δεν φταίει που έλειπε ο Σάμαρης – το ίδιο είχε συμβεί και στο ματς με το Γιβραλτάρ, όπου ήταν παρών. Στο Ταλίν, ο τερματοφύλακάς μας χρειάστηκε να κάνει τέσσερις εξαιρετικές αποκρούσεις. Αλλος κανονικός δεξιός μπακ πίσω από τον Τοροσίδη, δεν υπάρχει. Εξτρέμ, έχουμε μόνον έναν. «Ομαδάρα» δεν (ξανα)γίναμε ακόμη, ούτε κατά διάνοια. Ούτε, καν, καλή ομάδα.
Βαδίζουμε, όμως, στον σωστό δρόμο. Είκοσι ποδοσφαιριστές που κουράστηκαν να χάνουν απ’ όλους, συνάντησαν έναν προπονητή που βαρέθηκε να αποτυγχάνει διαρκώς σε τόσα χρόνια καριέρας. Κι όλοι μαζί, άρχισαν να νικούν τις ομάδες που είναι «του χεριού τους». Να ξαναβρίσκουν τη χαμένη χαρά του παιχνιδιού, σε μια χώρα που μετράει τα πάντα με τα αποτελέσματα. Αλλά, η Εθνική θα προκριθεί πάλι σε Παγκόσμιο ή Ευρωπαϊκό, όταν θα μπορεί να νικά ομάδες με καλύτερους παίκτες. Τον τρόπο τον γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News