Δοκιμάστε να σηκώσετε το βλέμμα σας προς τα πάνω, την ώρα που βαδίζετε σε ένα πεζοδρόμιο. Θα συναντήσετε πολλά καλώδια του ΟΤΕ. Πάρα πολλά καλώδια. Το ίδιο θα συναντήσετε εάν κάνετε παρόμοια κίνηση σε κάποιο πεζοδρόμιο μιας οποιασδήποτε πόλης των ΗΠΑ. Λογικό, το σύγχρονο αστικό περιβάλλον δομήθηκε με τρόπο που τα καλώδια ρεύματος και τηλεφώνου διακοσμούν τον περίγυρο με συρμάτινα μουσικά πεντάγραμμα. Στην Αφρική, όμως, είναι απειροελάχιστες οι πόλεις που έχουν καλώδια. Ο κόσμος δεν έχει σταθερά τηλέφωνα. Εχει, παρόλα αυτά, κινητά. Χρησιμοποιούν το trend του παρόντος και του μέλλοντος χωρίς να έχουν τις υποδομές του παρελθόντος. Κάπως έτσι είναι και οι start-ups στην Ελλάδα.
Προσπαθούν να προγραμματιστούν στο παρόν με όρους μέλλοντος και ευελπιστούν να παρακάμψουν τις παραδοσιακές μορφές οικονομίας, τις δυσκίνητες δομές χρηματοδότησης. Και, προφανώς, κάτι τέτοιο μόνο εύκολο δεν είναι. Οπως δεν είναι εύκολο να πείσεις ένα από τα κορυφαία επιχειρηματικά μυαλά στον κόσμο να σε εμπιστευτεί και να κάνει business μαζί σου. Το έζησα από κοντά, το είδα από πρώτο χέρι, για τέσσερις ώρες, ένα καλοκαιρινό πρωινό, στο κέντρο της Αθήνας.
Καθηγητής στο φημισμένο Στάνφορντ, ο Στίβεν Σιζίνσκι είναι ένας γκουρού της νέας επιχειρηματικότητας. Πρόεδρος του SRI, καθηγητής στο Stanford Graduate School of Business, πρώην στέλεχος της Procter & Gamble και μέλος σε δεκάδες ΔΣ μεγάλων εταιρειών στις ΗΠΑ, ο Σιζίνσκι βρέθηκε στην Αθήνα για να μιλήσει στην ημερίδα που διοργάνωσε το Stanford Club of Greece και το London Business School Greek Alumni Association. Και την ώρα που οι πρώην πρωθυπουργοί (Λουκάς Παπαδήμος και Παναγιώτης Πικραμμένος), πρώην υπουργοί (Γιάννης Στουρνάρας), καθηγητές ελληνικών και ξένων Πανεπιστημίων (Ανατ Αντμάτι από το Stanford, Ρίτσαρντ Πόρτες, Λουκρίτσια Ράιτσλιν, Γιώργος Μυλωνάδης, Ηλίας Παπαϊωάννου και Μιχάλης Ιακωβίδης από το London Business School, Νίκος Βέττας από την ΑΣΟΕΕ) ετοιμαζόταν για τις ομιλίες τους, ο Σιζίνσκι ζητούσε από τους διοργανωτές να του γεμίσουν το πρωινό με νέους επιχειρηματίες που ψαρεύουν στα νερά που όλος ο κόσμος τα αποκαλεί venture capital (VC) και στην Ελλάδα ονομάζουμε Κεφάλαια Επιχειρηματικών Συμμετοχών.
