Αυτός, τότε, το 1993, ήταν 32 ετών. Υστερα από έναν μικρό, αλλά σημαντικό, αριθμό συμμετοχής σε τηλεοπτικές παραγωγές, δεν είχε σκοπό να παραμείνει σε αυτή τη βιομηχανία. Είχε πειστεί ότι η ποιότητα βρισκόταν αποκλειστικά στον κινηματογράφο. Αλλωστε, την ίδια χρονιά παιζόταν στους κινηματογράφους η ταινία «Kalifornia», στην οποία πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Μπραντ Πιτ. Ηταν μία ευκαιρία να κυνηγήσει άλλους ρόλους στη μεγάλη οθόνη. Ωστόσο ο μάνατζέρ του είχε ένα καλό προαίσθημα για τη σειρά, που, τελικά, θα γινόταν μία από τις μακροβιότερες τηλεοπτικές παραγωγές επιστημονικής φαντασίας.
Εκείνη, αντίστοιχα, ήταν 24 ετών, μολονότι στους υπεύθυνους για το κάστινγκ της σειράς είχε δηλώσει 27 ετών, ώστε να φανεί πιο αξιόπιστη για τον ρόλο μίας πράκτορα του FBI με πτυχίο Ιατρικής. Μόλις πριν από δύο χρόνια, το 1991, είχε βραβευτεί με το Theatre World Award, για την εμφάνισή της στη θεατρική σκηνή του off-Broadway, στο «Absent Friends». Και είχε ορκιστεί στον εαυτό της ότι ποτέ δεν θα μετακόμιζε στο Λος Αντζελες. Όταν το έκανε, έδωσε μία νέα υπόσχεση: δεν θα έκανε ποτέ τηλεόραση. «Σχεδόν ένα χρόνο άνεργη, όμως, άρχισα να πηγαίνω σε διάφορες οντισιόν τις οποίες ευχόμουν πραγματικά να μην κερδίσω», έχει δηλώσει η ίδια. Κι έτσι, ύστερα από μία σύντομη εμφάνιση σε μία σειρά, «Class of 96», ήρθε στα χέρια της ένα σενάριο το οποίο «δεν μπορούσε να αφήσει από τα μάτια της».
Σήμερα ο Ντέιβιντ Ντουκόβνι είναι 55 ετών και η Τζίλιαν Αντερσον 47. Παίζουν και οι δύο, ακόμη, στην τηλεόραση. Μεσολάβησε η σειρά που τους έκανε να αγαπήσουν τη μικρή οθόνη και να τους λατρέψει το αμερικανικό τηλεοπτικό κοινό. Το «X-Files» παιζόταν κάθε Κυριακή από το 1993 έως το 2002, προσελκύοντας από 9 έως 19 εκατ. τηλεθεατές -με ρεκόρ τηλεθέασης, για το επεισόδιο «Leonard Bets», τους 29,1 εκατ.- και επιβιώνοντας για εννέα χρόνια και εννέα κύκλους.
Δεν ήταν μόνο το στοιχείο της αγωνίας και του μυστηρίου ή οι εξωπραγματικές υποθέσεις με τις οποίες έρχονταν αντιμέτωποι οι δύο ντετέκτιβ, που έκαναν εκατομμύρια ανθρώπους να πέσουν από τα σύννεφα όταν ολοκληρώθηκε η σειρά, το 2002. Ηταν, κυρίως, η χημεία τους. Στην πραγματική ζωή, ποτέ δεν εξελίχθηκε σε κάτι περισσότερο από φιλία, αλλά το δίδυμο Μόλντερ – Σκάλι ήταν πάντα διασκεδαστικό. «Η Τζίλιαν παίρνει όλο το βάρος. Εχει όλα τα ιατρικά, όλα τα επιστημονικά, σου δίνουν όλα τα σκατά», της είχε πει μπροστά στην κάμερα του ET. «Εσύ είσαι αυτός που πέφτει θύμα βασανισμού σε κάθε επεισόδιο», απάντησε η ίδια. «Ναι και απ’ ότι φαίνεται λιποθυμώ και συνέχεια χάνω το όπλο μου».
