Ο παράδεισος για τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ βρίσκεται στη φύση. Το πράσινο εμπνέει τους καλλιτέχνες ενώ ταυτόχρονα τους υπενθυμίζει ποιο είναι το καθήκον τους απέναντι στο περιβάλλον τους. Υπό μία έννοια, είναι πολύ προσωπικός παράδεισος. Πηγάζει από τα ανεξήγητα συναισθήματα που δημιουργούσαν στον ηθοποιό τα βουνά της Γιούτα όταν ήταν ακόμα φοιτητής. Και συνδυάζει την ιδιαίτερη αγάπη του για τον κινηματογράφο -χολιγουντιανό και ανεξάρτητο- τον θαυμασμό του απέναντι στη νοοτροπία των Ινδιάνων και, φυσικά, τον αγώνα που έχει δώσει σχεδόν όλα τα 80 χρόνια της ζωής του για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αλλά, πια, αντίθετα με τις μοναχικές επισκέψεις που έκανε όταν σπούδαζε σε αμερικανικό κολλέγιο, έχει μάθει να τον μοιράζεται με άλλους. Με νεαρά ταλέντα που θέλει να αναδείξει (έτσι πήρε φόρα ο Κουεντίν Ταραντίνο), με τους υπόλοιπους λάτρεις του ανεξάρτητου φιλμ, με ανήσυχα πνεύματα που ηρεμούν με την ινδιάνικη τέχνη, με δεκάδες χιλιάδες άτομα που επισκέπτονται την ιδιοκτησία του κάθε χρόνο.
Και τώρα που κλείνει τα 80 του χρόνια, μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι το Σάντανς είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά του. «Τίποτα δεν είναι πιο διασκεδαστικό από το να έχεις δημιουργήσει κάτι που ελπίζεις ότι θα δημιουργήσει ευκαιρίες για άλλους ανθρώπους», είπε πρόσφατα. Και ενώ όταν άρχισε το φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου, το 1978, υπήρχαν ίσως 30 φιλμ και καμία 150αριά επισκέπτες, ξαφνικά κάθε χρόνο επισκέπτονται το resort 50.000 με 70.000 άτομα. «Και ξαφνικά πρέπει να αρχίσουμε να αγχωνόμαστε μήπως γίνεται πολύ μεγάλο», όπως δήλωσε πρόσφατα.
Φοβάται, δηλαδή, μήπως γίνει μέινστριμ; Οχι. Η επίθεση στο μέινστριμ είναι κάτι για το οποίο έχει κατηγορηθεί πολλές φορές από την αρχή, αλλά ο ίδιος έχει τονίσει ότι δεν ήταν ποτέ κατά του μέινστριμ. Αλλωστε έχει υπάρξει μέρος του. Το έζησε δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα μάλιστα. Στις πρώτες ταινίες όπου έπαιξε στο πλευρό της Νάταλι Γουντ («Ερωτες που συμβαίνουν την αυγή», 1965 και «Αγάπη για τον Ερωτα», 1966), με την Τζέιν Φόντα και τον Μάρλο Μπράντο («Η καταδίωξη», 1966). Και αργότερα οι μεγάλες επιτυχίες του, «Τα καλύτερα χρόνια» (1973), «Ο μεγάλος Γκάτσμπυ» (1974), «Συναντήσεις αετών» (1975), «Ολοι οι Ανθρωποι του Προέδρου» (1976).
Φοβόταν, όμως, τα στερεότυπα και συγκεκριμένα αυτό του όμορφου, ξανθού καλιφορνέζου -μεγάλωσε σε μία φτωχή γειτονιά του Λος Αντζελες. Το γεροδεμένο ψηλό σώμα, το πρόσωπο με τις σκληρές γωνίες και τη γλυκιά έκφραση, γαλάζια μάτια και ξανθοκόκκινες τούφες έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές αλλά και περιορισμούς στη βιομηχανία του Χόλιγουντ. Γι’ αυτό και τελικά δεν έπαιξε στον «Πρωτάρη» (1967), ρόλος που ταίριαξε καλύτερα στον Ντάστιν Χόφμαν, ούτε του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να γίνει μέρος του κάστινγκ στον «Νονό» (1972). Η Paramount πίεζε για τη συμμετοχή του, αλλά ο Φράνσις Κόπολα το απέρριψε κάθετα, καθώς ο Ρέντφορντ ήταν «πολύ αγγλοσάξονας» για το ύφος της ταινίας. Ο ίδιος προσπάθησε να αποδεσμευτεί από την εμφάνισή του, απορρίπτοντας, για παράδειγμα, τον ρόλο του γοητευτικού, νεαρού Νικ, στο θρυλικό «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1966). Προτίμησε -και καλά έκανε- τον ρόλο του κυνηγημένου ληστή στο πλευρό του Πολ Νιούμαν για την ταινία – ορόσημο της καριέρας του («Οι δύο Ληστές» ή «Butch Cassidy and the Sundance Kid», 1969).