Αυτή είναι η δουλειά του. Εκτός από το να μαθαίνει στους νέους πώς να δημιουργούν πλούτο και πώς να διαχειρίζονται τον υπάρχοντα, επενδύοντάς τον, ο ίδιος γυρίζει όλον τον κόσμο για να αναζητήσει επιχειρηματικές ευκαιρίες. Από την Ιαπωνία μέχρι τη Χιλή και από την Πολωνία μέχρι τη Νότιο Αφρική, ο Σιζίνσκι –μέσω του SRI- δίνει τη δυνατότητα σε κορυφαίους επιστήμονες να δουλέψουν, να κάνουν έρευνα και να εφαρμόσουν τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής στα πραγματικά προβλήματα των οικοσυστημάτων. Και δεν τους πιέζουν να αποφασίσουν εκείνη την στιγμή τι θα κάνουν, τους αφήνουν να ζυμωθούν και να το καταλάβουν στη συνέχεια (θυμήθηκα τους Ελληνες που κάνουν μεταπτυχιακά, αμέσως με το που τελειώσουν το Πανεπιστήμιο και με έπιασαν τα γέλια).
Τέσσερις-πέντε ελληνικές προσπάθειες στις VC αγορές μπορούν να συγκεντρώσουν μερικές δεκάδες εκατομμύρια σε αντίθεση με τα 7 δισεκατομμύρια σε VC financing που άντλησαν οι 300 εταιρείες της Σίλικον Βάλεϊ, μόνο το τρίτο τρίμηνο του 2015
Τα εφτά άτομα για τα οποία θα διαβάσετε παρακάτω γνωρίζονται όλα μεταξύ τους. Λογικό, μικρή χώρα η Ελλάδα, γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. Ειδικά αυτοί που κάνουν κάτι μοναδικό. Ειδικά αυτοί που προσπαθούν να βγάλουν την επιχείρησή τους εκτός Ελλάδας για να αντιμετωπίσουν τα μειονεκτήματα της γραφειοκρατίας και του μη σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος.
Κι αν ο Σιζίνσκι έχει να αντιμετωπίσει ένα ευχάριστο πρόβλημα (μην του κλέψουν τα «διαμαντάκια» που ανακαλύπτει η Google και η Facebook που γειτνιάζουν στη Σίλικον Βάλεϊ), οι έλληνες επενδυτές πονοκεφαλιάζουν με άλλα. Περισσότερα και σημαντικότερα.
Τον άκουσα να μιλά με τον Ιωνα Τσάκωνα του PJ Tech Catalyst, στο οποίο συμμετέχει και η Τράπεζα Πειραιώς, και να ρωτά συνεχώς για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Να μαθαίνει για τις σχέσεις Αθήνας-Βοστώνης μέσα από τα διάφορα funds και τα αρκετά επιχειρηματικά δίκτυα που έχουν αναπτυχθεί στην ανατολική και δυτική πλευρά του Ατλαντικού. Να απορεί αρχικά, αλλά να καταλαβαίνει στη συνέχεια τις διαφορές στα μεγέθη: Τέσσερις-πέντε σοβαρές ελληνικές προσπάθειες στις VC αγορές που μπορούν να συγκεντρώσουν μερικές δεκάδες εκατομμύρια σε αντίθεση με τα 7 δισεκατομμύρια σε VC financing που άντλησαν οι σχεδόν 300 εταιρείες της Σίλικον Βάλεϊ, μόνο το τρίτο τρίμηνο του 2015.
Οντως, η κατάσταση στην Ελλάδα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτήν στην Αμερική ή με αυτή σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στη Σουηδία, για παράδειγμα, όπου δραστηριοποιείται ο Αστυάναξ Κανακάκης, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Η Στοκχόλμη έχει μετατραπεί σε επιχειρηματικό κόμβο, σε τέτοιο βαθμό –μάλιστα- που αντιμετωπίζει πρόβλημα στέγασης των νέων που πηγαίνουν στην πόλη για να δουλέψουν στις start-up εταιρείες που εδρεύουν εκεί. Ο κ. Κανακάκης εξηγεί τα μεγέθη. Στην Στοκχόλμη συγκεντρώνονται περισσότερα από 800 εκατομμύρια στον τομέα των VC· κι ας έχει λιγότερο πληθυσμό από την Ελλάδα.
