Κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά κι ένας από τους μεγάλους της Ευρώπης, του κόσμου όλου, ο Μίκης Θεοδωράκης με το πείσμα για ζωή, τις ανεπανάληπτες συνθέσεις, τους αδιάλειπτους πολιτικούς αγώνες καθόρισε την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής και άφησε πίσω του ένα ασύλληπτο σε μέγεθος και αξία έργο (έστω κι αν στη δύση της ζωής του προκάλεσε με κάποιες θέσεις του, το καλλιτεχνικό-πολιτικό μέγεθός του υπήρξε τέτοιο που καλύπτει όποια αστοχία των γηρατειών).
Ο Μίκης κέντησε στις δημιουργίες του τις αναμνήσεις ενός ολόκληρου λαού από τη δημοτική και βυζαντινή παράδοση, καταπιάστηκε με τα μεγαλύτερα ποιητικά αριστουργήματα, έδεσε τη λόγια γραφή με λαϊκές συνθέσεις, δημιούργησε μια εντελώς προσωπική μουσική γλώσσα, διέδωσε στα πέρατα του κόσμου τη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία και έβαλε το ονοματεπώνυμο του πλάι στα σύμβολα αντίστασης της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Μάχιμος ως το τέλος, ανυποχώρητος στην ιδεολογία —αν και οι παλινωδίες του συχνά πυροδότησαν πολύ μεγάλες εντάσεις ως το τέλος—, ασυμβίβαστος, συγκρουσιακός αλλά και σκληρό καρύδι στο ανελέητο κυνηγητό και την αφόρητη μοναξιά της εξορίας, πολυγραφότατος, μεγάλος λάτρης της κλασικής (η 9η του Μπετόβεν έλεγε πάντα πως τον ώθησε στην σύνθεση, ενώ τα ορατόρια του Μπαχ ήταν εκείνα που τον κρατούσαν όρθιο κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στο Βραχάτι)…
Εζησε μια ζωή που όχι μόνο θυμίζει σπουδαίο μυθιστόρημα αλλά που δεν χωρά παρά σε πολλούς πολλούς τόμους βιβλίων.
Ο Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο, στις 29 Ιουλίου 1925. Ο πατέρας του, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, καταγόταν από τον Γαλατά Χανίων, η μητέρα του από τη Μικρά Ασία. Εκεί συναντήθηκαν λίγο πριν από την καταστροφή. Το ζεύγος Θεοδωράκη εκτός από τον Μίκη (Μιχάλη) είχε και τον νεότερό του Γιάννη (που αργότερα θα του δώσει στίχους για τους δίσκους «Μικρές Κυκλάδες», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Ταξίδι μέσα στη νύχτα», κ.ά). Η κρητική παράδοση κι οι θρύλοι των παιδικών αφηγήσεων σε συνδυασμό με τον μικρασιατικό λυγμό ποτίζουν το DNA του και πολύ συχνά στo μέλλον θα χαρακτηρίσουν τις συνθέσεις του.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας (Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλλονιά, Πύργο Ηλείας, Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη), λόγω των συχνών μεταθέσεων του δημοσίου υπαλλήλου πατέρα του.
Η στιγμή που γεννήθηκε το κοινωνικό του όραμα
Καταπιάστηκε με την μουσική αμούστακο παιδί και ως το τέλος τον έκαναν να πάλλεται η φωνή του Μπιθικώτση, η ποίηση του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, ο τρόπος να κουμπώνει τους προσωπικούς του αγώνες μέσα στις συνθέσεις του, η αγωνία του να συμπορεύεται με οτιδήποτε άφηνε το ίχνος του στο σήμερα.
Το 1937, ίσα που έχει συμπληρώσει τα 12, η οικογένεια ζει στην Πάτρα, κι εκείνος συμμετέχει στη χορωδία του σχολείου και ζητά να μάθει βιολί. Με αυτό θα αρχίσει τους πρώτους συνθετικούς πειραματισμούς ενώ δύο χρόνια μετά μαγεύεται από τον Σολωμό και τον Παλαμά και αρχίζει να τους μελοποιεί.
Το 1942, κι ενώ ζει πια στην Τρίπολη, λαμβάνει μέρος στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου, χτυπά έναν ιταλό αξιωματικό, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και συνειδητοποιεί ότι οι αγώνες δεν θα σταματήσουν ως το τέλος της ζωής του.
