«Είμαι αλκοολική, νευρωτική, ψυχωτική, παραπονιάρα, χαμένη στην εμμονή με τον εαυτό μου, αλλά είμαι καλλιτέχνης». Συστήνεται με τρόπο σαφή, ωμό και χωρίς πολλές περιστροφές. Δεν σοκάρει, όμως. Τουλάχιστον εκείνους που ξέρουν ότι έχει μεγαλώσει σε ένα ξενοδοχείο, ότι το αλκοόλ έγινε δεύτερη φύση της, ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με τον δίδυμο αδελφό της κι ότι έπεσε θύμα βιασμού σε ηλικία 13 ετών την ώρα που έφευγε από μια ντισκοτέκ. Για να μην αναφέρουμε ότι αναζήτησε την ανεξαρτησία της ως εργαζόμενη σε ένα sex shop, ότι για χρόνια τρεφόταν με τηγανητό κοτόπουλο και βότκα κι ότι άρχισε να κάνει τα πρώτα της σχέδια βλέποντας έργα του Εντβαρντ Μουνκ και Ιγκον Σίλε, τους οποίους αντιμετώπιζε ως θεούς.
Η Τρέισι Eμιν – ένα από τα πιο κακά παιδιά της βρετανικής τέχνης – έχει καταφέρει να επιβιώσει από τις παγίδες στις οποίες η ίδια ρίχνει τον εαυτό της: ναρκωτικά, αλκοόλ, αιμομιξία. Μοναδική σταθερά της η τέχνη. Και η ανάγκη της να ξορκίσει όσα έζησε βρήκε διέξοδο την αυτοβιογραφία της που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2005, αλλά τώρα, φρεσκαρισμένη αλλά με τον ίδιο τίτλο «Strageland» κυκλοφορεί μεταφρασμένη στα ισπανικά, ώστε να μπορέσουν περισσότεροι να διαβάσουν τους στίχους που έχει αφιερώσει στον βιαστή της.
Με αυτό το παρελθόν δεν μπορούσε εύκολα να φανταστεί την εξέλιξη της Τρέισι Eμιν σε καλλιτέχνιδα και μάλιστα πρώτης γραμμής. Είπαμε όμως. Το κορίτσι με προπάππου σουδανό σκλάβο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πατέρα τουρκοκύπριο ξέρει να επιβιώνει. Και βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη έκθεση. Σε εκείνη υπό τον τίτλο «Sensation» που ανέβασε στα ουράνια το κίνημα των Νέων Βρετανών Καλλιτεχνών και από την οποία ξεπήδησαν όλα τα μεγάλα κι ακριβοπληρωμένα ονόματα της σύγχρονης βρετανικής – αλλά και διεθνούς – εικαστικής σκηνής, όπως ο Ντέμιαν Χερστ, ο Μαρκ Οφιλι, η Σάρα Λούκας, οι αδελφοί Τσάπμαν και αρκετοί ακόμη.
Ηταν οι καινούριοι κανίβαλοι της τέχνης, όπως γράφει χαρακτηριστικά η ισπανική εφημερίδα «Ελ Μούντο», η οποία παρουσιάζει σε ένα εκτενές αφιέρωμα την αυτοβιογραφία της Τρέισι Έμιν. Η υπερβολή γρήγορα μετατράπηκε στο βασικό λεξιλόγιο της καλλιτέχνιδας. Είτε επρόκειτο για σχέδιο, είτε για φωτογραφία, είτε για βίντεο, είτε για εγκατάσταση, η προσωπική της κόλαση έδινε ένα δυναμικό «παρών». Και βεβαίως κανείς δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη δουλειά της, να πιάσει τα βαθύτερα μηνύματα των έργων της, να αγγίξει το νόημα αν δεν τα συνδέσει με τις περιπέτειες της ζωής της.
Αν κάποιος δεν έχει εντρυφήσει στην εικαστική της διαδρομή φτάνει να δει το πιο εμβληματικό της έργο ως τώρα – «Το Κρεβάτι μου» – που δημιούργησε το 1998. Πρόκειται για μια εγκατάσταση που περιλαμβάνει το κρεβάτι της πάνω στο οποίο είναι διάσπαρτα άδεια μπουκάλια, αποτσίγαρα, χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, χαρτί υγείας, σερβιέτες, λούτρινα ζωάκια, ταμπόν…Ολόκληρος ο κόσμος της, οι εφιάλτες και οι δαίμονες της σε κοινή θέα. Ένα κρεβάτι- αυτοπροσωπογραφία ενός ανθρώπου που έχει συνθλιβεί από την αγάπη. Μιας γυναίκας που έμεινε απομονωμένη επί 15 ημέρες με μοναδική της συντροφιά το αλκοόλ ύστερα από μια αποβολή. «Το Κρεβάτι μου» δεν είναι όμως μόνο ένα έργο –εξομολόγηση με πιθανές προεκτάσεις ψυχοθεραπείας. Είναι εκείνο που της έδωσε μια θέση στους υποψήφιους για το πολυπόθητο εικαστικό βραβείο Τέρνερ το 1999 και το οποίο το 2014 πωλήθηκε σε δημοπρασία από τον οίκο δημοπρασιών Christie’s προς τέσσερα εκατ. ευρώ αναδεικνύοντας την Τρέισι Εμιν σε μια σίγουρη αξία στην αγορά της τέχνης.
Το όνομα της ηλικίας 53 ετών σήμερα βρετανίδας άρχισε να ακούγεται μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν έφτιαξε μια τέντα σε μπλε σκούρο χρώμα πάνω στην οποία είχε κεντήσει τα ονόματα των ανθρώπων με τους οποίους είχε κοιμηθεί από το 1963 έως το 1995, χρονιά δημιουργίας του έργου και το οποίο καταστράφηκε λόγω πυρκαγιάς που ξέσπασε το 2004 στην αποθήκη του μαικήνα Τσαρλς Σάατσι στο ανατολικό Λονδίνο.
«Αυτό το βιβλίο είναι μια απελευθέρωση, ένα εγχειρίδιο για το πώς μπορείς να κοιτάξεις μερικά πράγματα στον καθρέφτη και να τα δολοφονήσεις», λέει η ίδια. «Το να πετάς είναι δύσκολο, μου είχε πει κάποιος. Όταν προσγειωθείς θα πρέπει να περιμένεις και την ψυχή σου να προσγειωθεί.
«Κατάφερα να επιζήσω χάρη στην τέχνη που μου έδωσε πίστη στη ζωή. Τώρα βρίσκομαι σε ένα σημείο της ζωής μου που θέλω περισσότερα», καταλήγει το άλλοτε κακό κορίτσι που σήμερα είναι πλέον καθηγήτρια στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου και μάλιστα μία από τις δύο γυναίκες που έχουν διδάξει στην συγκεκριμένη ακαδημία από την ίδρυσή της το 1768.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News