Το μεγάλο στοίχημα για τους ηθοποιούς που αφήνουν πίσω τους μία σειρά είναι να μην ταυτιστούν με τον ρόλο που τους έχει στιγματίσει – διαφορετικά η επιτυχία τους γίνεται κατάρα
Το «X-Files», επιστρέφει για έξι αυτοτελή επεισόδια, με τη μεγάλη πρεμιέρα προγραμματισμένη για την 24η Ιανουαρίου, στις ΗΠΑ. Ντουκόβνι και Αντερσον επιστρέφουν στους ίδιους ρόλους, εκείνη στο ρόλο της σκεπτικίστριας Ντέινα Σκάλι, αυτός στον ρόλο του πιο ανοιχτόμυαλου Φοξ Μόλντερ. Θα ενσαρκώσουν το ίδιο ζευγάρι ντετέκτιβ που εξιχνιάζει τις πιο μυστήριες, ενίοτε παραφυσικές, υποθέσεις – ο δημιουργός, Κρις Κάρτερ, έχει υποσχεθεί ότι ο κόσμος που θα παρουσιάσει θα είναι πιο περίεργος από ποτέ.
Φυσικά, οι δύο ηθοποιοί είπαν το «ναι» στο μεγάλο comeback χωρίς δεύτερη σκέψη. Το ίδιο έκαναν και όταν τους ζητήθηκε να παίξουν σε δύο κινηματογραφικές παραγωγές της σειράς, το 1998 και το 2008. Αλλωστε, στην ίδια σειρά χρωστάνε εννέα χρόνια φήμης και, μάλλον, ότι πέτυχαν στην καριέρα τους τα 13 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε.
Το μεγάλο στοίχημα για τους ηθοποιούς που αφήνουν πίσω τους μία σειρά είναι να μην ταυτιστούν με τον ρόλο που τους έχει στιγματίσει – διαφορετικά η επιτυχία τους γίνεται κατάρα. Η Αντερσον τα τελευταία χρόνια έχει εμφανιστεί σε κάποιες (μέτριες) ταινίες ή σειρές, έχει μαγέψει κάποιους κριτικούς στη βρετανική θεατρική σκηνή και όταν της πρότειναν να επιστρέψει στα πλατό του «X-Files» για έξι νέα επεισόδια έκανε γυρίσματα για την τηλεοπτική σειρά, του BBC, «The Fall» (2013 – 2016). Πρόκειται για τον πρώτο της μεγάλο ρόλο σε τηλεοπτική σειρά, ύστερα από το «X-Files». Ισως γιατί ο ρόλος της είναι και πάλι μίας ντετέκτιβ.
Η υπόθεση είναι κλασική για ένα αστυνομικό μυστήριο: οι ιρλανδικές αρχές καταζητούν έναν δολοφόνο και καλούν εξωτερική βοήθεια (την Αντερσον στο ρόλο της πράκτορα Στέλα Γκίμπσον) η οποία θα βοηθήσει στην εξιχνίαση της υπόθεσης. Ο δράστης είναι ένας κατά συρροήν δολοφόνος ο οποίος θέτει νεαρές γυναίκες στο στόχαστρο, τις βασανίζει και τις σκοτώνει. Αυτό που δεν είναι κλασικό στην τηλεοπτική παραγωγή είναι η απεικόνιση της πράκτορα Γκίμπσον. «Δεν έχω δει κάποια παραγωγή που να αμφισβητεί τόσο άμεσα τις παραδοσιακές συμβάσεις των αστυνομικών-δραματικών σειρών», γράφει η δημοσιογράφος του Atlantic, χαρακτηρίζοντας τη σειρά ως «την πιο φεμινιστική παραγωγή» της σημερινής εποχής. Η Γκίμπσον που υποδύεται η Αντερσον εμπνέει σεβασμό σε όλους, άνδρες και γυναίκες, δεν προσπαθεί να υποβαθμίσει τη θηλυκότητά της, ούτε να προσποιηθεί ότι δεν είναι ευάλωτη ή δεν έχει ελαττώματα.
Με άλλα λόγια «το φύλο δεν παίζει κανένα ρόλο» στη σειρά όπου με ενθουσιασμό εμφανίζεται η Αντερσον. Και το στοιχείο αυτό ταιριάζει στον ρόλο που άφησε πίσω της για να συναντήσει ξανά μπροστά της ύστερα από 13 χρόνια. Η Σκάλι ήταν η ρεαλίστρια της πλοκής και όχι ο Μόντλερ.