Από τότε φάνηκε καθαρά, ότι η ζωή του θα μοιραζόταν ανάμεσα στη μουσική και το κοινωνικό του όραμα. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή» και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Τελικά, από νωρίς υποχρεώνεται να διαφύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στον ΕΛΑΣ.
Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη και αργότερα στο Conservatoire του Παρισιού. Αμέσως μετά το πτυχίο στο Ωδείο, παρουσιάζεται στον στρατό (καλοκαίρι 1950) αρχικά στην Αθήνα και από εκεί, το Νοέμβριο τον στέλνουν να υπηρετήσει στην Αλεξανδρούπολη. Το περιβάλλον είναι εχθρικό, οι προκλήσεις που δέχεται ανελέητες κι έτσι απελπισμένος από τις συνεχείς ενοχλήσεις κάνει απόπειρα αυτοκτονίας καταπίνοντας μπαρούτι. Σώζεται την τελευταία στιγμή, νοσηλεύεται στο νοσοκομείο της πόλης και στην συνέχεια στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Το έργο του διαχωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους αλλά τα βασικά χαρακτηριστικά των συνθέσεών του ουδέποτε εξαφανίστηκαν περνώντας από την μία περίοδο στην άλλη. Τα έργα του συχνά είναι με τέτοιο τρόπο γραμμένα που μοιάζουν το ένα εξέλιξη του άλλου. Αλλωστε κι ο ίδιος παραδεχόταν: «Συχνά οδηγούμαι σε “διακλαδώσεις”, όπου ένα τμήμα σύνθεσης εισχωρεί σε μία άλλη. Αυτή η πρακτική ικανοποιεί ακόμα μια άλλη αισθητική ανάγκη – εντελώς προσωπική φυσικά. Δεδομένου ότι θέλω να πιστεύω ότι το σύνολο των έργων μου –από το πιο απλό τραγούδι έως το πλέον περίτεχνο συμφωνικό- ανήκουν σε μια και μόνο μουσική ενότητα».
Η πρώτη περίοδος μεταξύ 1937 και 1960 είναι εκείνη της μεγάλης δοκιμασίας. Συνθέτει έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου σύμφωνα με δυτικοευρωπαϊκές μορφές και σύγχρονες τεχνικές.
Χορεύοντας σουίνγκ το «Αλαλα τα χείλη»
Παντρεύεται την αγαπημένη του Μυρτώ Αλτίνογλου το 1953 με το που εισέπραξε την προκαταβολή (5.000 δραχμές) από την ταινία «Ξυπόλητο τάγμα». «Εως τότε ζούσαμε μαζί με τον αδερφό μου τον Γιάννη και τον Μιχάλη Κατσαρό, πρώτα στο Χαλάνδρι και μετά στην οδό Κορυζή στου Μακρυγιάννη. Τα έσοδά μου ήταν πολύ χαμηλά. Πενήντα δραχμές για κάθε κομμάτι (κυρίως μουσική κριτική) από τις εφημερίδες “Αυγή” και “Δημοκρατική Αλλαγή”. Αλλα τόσα μου έδινε η “Θεία Λένα” για κάθε παιδικό τραγούδι που έγραφα. Επαιζα επίσης σαν έκτακτος μουσικός στη συμφωνική της ΕΡΤ (όταν είχε δουλειά για μένα) και στο Βασιλικό Θέατρο», έχει πει ο ίδιος για την περίοδο εκείνη.
Η τσέπη ήταν άδεια αλλά η ζωή τού χάρισε απανωτές μικρές χαρές. «Εκανα αντίγραφα μουσικής (τρεις δραχμές τη σελίδα), ενορχηστρώσεις, όπως λ.χ. της μουσικής του Χατζιδάκι για το “Ονειρο Θερινή Νυκτός” για το Βασιλικό Θέατρο και μουσικές επενδύσεις για ραδιοφωνικά σκετς… Εντούτοις δεν χάναμε το κέφι μας. Κάθε πρωί χορεύαμε σε ρυθμό σουίνγκ το “Αλαλα τα χείλη των ασεβών” για να μην ξεχνάμε την ένδοξη βυζαντινή μας καταγωγή, και μετά βγαίναμε στους δρόμους για κανένα μεροκάματο».
