Για τους προσεκτικούς παρατηρητές το τελευταίο διάστημα ο πολιτικός λόγος που εκφράζεται από τη Φώφη Γεννηματά και γενικότερα μέσω των ανακοινώσεων και των θέσεων του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης μοιάζει με «light», θα έλεγε κανείς, κεντροαριστερού κόμματος.
Το γράμμα και το πνεύμα μιας εκσυγχρονιστικής αντίληψης είναι περιορισμένο, οι μεταρρυθμίσεις που επαγγέλονται έχουν πάντοτε πρόσημο, η κριτική στην κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα είναι οξεία και επιθετική, η αντιδεξιά ρητορική αιχμηρή, ενώ προβάλλεται έντονα η κανονικότητα της κοινωνικής πραγματικότητας έναντι των σαρωτικών αλλαγών του Μνημονίου. Λείπει η ενναλλακτική κατεύθυνση και προοπτική. Λείπει θα λέγαμε το στίγμα «ενός σημιτικού εκσυγχρονισμού».
Ολα αυτά δεν συμβαίνουν τυχαία και στη Χαριλάου Τρικούπη δεν το αποκρύβουν. Επιδιώκουν να καταστήσουν σαφές – και φραστικά και σε επίπεδο θέσεων – ότι είναι κόμμα που θέτει όρια στην κοινωνική αναδόμηση και δεν αποδέχεται τον μεταρρυθμισμό, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Επιθυμούν να έχει κυρίαρχο ρόλο το κράτος και όχι οι δυνάμεις της αγοράς στην οικονομία γιατί πάνω στο δίπολο αυτό γίνεται παραδοσιακά ο διαχωρισμός Αριστεράς -Δεξιάς. Ετσι η πολιτική εφαρμογής του Μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ χαρατηρίζεται – και σωστά – «δεξιά πολιτική» και δεν συνιστά σύγχρονο προοδευτισμό, όμως αντιπρόταση δεν προβάλλεται.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ επιδιώκει να καθορίσει τα όρια ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη Δημοκρατική Συμπαράταξη ενισχύοντας τα «αναχώματα» και αποτρέποντας τον κ. Τσίπρα να μετακινηθεί στον ζωτικό χώρο που κινείται το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και οι υπόλοιπες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και του Κέντρου. Με άλλα λόγια, τη «βγαίνει» μεν απο τα αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά χωρίς να υποδεικνύει τις αλλαγές που επιβάλλονται στην οικονομία, το κράτος και γενικότερα στη χώρα, τα οποία είναι το ζητούμενο από την έναρξη των Μνημονίων, το Μάιο του 2010.
Σε αυτήν την έλλειψη υποδείγματος εδράζεται η εμφανής απόκλιση της γραμμής της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ με τον Βαγγέλη Βενιζέλο ο οποίος για παράδειγμα δήλωσε στον ΣΚΑΙ: «Οταν λες Κεντροαριστερά, αφήνεις το περιθώριο σε κάποιον άλλον να λέει, “εγώ είμαι Κεντροδεξιά”, ενώ ιστορικά ο χώρος του Κέντρου στην Ελλάδα είναι προοδευτικός χώρος».
Η αντίληψη αντικατοπτρίστηκε την περασμένη εβδομάδα στην ορθή δήλωση της κυρίας Γεννηματά ότι «όπως το 1990 επί Μητσοτάκη έτσι και σήμερα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ θα αντισταθούμε στο ξεπούλημα των δημοσίων αστικών συγκοινωνιών σε ιδιώτες κερδοσκόπους».
Δέχθηκε ένοντη κριτική εως και προσωπικές επιθέσεις από δημοσιεύματα και ανάλογη σχολιογραφία. Η απάντηση ήταν εξ ίσου έντονη από τη Χαριλάου Τρικούπη: έκαναν λόγο για «προβοκάτσιες» και προκάλεσαν όσους έχουν άλλη άποψη να βγουν να το πουν. «Δεν θα γίνουμε παράρτημα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ», τονίστηκε αποδίδοντας την κριτική σε εξυπηρέτηση ποιτκών σχεδίων.