Οι επιτυχίες στο Χόλιγουντ έφτασαν γρήγορα. Λίγο αργότερα ήρθε και ένα Οσκαρ, όχι για ερμηνεία, αλλά για την πρώτη του απόπειρα στην καρέκλα του σκηνοθέτη και μάλιστα για μία ιδιαίτερη ταινία που ψυχογραφεί ενδοοικογενειακές σχέσεις («Συνηθισμένοι Ανθρωποι» 1980). Αλλά, ιδίως μετά τον ρόλο του σκιέρ στον «Πρωταθλητή του ίλιγγου» (1969), ο ίδιος «αισθάνθηκε ότι του έλειπε ο αυθορμητισμός που ένιωθε ως ζωγράφος» -είχε σπουδάσει ζωγραφική στη Φλωρεντία. Ηθελε πιο πολλές ταινίες σαν την πρώτη -από τις επτά- συνεργασίες με τον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Πόλακ για τη ζωή του ανθρώπου των βουνών που αναζητά εκδίκηση για τον θάνατο της οικογένειάς του (σας θυμίζει κάτι;), στο «Τζερεμάια Τζόνσον» (1972). Ηθελε και τη φύση, και το σκι, και την πειραματική φιλμογραφία και το ημι-ντοκιμαντέρ, με άλλα λόγια μία κοινότητα ανθρώπων αφιερωμένη στην Τέχνη και τη φύση.
Είχε ήδη αγοράσει μία μικρή έκταση γης, το 1962, από έναν βοσκό με 500 δολάρια. Σταδιακά το κτήμα του μεγάλωσε σε 6.000 στρέμματα, το 1981 ίδρυσε το Ινστιτούτο Σάντανς και το 1985 άρχισε διστακτικά η λειτουργία του νέου φεστιβάλ -τον Ιανούαριο για να συνδυάζεται με το χειμερινό σκι- που θα εξελισσόταν σε κίνημα. «Στην αρχή δεν είχαμε καμία στήριξη, μόνο μία αίθουσα κινηματογράφου, το Egyptian και τρία εστιατόρια στην πόλη», θυμάται σε συνέντευξη που έδωσε στο Vanity Fair. Η πρώτη επιτυχία ήρθε τέσσερα χρόνια μετά, με το «Σεξ, Ψέμματα και Βιντεοταινίες», το 1989. Ηταν το ανεξάρτητο αμερικανικό φιλμ του άγνωστου τότε Στίβεν Σόντενμπεργκ που έδωσε στο Ινστιντούτο τη διεθνή αναγνωρισιμότητα που χρειαζόταν για να προσελκύσει φιλόδοξους καλλιτέχνες του κινηματογράφου.
Από τότε το Σάντανς έχει γίνει ιερός τόπος για τους νέους σκηνοθέτες. Εκεί πάτησαν στα πόδια τους ο Ταραντίνο, ο Σόντερνμπεργκ και ο Πολ Τόμας Αντερσον. Εκεί προβλήθηκε για πρώτη φορά το «Little Miss Sunshine» 2006, το «Χωρίς μέτρο» («Whiplash»2014), το ιρλανδο-καναδικής παραγωγής δράμα «Brooklyn» (2015) και ένα ντοκιμαντέρ που αγάπησε ο Ρέντφορντ, το «What happened, Miss Simone» (2015).
Το αποτέλεσμα είναι να έχει διογκωθεί τόσο πολύ το φεστιβάλ -περίπου 12.000 αιτήσεις δέχθηκε τον Ιανουάριο του 2016- ώστε να «κοντεύει να πνίξει τον εαυτό του», όπως φοβάται ο ίδιος. Τώρα, στα 80 του έτη, αναζητεί τι αλλαγές πρέπει να κάνει ώστε να διατηρήσει την ακεραιότητα της αρχικής ιδέας, «αυτό που θέλεις να πραμείνει ανεξάρτητο και διαφορετικό χωρίς όμως να σε κατηγορήσουν ότι επιτίθεσαι στο μέινστριμ», όπως λέει.
Πρόκειται για την ίδια απλουστευτική νοοτροπία που αντιμετώπισε ο ηθοποιός τη δεκαετία του ’80 όταν άρχισε να ασχολείται εντατικά με τον οικολογικό ακτιβισμό. «Οτι οι περιβαλλοντολόγοι είναι ελιτιστές που ενδιαφέρονται μόνο για την άγρια φύση, ενώ οι βιομήχανοι είναι λαμόγια που ενδιαφέρονται μόνο για το κέρδος». Γι’ αυτό και ο ίδιος ίδρυσε το Ινστιντούτο για τη Διαχείριση Φυσικών Πόρων, το 1982, μία μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα στο Σάντανς -που αλλού;- για να ανοίξει ένας διάλογος με στόχο τον συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Δεν είναι εύκολο. «Εχουν περάσει 40 χρόνια, αισθάνομαι σαν τον Σίσυφο. Συνέχεια δέχεσαι χτυπήματα και πέφτεις κάτω γιατί πάντοτε στην κορυφή βρίσκονται τα πολλά χρήματα. Ζούμε σε έναν άρρωστο πλανήτη, λόγω της συμπεριφοράς μας. Γιατί δεν τον θεραπεύουμε; Ρώτα τη Chevron, την Exxon, τη Shell. Ολα περιτριγυρίζονται γύρω από το κέρδος. Η εξαγωγή είναι βραχυπρόθεσμο κέρδος, γι’ αυτό και το μακροπρόθεσμο δεν αφορά καμία από αυτές τις εταιρείες», είχε πει σε συνέντευξη στην Telegraph.
Εντάξει, κατάφερε να φέρει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο στις ΗΠΑ. Ας αναλάβουν άλλοι να μεταπείσουν τις πετρελαιοπαραγωγικές και εξορυκτικές επιχειρήσεις ότι ο πλανήτης αργοπεθαίνει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News