Το 1954 πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι. Η Μυρτώ δουλεύει ως γιατρός, εκείνος σπουδάζει στο Conservatoire (για ένα σύντομο χρονικό διάστημα πλάι και στον Ολιβιέ Μεσιάν) καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τον Εζέν Μπιγκό. «Οταν βρέθηκα στο Παρίσι νοίκιασα ένα πιάνο, αγοράσαμε για δέκα φράγκα ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι από τη Sale Drouot (πλειστηριασμό), μια ιταλική καφετιέρα, μπόλικο χαρτί μουσικής και σινική μελάνη και στρώθηκα στη δουλειά. Καθαρόγραψα την “Πρώτη Συμφωνία” και μετά, ξεκινώντας να κάνω το ίδιο με το “Πανηγύρι της Ασηγονίας”, μετά τη δεύτερη σελίδα βαρέθηκα να αντιγράψω τα ίδια και τα ίδια. Άλλωστε οι μουσικές γνώσεις μου είχαν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία δέκα χρόνια και η τεχνική της σύνθεσης είχε κατά πολύ βελτιωθεί».
Η διεθνής αναγνώριση δεν άργησε να έρθει και μάλιστα από διαφορετικά μέτωπα. Η κινηματογραφική του καριέρα μπήκε στο δρόμο της δόξας («Η απαγωγή τον στρατηγού Κράιπε», «Zorba the Greek», «Honeymoon», «Φαίδρα», «Ζ», «Σέρπικο», «Συνοικία τ’ όνειρο», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», κ.ά). Η Σονατίνα του για πιάνο γεμίζει την αίθουσα Κορτό της Ecole Nationale de Musique (Αύγουστος 1955) ενώ, στην Αθήνα, η ΚΟΑ υπό τον Ανδρέα Παρίδη πραγματοποιεί την πρώτη εκτέλεση της Πρώτης Συμφωνίας του. Το 1957, είναι μόλις 32 ετών και κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νέων Συνθετών της Μόσχας με την «Σουίτα Νο 1» για πιάνο και ορχήστρα..
Ο Μινωτής και ο Ελύτης
Λίγο μετά, υπό την επήρρεια της μουσικής που έγραψε για την ταινία «Honeymoon» σε σκηνοθεσία του Μάικλ Πάουελ, η γαλλική «Le Monde», τον αποκαλεί «νέο Στραβίνσκι». Και τον χειμώνα του 1959, ο Αλέξης Μινωτής τον επισκέπτεται στο Παρίσι και του ζητά να συνθέσει μουσική για τις «Φοίνισσες» που ετοίμαζε για την Επίδαυρο.
Αλλά ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του ολόκληρης ανοίγει σε μια ανυποψίαστη στιγμή που ο Οδυσσέας Ελύτης του μίλησε για το «Αξιον Εστί», σε ένα από τα πολλά πήγαινε- έλα του στην Αθήνα. «Ενα μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο Παλλάς, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον “Επιτάφιο” πρόσθεσε: “Τελείωσα το “Αξιον Εστί”, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει… Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα : Rue de la Fontaine au Roi. Δεν πέρασε μήνας κι ο παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη».
Και συνέχιζε την αφήγησή του ως εξής: «Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ισως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίησα πως η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το “Ενα το χελιδόνι”, “Της αγάπης αίματα”, “Ανοίγω το στόμα μου”, “Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ” με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική. Η κουζίνα δεν μας χωρούσε ούτε όρθιους. Η μπανιέρα ήταν φουσκωτή. Το αποχωρητήριο στην αυλή της πολυκατοικίας και το υπνοδωμάτιο μόλις και μετά βίας χωρούσε το κρεβάτι μας. Πρέπει ακόμα να πω ότι τα περισσότερα έπιπλα τα φτιάξαμε οι ίδιοι με υλικά που αγοράσαμε από το σουπερμάρκετ».
Ουσιαστικά με τη σύνθεση του «Αξιον Εστί» εγκαινιάζει ένα μεγάλο κεφάλαιο της δημιουργίας του που ονομάζει «έντεχνη λαϊκή μουσική» καθώς μελοποιεί τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές: από τον Ρίτσο και τον Σεφέρη ως τον Ελύτη, τον Βάρναλη, τον Γκάτσο, τον Λειβαδίτη.