Διαφορετικός είναι, όμως, και ο τρόπος που το ίδιο το κράτος αντιμετωπίζει το ζήτημα. Από τις οργανωμένες δομές που παρέχονται σε έναν νέο επιχειρηματία, μέχρι τη γραφειοκρατία (ή την έλλειψή της). Ολοι συμφώνησαν στο εξής: την ώρα που στην Αμερική και στη Βόρεια Ευρώπη υπάρχει δίψα και όρεξη για ρίσκο, στην Ελλάδα οι νέοι επιχειρηματίες αναλώνουν τις δυνάμεις τους στο να τα κάνουν όλα μόνοι τους. Από τις νομικές συμβάσεις και τα γραφειοκρατικά έγγραφα μέχρι την αναζήτηση και πρόσληψη συνεργατών και τον στρατηγικό σχεδιασμό. Δεν είναι εύκολο να γίνει διαφορετικά, είναι πολλά τα λεφτά…
Η ώρα περνά και στο τραπέζι κάθεται ο Γιώργος Κασελάκης, εκ των βασικών σχεδιαστών του OpenFund Ι και ΙΙ, το VC fund που υποστηρίζει συμβουλευτικά, επενδύει και χρηματοδοτεί ελληνικές start-up επιχειρήσεις. Κασελάκης και Σιζίνσκι συμφωνούν για το πόσο μεγάλο πλεονέκτημα έχει η Ελλάδα, όσον αφορά το μισθολογικό κόστος. Για να προσλάβεις π.χ. έναν developer θα χρειαστείς εφτά φορές λιγότερα χρήματα στην Ελλάδα απ’ ότι στο Σαν Φρανσίσκο. Αλλά στο τέλος, τα όσα θα χάσεις γιατί η εταιρεία εδώ θα μπλέξει στα δίχτυα της γραφειοκρατίας είναι πάνω-κάτω τα ίδια. Στις ΗΠΑ θα φτιάξεις πιο γρήγορα την εταιρεία σου απ ότι στην Ελλάδα, χώρια που στην Ελλάδα μπορεί να μην μετατρέψεις ποτέ σε εταιρεία την επιχειρηματική ιδέα σου.
«Η Ελλάδα είναι το τέλειο μέρος για να επενδύσεις λίγα εκατομμύρια και να τα μετατρέψεις σε δεκάδες. Αλλά δεν γίνεται να επενδύσεις εκατοντάδες και να τα κάνεις ένα δισεκατομμύριο. Απλώς δεν γίνεται», λέει ο Αιμίλιος Μάρκου. Μαζί με τον Αλέξη Πανταζή είναι οι δύο… Διόσκουροι πίσω από την Hellas Direct, την ασφαλιστική εταιρεία αυτοκινήτου που άλλαξε τα δεδομένα στον κλάδο. Ο Σιζίνσκι τους ακούει με ενδιαφέρον. Κι αυτοί τον ακούν με έκπληξη όταν τους λέει για μία start-up που δημιούργησε στο Χονγκ Κονγκ, ένας μαθητής του από την Καλιφόρνια. «Θες να δανειστείς κάποια χρήματα και δεν θες να πας σε τοκογλύφους ή τράπεζες. Αλλά δεν μπορείς να παρέχεις και εγγυήσεις για το αν μπορείς να ξεπληρώσεις π.χ. σε δύο χρόνια τα λεφτά που πήρες να επενδύσεις. Αν συνδέσεις το smartphone σου για ένα λεπτό σε έναν συγκεκριμένο υπολογιστή, αυτός θα μπορεί να το διαβάσει και με συγκεκριμένους αλγορίθμους να δει με ποιους συνομιλείς, με ποιους έρχεσαι σε επαφή και να καταλάβει από την αλληλεπίδραση που έχεις το οικονομικό background σου και το εάν είσαι σε θέση να τα καταφέρεις. Ε, αυτούς τους αλγορίθμους κάνει ο μαθητής μου», εξηγεί ο Σιζίνσκι. Ετσι είναι, έτσι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο. Προοδεύουν με ταχείς ρυθμούς, χωρίς να κοιτούν πίσω.
