Ο αυτοδημιούργητος Παναγιώτης Θανόπουλος υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους στον τομέα του λιανικού εμπορίου τροφίμων στην Αθήνα, «από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους και μέσα από δύσβατες εποχές πολέμων, οικονομικής ύφεσης, προσπαθειών εξευρωπαϊσμού και νεωτερισμών». Αυτό σημειώνουν η Λυδία Σαπουνάκη – Δρακάκη, καθηγήτρια οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και η Μαρία Λουίζα Τζόγια – Μοάτσου, υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στον πρόλογο του βιβλίου τους «Από τα “Εδώδιμα – Αποικιακά” στα Σούπερ Μάρκετ: Η πορεία 140 ετών μιας ελληνικής εταιρείας τροφίμων».
Η ιστορία της οικονομικής εξέλιξης ενός κράτους, ορίζεται μεταξυ άλλων και από ένα πλέγμα προσωπικών ιστοριών, όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει τον κυρίαρχο ρόλο. Με τη δημιουργία, λοιπόν, του πρώτου ευρωπαϊκού τύπου εδωδιμοπωλείου της Αθήνας και μια σειρά από πρωτόγνωρες πρακτικές που εφάρμοσε στην αγορά τροφίμων και στην αθηναϊκή ζωή, από το τέλος του 19ου και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ο Παναγιώτης Θανόπουλος ήταν ένας από τους εμπόρους που συνέβαλαν δυναμικά στην οικονομική ιστορία του τόπου μας.
Το εντυπωσιακό, μάλιστα, είναι ότι η επιχείρηση εξακολούθησε να είναι πρωτοπόρος σε όλες τις φάσεις της λειτουργίας της μέχρι σήμερα. Την περίοδο του Μεσοπολέμου ο γιος του Παναγιώτη, Παντελής Θανόπουλος, έδωσε νέα μορφή και δομή στα καταστήματα τροφίμων με την δημιουργία του πρώτου πολυμορφικού εδωδιμοπωλείου, ενώ η τρίτη γενιά προχώρησε στη λειτουργία καταστημάτων αυτοεξυπηρέτησης και σύγχρονων σούπερ μάρκετ –να σημειωθεί ότι τα σούπερ μάρκετ αποτελούν την μεγαλύτερη αλλαγή στον τομέα εμπορίας τροφίμων διεθνώς- παίζοντας και πάλι πρωτοπόρο ρόλο στην ραγδαία εξάπλωση των πρώτων αλυσίδων στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Και ενώ όλα έδειχναν μια ανοδική πορεία προς αυτή την κατεύθυνση, οι γιοι του Παντελή Θανόπουλου αναδιπλώθηκαν ενάντια στις πρακτικές της αγοράς εκείνης της εποχής, προχωρώντας σε συρρίκνωση της επιχείρησης και του αριθμού των καταστημάτων της. Την δεκαετία του 1980, ο Δημήτριος Θανόπουλος, χαράζοντας μια νέα επιχειρησιακή γραμμή με στόχο την κατακόρυφη επέκταση, επικεντρώθηκε στην ποιότητα και στην ποικιλία, που θα μπορούσε να προσφέρει ένας πολύ μικρός αριθμός καταστημάτων (μόλις τρία) στην ευρύτερη περιοχή της Κηφισιάς.
Σήμερα οι αδελφοί Περικλής και Τέλης -τα παιδιά του Δημήτρη Θανόπουλου- τέταρτη γενιά στην επιχείρηση , ακολουθώντας πιστά το σκεπτικό το προπάππου-ιδρυτή της, συνεχίζουν να παρακολουθούν τις νέες τάσεις στον τομέα της σίτισης. Και με σκοπό την «βέλτιστη» διατροφή, που είναι η κυρίαρχη τάση της εποχής μας, εφοδιάζουν τα ράφια των τριών καταστημάτων τους με μια μεγάλη ποικιλία «λειτουργικών τροφίμων» (functional foods) τα οποία στοχεύουν στην σωματική και πνευματική ευεξία.
Τα τρόφιμα αυτού του τύπου ήταν, βέβαια, άγνωστα το 1877 όταν ο 25χρονος Παναγιώτης Θανόπουλος, από τα Μαγούλιανα της ορεινής Αρκαδίας, αποφάσισε να ανοίξει το δικό του μπακάλικο στο κέντρο της Αθήνας. Όπως πολλοί άλλοι νέοι της εποχής του, χωρίς εμπειρία και γνώσεις, σε ηλικία 14 ετών βρήκε στέγη και δουλειά «μπακαλόγατου» στο μικρό μπακάλικο του συζύγου της ετεροθαλούς αδελφής του. Και όταν έμαθε καλά τη δουλειά άνοιξε το δικό του κατάστημα στην οδό Αιόλου 79, δίπλα στο φαρμακείο του Κρίνου (το πρώτο φαρμακείο της Αθήνας).
Στον όροφο πάνω από το εδωδιμοπωλείο στεγαζόταν η εφημερίδα Νεολόγος, ενώ μέσα στη στοά λειτούργησε αργότερα το αλλαντοποιείο του Θανόπουλου. Στη γωνία Αιόλου και Ευριπίδου, βρισκόταν η πολυτελής κατοικία-εργαστήριο του τηνιακού φωτογράφου Πέτρου Μωραΐτη, ο οποίος κατά διαστήματα υποδεχόταν την βασιλική οικογένεια για φωτογράφιση.
Προφανώς δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή του χώρου. Τον 19ο αιώνα, οι δρόμοι της Αθήνας ήταν ελεεινοί από άποψη υγιεινής, τα παντοπωλεία «δυσειδή και οζώδη» και η τήρηση των κανόνων ανύπαρκτη, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ήδη ένα θεσμικό πλαίσιο ευρωπαϊκών προδιαγραφών στον τομέα της υγιεινής τροφίμων – είχε δημιουργηθεί μετά την έλευση των Βαυαρών.
Το κατάστημα του Π. Θανόπουλου κέρδισε αμέσως τους Αθηναίους, που έβλεπαν σε αυτό «την εξευγένισιν της παντοπωλικής». Πράγματι από την πρώτη στιγμή στόχος του ήταν ο εκσυγχρονισμός τόσο ως προς την καθαριότητα και την αισθητική του χώρου όσο και ως προς τον τρόπο πώλησης των προϊόντων, παραμερίζοντας το τεφτέρι και την πίστωση. Απευθυνόταν, άλλωστε, σε μια πελατεία υψηλών εισοδημάτων.
Ειδικά μετά από μια μεγάλη ανακαίνιση το 1883, ο νεαρός επιχειρηματίας φρόντισε να εμπλουτίσει τα ράφια του όχι μόνο με εμπορεύματα ευρείας κατανάλωσης αλλά και με εισαγώμενα προϊόντα πολυτελείας, όπως μαρτυρούν οι έμμετρες καταχωρήσεις του για τον «Ερμήν», το λαμπρό παντοπωλείο με «όλα τα είδη δια Λούκουλους»: «Χαβιάρι Γέλβας και τυριά και μπύρα ΄στην μπουκάλα / σαμπάνια ανεκτίμητη καθώς και τόσα άλλα / τουτέστιν αυγοτάραχα και του κουτιού σαρδέλαις / του Θανόπουλου το λαμπρόν κοσμούν παντοπωλείον / που κείται ‘στο Βασιλικόν εκεί Φωτογραφείον» έγραφε ο Γεώργιος Σουρής στην εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα του Ο Ρωμιός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News