Βάζοντας λαϊκά όργανα σε συμφωνικές ορχήστρες
Η δεύτερη περίοδος ξεκινά το 1960 κι ολοκληρώνεται το 1980. Είναι το διάστημα που επιχειρεί σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η επιστροφή του στην Ελλάδα το 1960 αλλά και το γεγονός ότι το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα από τα πλέον επικά έργα του: τον «Επιτάφιο», σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου.
Ο σπουδαίος κύκλος τραγουδιών ανοίγει έναν καινούργιο δρόμο για το ελληνικό τραγούδι, όχι μόνο γιατί σηματοδοτεί μία ουσιαστική αλλαγή στη μουσική φόρμα, αλλά και γιατί παντρεύει τη σύγχρονη λαϊκή μουσική με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Η πρώτη εκδοχή του (γράφτηκε το 1958) ηχογραφήθηκε από τη Νάνα Μούσχουρη σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Μάνου Χατζιδάκι. «Εν τούτοις δεν βιάστηκα να το παρουσιάσω, γιατί διαισθανόμουνα ότι το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη ώριμο για να το δεχτεί. Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε στα τέλη του 1964», διηγούνταν.
Πριν κλείσει η χρονιά ο Θεοδωράκης θα μελοποιήσει και τον έτερο νομπελίστα, Γιώργο Σεφέρη, παρουσιάζοντας τη μουσική για τα «Επιφάνεια». Παράλληλα Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ’ όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής.
Η μάχη με τη φυματίωση
Το καλοκαίρι του ’62, την εποχή που οι πρόβες της «Ομορφης Πόλης» ήταν εξαντλητικές κι επιπλέον ηχογραφούσε τη μουσική του έργου στα στούντιο της Κολούμπια, ο Μίκης αρρωσταίνει βαριά. «Αφού παρακολούθησα ημιπαράλυτος απ’ τον πυρετό και τους πόνους τη γενική δοκιμή της, έφυγα την επόμενη για το Παρίσι, όπου με περίμενε μια άλλη υποχρέωση: Επρεπε να δω το φιλμ “Μεσάνυχτα Παρά Πέντε” με τη Σοφία Λόρεν και τον Άντονι Πέρκινς, προκειμένου να γράψω τη μουσική. Δούλευα μέσα σε απερίγραπτες συνθήκες. Οι αιμοπτύσεις είχαν πολλαπλασιαστεί ενώ η γενική παράλυση έκανε δύσκολη και οδυνηρή ακόμα και την παραμικρή κίνηση. Ομως τα οικονομικά μας βρίσκονταν σε τραγική κατάσταση και δεν είναι υπερβολή να πω ότι, χωρίς τα χρήματα της ταινίας, υπήρχε πρόβλημα επιβίωσης. Εσφιξα λοιπόν τα δόντια έως την ημέρα που τελείωσε η ηχοληψία. Την επομένη φύγαμε για το Λονδίνο, όπου η Αμαλία Φλέμινγκ με πήγε σ’ ένα διάσημο πνευμονολόγο, φίλο του συζύγου της».
Με διαγνωσμένη φυματίωση επιστρέφει κρυφά στο Σανατόριο Τσαγκάρη στην Πεντέλη. «Εκεί ανάμεσα στα πεύκα αμέσως αισθάνθηκα την θαλπωρή του ωραιότερου, όπως λέγεται, κλίματος στον κόσμο και σε μια εβδομάδα μπόρεσα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, στο οποίο έως τότε βρισκόμουν εντελώς παράλυτος, χωρίς να μπορώ να κουνήσω ούτε το μικρό δαχτυλάκι του χεριού μου», θυμάται ο ίδιος.
Την ίδια στιγμή η «Ομορφη Πόλη» θριάμβευε. «Οι εφημερίδες είχαν γράψει πως βρισκόμουν βαριά άρρωστος κάπου στην Αγγλία χωρίς να κατορθώσουν να μάθουν για τη μετακίνησή μου στην Αθήνα. Είχα χρησιμοποιήσει το όνομα Αναστασιάδης και όταν με περνούσαν από δημόσιους χώρους, φρόντιζαν να μου σκεπάζουν το πρόσωπο. Εζησα έτσι ινκόγνιτο περίπου 20 μέρες, έως ότου από κάπου μαθεύτηκε πως βρίσκομαι στην Πεντέλη και, όπως ήταν φυσικό, το νοσοκομείο γέμισε με δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ”.