Η έλλειψη υπόδειξης ενός νέου προοδευτισμού καταγράφηκε και στις δημοσκοπήσεις που έδειξαν τη Δημοκρατική Συμπάραταξη στάσιμη καθώς δεν φαίνεται ακόμη να κερδίζει τους αποχωρούντες από τον ΣΥΡΙΖΑ
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να προσεγγίσει απομακρυνθέντες και αδραναποιημένους ψηφοφόρους που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις δυο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις και οι οποίοι πίστεψαν στη δήθεν ανατροπή του Μνημονίου και τελικά είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να πραγματοποιεί ένα μεγαλοπρεπές γιγανταιώρημα.
Αυτή η τακτική ωστόσο υστερεί σχετικά με το εύρος των προτάσεων και των μεταρρυθμίσεων που επιβάλλονται από την κατάσταση της χώρας.
Διότι, όπως σημειώνουν αναλυτές, ναι μεν είναι σωστό ότι οι αστικές συγκοινωνίες θα πρέπει να είναι δημόσιες, όπως σε όλη την Ευρώπη, όμως δεν αναδεικνύεται ο τρόπος εκσυγχρονισμού τους ώστε να μην εμφανίζονται τα φαινόμενα κομματικών διοικήσεων με πελατειακούς διορισμούς και αδιαφάνεια.
Δεν γίνεται, επισημαίνουν οι ίδιοι σχολιαστές, καμία αναφορά στην αποτελεσματική εκσυγχρονιστική διαχείριση της προηγούμενης διοίκησης του ΟΑΣΑ με τη στήριξη του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, όπου δεν απολύθηκε κανείς εργαζόμενος, διαμορφώθηκαν πλεονάσματα, μειώθηκε το εισητήριο και αναβαθμίστηκαν οι υπηρεσίες προς τους πολίτες, την οποία βεβαίως ανέτρεψε ο Χρήστος Σπίρτζης.
Ή παρατηρείται διστακτικότητα στην αποδοχή τολμηρών προτάσεων που κατατίθενται στην Επιτροπή Διαλόγου ακόμη και από στελέχη του ΠΑΣΟΚ, πχ για την μετατροπή των Νοσοκομείων σε ιδιωτικού δικαίου οργανισμούς από δημοσίου δικαίου που είναι σήμερα, για να αποκτήσουν ευελιξία διοίκησης και να παρακάμψουν την δύσβατη κρατική γραφειοκρατία.
Αυτή η έλλειψη υπόδειξης ενός νέου προοδευτισμού καταγράφηκε και στις δημοσκοπήσεις, όπως αυτή της ΑLCO και του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, που έδειξε τη Δημοκρατική Συμπάραταξη στάσιμη καθώς δεν φαίνεται ακόμη να κερδίζει τους αποχωρούντες από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ζήτημα τείνει να μεγεθυνθεί από το γεγονός ότι και στο Ποτάμι παρατηρείται συνεχώς η αμφιθυμία του Σταύρου Θεοδωράκη να μετέχει μεν στην Επιτροπή Διάλογου, ωστόσο να κρατάει αποστάσεις αφήνοντας αιχμές για την τακτική του ΠΑΣΟΚ και να έχει τα αυτιά του ανοικτά στο προσκλητήριο των μεταρρυθμιστών που διατυπώνεται από τον χώρο της ΝΔ.
Ομως οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι δεν βρίσκει ανταπόκριση στο εκλογικό σώμα και ο προβληματισμός μεγαλώνει. Ο επικεφαλής του Ποταμιού έχει δεχθεί εισηγήσεις να ενεργοποιηθεί στην Επιτροπή Διαλόγου εκφράζοντας το εκσυχρονιστικό ρεύμα. Προς το παρόν διστάζει.
Πάντως τη Δευτέρα το βράδυ Φώφη Γεννηματά και Σταύρος Θεοδωράκης πρόκειται να παραβρεθούν στην πρώτη κοινή εκδήλωση για το πολιτικό σύστημα και την θεσμική αναβάθμιση της χώρας, στο Γκάζι. Από το κλίμα που θα διαμορφωθεί θα φανεί πού πάνε τα πράγματα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News