Ο Ντουκόβνι «πέτυχε την καλή» νωρίτερα. Υστερα από πέντε χρόνια σχετικής αφάνειας, εμφανίστηκε στη λατρεμένη σειρά «Californication» (2007-2014). Εδώ ο χαρακτήρας του ήταν και πάλι χιουμοριστικός αλλά σαφώς πιο ανάλαφρος. Αλλωστε, μιλάμε για μία κωμωδία και όχι για ένα δράμα, όπως ήταν το «X-Files». Μάλιστα, ήταν το είδος τη κωμωδίας που ταίριαζε στον Ντουκόβνι και αυτό που τον παρακίνησε να πάρει τον ρόλο. «Ο Χανκ ήταν ο εαυτός του, είχε το κουράγιο να πει ότι θεωρούσε ότι ήταν αληθές, ανεξάρτητα από τις συνέπειες που αυτό θα είχε», είχε δηλώσει για τον ήρωα που υποδύθηκε, ο ηθοποιός σε συνέντευξή του στο News & Culture, το 2014.
Οταν λέει ότι ο «Χανκ Μούντι» είναι ο εαυτός του, εννοεί ότι έχει αδυναμίες -ποτό, γυναίκες, ναρκωτικά- και τις αποδέχεται με ειλικρίνεια και πάνω απ’ όλα με χιούμορ. Είναι ο ρομαντικός τύπος, ο ονειροπόλος συγγραφέας που αισθάνεται πιο άνετα στον κόσμο της φαντασίας παρά στον κόσμο της πραγματικότητας. Ο «Χανκ Μούντι» έδωσε και μία πρωτιά στον Ντουκόβνι. Εγινε ο πρώτος ηθοποιός που θα κέρδιζε μία Χρυσή Σφαίρα για την καλύτερη περφόρμανς σε κωμική σειρά, ενώ είχε ήδη μία Χρυσή Σφαίρα για την περφόρμανς του σε μία δραματική σειρά -το «X Files», φυσικά.
Κατά μία ειρωνεία, το 2008, τη χρονιά που παρέλαβε τη Χρυσή Σφαίρα για τον ρόλο τού -μεταξύ άλλων- γυναικά, ο ηθοποιός αποδέχθηκε ένα πρόβλημα που είχε χρόνια, τον εθισμό στο σεξ, και άρχισε να πηγαίνει, εθελοντικά, σε κέντρο απεξάρτησης. Ισως εμπνευσμένος από τον «Χανκ», που «πάντα ήταν ο εαυτός του», έκανε κάτι που δεν συνηθίζεται για τους ανθρώπους που υποφέρουν από αυτή τη διαταραχή: το ανακοίνωσε δημοσίως. Τον εθισμό του στο σεξ, την προσπάθειά του να θεραπευτεί, και, αργότερα, την προσπάθειά του να κάνει διαλογισμό. «Παρότι πληρώνεις σε βάζουν απευθείας για δουλειά. Δούλευα στον κήπο μιάμιση ώρα την ημέρα. Πλάκα είχε, έσκαβα σκατά αλόγου. Πρώτα πληρώνεις και μετά ξεθάβεις σκατά αλόγου!», δήλωσε τον Απρίλιο του 2015, στο Late Show with David Letterman, αναφερόμενος στην εμπειρία του σε κέντρο διαλογισμού, στη Νέα Υόρκη.
Ετσι, λοιπόν, επιστρέφει στο «X-Files» ένας Ντουκόβνι πιο συνειδητοποιημένος -μπορεί και πιο χαλαρωμένος, αν έχει πιάσει ο διαλογισμός- και με ακόμη πιο εξασκημένο το χιούμορ του και την ικανότητά του στον αυτοσχεδιασμό. Η συνάδελφός του, Αντερσον, επιστρέφει πιο ώριμη -έχει χωρίσει δυο φορές και έχει τρία παιδιά- και ύστερα από δύο κύκλους μίας καλογυρισμένης τηλεοπτικής σειράς του BBC που προβάλλει μία δυναμική θέση για τις γυναίκες.
Και οι ίδιοι οι φανατικοί του «X-Files» έχουν ωριμάσει σε σχέση με τη δεκαετία των 1990s. Το υπόλοιπο κομμάτι του τηλεοπτικού κοινού δεν είχε προλάβει να γνωρίσει την cult σειρά, δεν έχει ιδέα για το τι κρύβουν τα «X-Files» και έχει περισσότερες απαιτήσεις σε σχέση με τους τηλεθεατές των 1990s. Αλλά πάντοτε κοιτά με ενδιαφέρον οτιδήποτε ξεπερνά τα όρια του φυσιολογικού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News