Το 1963 κυκλοφορεί τις «Μικρές Κυκλάδες», ενώ αμέσως μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ. Το 1964 η διεθνής αναγνώριση παίρνει διαστάσεις θριάμβου καθώς ντύνει με την έξοχη μουσική του την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Αλέξης Ζορμπάς» (Zorba the Greek).
Το 1966, ανήμερα της γιορτής των Φώτων θα έρθει η ώρα ενός άλλου μεγάλου έργου: της «Ρωμιοσύνης».
«Μου την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν», έγραφε ο ίδιος. «Είχαν περάσει πρώτα από τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα για να μου τα εμπιστευθεί. Ομως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν. Ωσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο μου. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο “Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό…”, κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα, και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη. Οταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικό, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη. Θυμάμαι μάλιστα τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει : “Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας”».
Περιμένοντας την εκτέλεσή του
Το 1967, στην απομόνωση της Γενικής Ασφάλειας (στην οδό Μπουμπουλίνας), γράφει ποιήματα που αργότερα θα μελοποιήσει στον δίσκο «Ο Ηλιος και ο Χρόνος». «Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αρ. 4, περίμενα το μαρτύριο και το θάνατο. Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι. Τότε έγραψα 32 ποιήματα. Τις προηγούμενες νύχτες τις πέρασα άγρυπνος με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να με πάρουν για το μαρτύριο ή για την εκτέλεση. Ολη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά, έβλεπα με το νου μου καθαρά την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθιά γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη, με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τι θα φώναζα σ΄αυτήν τη στιγμή του τέλους; Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική. Ενας φρουρός έμενε πάντα μαζί μου μέσα στο κελί. Αν είχε κάποια κατανόηση μπορούσε τότε να κουβεντιάζω λίγο μαζί του. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Να φωνάξω άραγες «ζήτω η ομορφιά», «ζήτω η αγάπη»;», γράφει στο ημερολόγιό του.
Λίγους μήνες πριν δεν είχε καν ξεσπάσει η στρατιωτική δικτατορία και ο Θεοδωράκης δέχεται την επίσκεψη ενός νεαρού ποιητή, του Μάνου Ελευθερίου, ο οποίος του δίνει ένα κύκλο δώδεκα ποιημάτων που ο συνθέτης θα βαφτίσει αργότερα «Τα Λαϊκά». Είναι η ίδια εποχή που ο Οδυσσέας Ελύτης του δίνει το «Romancero Gitano» του Λόρκα για να γίνει τραγούδι.
Ετσι αρχίζει να συνθέτει παράλληλα αυτούς τους δύο κύκλους τραγουδιών έχοντας στο νου του τις δύο κύριες φωνές τραγουδιστών με τους οποίους συνεργαζόταν τότε : τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Μαρία Φαραντούρη. Για τον Μίκη όμως, είναι η στιγμή που αρπάζει την ευκαιρία κι επιστρέφει νοητά στο κλίμα του «Επιταφίου» και της «Πολιτείας» φτιάχνοντας λαϊκότροπες μελωδίες και ρυθμούς.
Την 21 Απριλίου 1967 περνά στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση. Τον Μάιο του 1967 ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέγεται πρόεδρός του.
Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας και, τέλος, το στρατόπεδο Ωρωπού. Ολο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς και με διάφορους ανορθόδοξους τρόπους κατορθώνει και στέλνει τα έργα στο εξωτερικό, όπου τα περιποιούνται η Μαρία Φαραντούρη και η Μελίνα Μερκούρη
«Κοιτάζω μια γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου και σκέφτομαι ότι αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σαν χάρτινο πύργο το καθεστώς της κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στην πόρτα μου», γράφει το Μάρτιο του ’69 στη Ζάτουνα. «Ομως πρέπει να οδηγηθώ τάχα σ΄αυτή την τρομερή μοναξιά; Να αντλήσω δύναμη μονάχα από τον εαυτό μου, από την τέχνη μου, από την αγάπη μου; Θα πρέπει τάχα να πιστέψω πώς “άλλην ελπίδα δεν έχω από τα δέντρα”; Ναι, για όσο αφορά τους πνευματικούς ανθρώπους και τους καλλιτέχνες, προπαντός στη χώρα μου, που σιωπούν…».