Η ώρα για το τέλος του πρωινού και την αρχή των επίσημων υποχρεώσεων με τις Πρεσβείες και τις εκδηλώσεις πλησιάζει. Τελευταία στάση, Μοναστηράκι, στα γραφεία του WelcomPickUps. Εκεί μας υποδέχεται ο Αλέξης Τρίμης, είναι ο άνθρωπος που είχε δημιουργήσει το Dopios. Ο Σιζίνσκι εκπλήσσεται με το πόσο χρήσιμη είναι μία τέτοια υπηρεσία και για τον ίδιο. Ταξιδεύει συνεχώς και βρίσκει απαραίτητη τη βοήθεια που μπορεί να έχει από έναν… ντόπιο κάτοικο· είτε για να του δείξει την πόλη, είτε για να γίνει πιο εύκολη η παραμονή του κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού ταξιδιού. Μιλούν για τα analytics και τα data, για το πώς τα δεδομένα που συλλέγονται από τις διαδικτυακές πλατφόρμες μπορούν να μελετηθούν και να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για χρήσιμα συμπεράσματα. Τι εστιατόρια προτιμά κάποιος, πού θα πιει ποτό την επόμενη φορά που θα επισκεφτεί την ίδια πόλη, τι ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ενδεχομένως χρειάζεται, προτιμά διάδρομο ή παράθυρο στο αεροπλάνο. Τέτοια πράγματα που στην Ελλάδα κάποιος μπορεί να θεωρήσει λεπτομέρειες, αλλά στην Αμερική είναι προαπαιτούμενα για να χρησιμοποιήσεις μια αντίστοιχη υπηρεσία.
Γυρίζω από το ραντεβού έχοντας ένα αίσθημα ζήλιας και συμπόνοιας, ταυτόχρονα. Ζήλιας γιατί είδα νέους ανθρώπους που έχουν μεγαλώσει στην Ελλάδα –και ορισμένοι εξ αυτών έχουν σπουδάσει αρχικά εδώ- να έχουν ανοίξει τα φτερά τους και να έχουν καταφέρει να αποφύγουν την εύκολη μπίζνα του καφέ και του σουβλακιού. Να έχουν επενδύσει χρόνο, γνώση και χρήματα σε ιδέες που θέλησαν να συμβάλλουν στη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας από ένα πατερναλιστικό μοντέλο σε ένα πιο ελεύθερο, πιο φιλικό προς την ιδιωτική επένδυση. Δεν τους ζήλεψα για τα τέλεια αγγλικά τους, για την επιστημονική κατάρτισή τους και για τα επαγγελματικά επιτεύγματά τους. Αλλά για το ότι έχουν σαφή πλάνα, μελετημένα βήματα και αναλυτικά σχεδιασμένα plan b. Ξέρουν τι θα κάνουν, πώς θα το κάνουν, με ποιον θα το κάνουν και πότε θα το κάνουν.
Για όλα τα παραπάνω, η καλύτερη περίοδος είναι αυτή που βιώνουμε, έξι χρόνια τώρα. Η περίοδος της κρίσης που όλα μηδενίζουν και όλα αρχίζουν από την αρχή. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε. Αλλά είπαμε. Είμαστε σαν την Αφρική με τα τηλέφωνα. Προσπαθούμε να περάσουμε από το προηγούμενο στάδιο στο επόμενο, παρακάμπτοντας το παρόν. Χωρίς υποδομές, χωρίς υποστήριξη. Ε, την ξέρετε την κατάσταση με την Αφρική.
*Με τον όρο Death Valley, οι επενδυτές αναφέρονται συχνά στην Death Valley Curve, η οποία είναι η περίοδος εκείνη που μεσολαβεί από την στιγμή που μία start-up λαμβάνει την αρχική χρηματοδότησή της έως ότου αρχίσει να παράγει έσοδα. Συνήθως, σε αυτό το διάστημα συναντώνται αρκετά εμπόδια όσον αφορά τη συγκέντρωση κεφαλαίων και την αύξηση της χρηματοδότησης, με τους επενδυτές που τρέχουν το project να χάνουν αρκετά από τα χρήματά τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News