Παρά τις αντίξοες συνθήκες και τους ανελέητους ελέγχους στη Ζάτουνα έγραψε δεκάδες πολιτικά και θεωρητικά κείμενα. «Κάθε δέμα με τρόφιμα, βιβλία περνούσε από κόσκινο. Οι δικές μου αποστολές –αραιά και πού- περνούσαν από αμέτρητους ελέγχους και κατέληγαν συνήθως στις ειδικές υπηρεσίες της ΚΥΠ στην Αθήνα. Κάθε τι που έμπαινε ή έβγαινε από το σπίτι υποβαλλότανε σ΄εξονυχιστική έρευνα από τους φρουρούς. Το ψωμί, τα γλυκά, τα παξιμάδια τα έκοβαν σε κομματάκια. Τα σκουπίδια τα ερευνούσαν με τα χέρια τους ένα ένα. Και όμως η επικοινωνία και προς τις δύο κατευθύνσεις δε σταματούσε καθόλου. Μια φορά οι αξιωματικοί με κάλεσαν στην Τρίπολη. Το BBC θα παίξει πάλι έργο σου! Θα μας κάψεις…».
Τον Οκτώβριο του 1969 μεταφέρεται από τη Ζάτουνα και φυλακίζεται στο στρατόπεδο Ωρωπού. Εκεί, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Αρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν και άλλοι, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και πηγαίνει στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.
Tα χρόνια του Παρισιού
Ούτε εκεί φυσικά θα μείνει με τα χέρια σταυρωμένα. Πέρα από τις περιοδείες του ανά τον κόσμο στις οποίες δίνει πολιτικές διαστάσεις, αφιερώνει όλο το χρόνο του σε συναντήσεις με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες, δίνει αλλεπάλληλες συνεντεύξεις “απαιτώντας” την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια οι συναυλίες γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για τους άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα: Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους.
Το 1972, μάλιστα, επισκέπτεται το Ισραήλ, συναντάται με τον τότε αντιπρόεδρο της ισραηλινής κυβέρνησης Αλόν κι εκείνος του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Γιάσερ Αραφάτ. Πραγματικά, αμέσως μετά ρυθμίζει την συνάντηση, του επιδίδει το μήνυμα της ισραηλινής κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά. Εκτοτε, έπαιξε πολλές φορές τον ρόλο του άτυπου πρεσβευτή μεταξύ των δύο πλευρών.
«Ο πατέρας μου ο Μίκης»
Η σχέση του με τα παιδιά του θα είναι πάντα ένα πεδίο που σήκωνε πολλή κουβέντα. Ο Γιώργος, γεννήθηκε στις 5 Μαΐου του 1960 σε μια περίοδο που η αστυνομία εμπόδιζε την πραγματοποίηση των συναυλιών του στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του συνθέτη, ο νεαρός σημαδεύτηκε από τις αλλεπάλληλες πολιτικές διώξεις του πατέρα του και τη σκιά της δικτατορίας. Ωστόσο, προσπάθησε εναγωνίως να αποδείξει την καλλιτεχνική του φύση πλάι σε ένα μεγαθήριο. Τον Απρίλιο του 1981 κάνει απόπειρα αυτοκτονίας η οποία όχι μόνο θα πάρει έκταση στις εφημερίδες της εποχής αλλά θα υποχρεώσει τον συνθέτη να απολογηθεί δημοσίως. «Ο γιος μου είναι θύμα της αστυνομίας. Το 1968 στη Ζάτουνα, όπου βρισκόμουν εκτοπισμένος, υπέστη σοκ από τη συμπεριφορά των χωροφυλάκων. Αυτό το σοκ θα τον ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή του», λέει στα «Νέα» (3.4.1981).
Η Μαργαρίτα, από την άλλη, έδειχνε πάντα να έχει έγκαιρα συνειδητοποιήσει ότι το πατρικό πρότυπο θα ήταν πάντα ο πιο ισχυρός πόλος της ζωής της. Πιο οργανωτική από τον αδερφό της και με μια άσβεστη δίψα να κρατήσει τον πατέρα της στην πρώτη γραμμή ως το τέλος, είχε επωμιστεί την λειτουργία της Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης αλλά και τη διαχείριση των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων του.
Το 1974, με την πτώση της δικτατορίας, ο Μίκης γύρισε στην Ελλάδα έχοντας ήδη στην καλλιτεχνική του ταυτότητα την διεθνή αναγνώριση. Την αξιοποίησε πραγματοποιώντας μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό με τη Μαρία Φαραντούρη και συμμετέχοντας στα κοινά. Είτε ως απλός πολίτης, είτε ως βουλευτής (τις περιόδους 1981-86 και 1989-92), είτε ως υπουργός Επικρατείας (1990-92), θέσεις από τις οποίες τελικά παραιτείται.
Το 1976 ιδρύει το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης» και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ’ όλη την Ελλάδα. Το 1983 του απονέμεται το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Η τρίτη περίοδός του είναι από το 1981 μέχρι τις μέρες μας που επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές και ασχολείται με την όπερα (ως το 2002 θα παρουσιάσει εντός κι εκτός Ελλάδος την «Ηλέκτρα», την «Λυσιστράτη», την «Αντιγόνη») καθώς δείχνει ξεκάθαρα ότι τον απωθεί η πορεία της ελληνικής κοινωνίας.
Η πολιτική σταδιοδρομία
Αντιθέτως, στον πολιτικό στίβο, η περίοδος χαρακτηρίζεται από έντονες πολιτικές εξελίξεις και έτσι, το 1986, κάνει πραγματικότητα το όραμά του για αναθέρμανση της ελληνοτουρκικής φιλίας. Με την συνδρομή και συμπαράσταση των Αζίζ Νεσίν, Γιασάρ Κεμάλ και Ζιλφί Λιβανελί οργώνουν με συναυλίες την Tουρκία, διαδίδουν στους νέους μηνύματα υπέρ της φιλίας μεταξύ των δύο λαών.Το 1990 δίνει 36 συναυλίες σε όλη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας. Το 1993 αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, αλλά παραιτείται τον επόμενο χρόνο.
Στην επίσημη ιστοσελίδα του τα έργα είναι χωρισμένα σε «Κύκλους τραγουδιών που γράφτηκαν πριν από τη χούντα» και «Κύκλους που γράφτηκαν μετά», κάνοντας σαφές πως η πολιτική απεικόνιση της κάθε εποχής ήταν πάντοτε παρούσα στη δημιουργική του γραφή και στη ζωή του. Διετέλεσε υπουργός και τέσσερις φορές βουλευτής του ελληνικού Κοινοβουλίου. Το 1974 κατέβηκε υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο της Ενωμένης Αριστεράς, όμως δεν κατάφερε να εκλεγεί. Το 1978, μετά από πρόταση που δέχτηκε, αποφάσισε να κατέβει υποψήφιος δήμαρχος Αθηνών, όμως πάλι δεν κατάφερε να εκλεγεί. Το 1981 καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια της Βʹ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, το ίδιο επανέλαβε και το 1985. Το 1990, με τη διάσπαση του ΚΚΕ και λόγω της διαφωνίας που είχε με αυτή την κατάσταση, αποφασίζει να εκλεγεί ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία και διατελεί υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Επικρατείας για περίπου δυόμιση χρόνια. Αυτή του η προσωρινή μονάχα απόφαση προκάλεσε το μένος αρκετών αριστερών. Που την ξαναθυμήθηκαν πριν δύο χρόνια όταν ο Μίκης τάχθηκε κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1997 παραχώρησε το προσωπικό του αρχείο στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη». Εντυπωσιακό σε όγκο και θεματική ποικιλία, απαρτίζεται από χειρόγραφες παρτιτούρες και κείμενα, αποκόμματα Τύπου, αφίσες, προγράμματα, οπτικοακουστικό υλικό, διατριβές, μελέτες, φωτογραφίες, μετάλλια και ποικίλα έντυπα. Τα χειρόγραφά του, μουσικά και κείμενα, καθώς και μέρος της συλλογής προγραμμάτων, είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσω Διαδικτύου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News