«Βρήκα μαγιά! Αποθεώστε με!», πανηγύριζε μια φίλη στο fb προ ολίγων ημερών. Μα τι λέει, αναρωτήθηκα, μέχρι που πήγα κι εγώ στο σούπερ μάρκετ και είδα το ράφι με τη μαγιά άδειο, όπως το ράφι με τα αντισηπτικά. «Θα τη βρεις στο ταμείο, έχει περιορισμό, μπορεί να πάρει μέχρι δύο φακελάκια ο καθένας», μου λέει η υπάλληλος. Ξεφύσησα ανακουφισμένη, γιατί είχα προγραμματίσει να περάσω το απόγευμα φτιάχνοντας, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ψωμάκια για μπέργκερ.
Στα social media, άλλωστε, γίνεται χαμός. Ο ένας μετά τον άλλο, όλοι ποστάρουν τις δημιουργίες τους από ζύμη, που ξεκινούν από μια ταπεινή φραντζόλα και φτάνουν μέχρι περίτεχνα κουλουράκια, ισάξια εκείνων του Στέλιου Παρλιάρου. Για να μην πω για τις διασημότητες, ακόμα και η Καρντάσιανς έχουν βγάλει τις τρέσες και φουρνίζουν ψωμιά.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: ο εγκλεισμός στο σπίτι μάς μετέτρεψε σε φουρνάρηδες. Ζυμώνουμε, φουρνίζουμε και ξεφουρνίζουμε αβέρτα, και το αλεύρι και η μαγιά πάνε κι έρχονται. Όχι μόνο εμείς, όλος ο πλανήτης. Η λέξη bread σημείωσε ιστορικό υψηλό στα Google Trends, εν μέσω καραντίνας. Η κατανάλωση του αλευριού σημείωσε αύξηση 152,4% (πηγή IRI), ενώ οι παραγωγοί αυτών των προϊόντων δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση της αγοράς. Οι φούρνοι, από την άλλη, σημειώνουν χασούρα. Ιδίως στο ψωμί, κάποιοι αναφέρουν έως και 80% μείωση της κατανάλωσης.
Γιατί το ρίξαμε στο ζύμωμα; Και πώς να μην το ρίξουμε; Οχι ότι δεν ζυμώνουμε γενικά, η μόδα των σπιτικών αρτοσκευασμάτων έχει επανέλθει δριμύτερη την τελευταία δεκαετία. Αλλά η καραντίνα την οδήγησε σε άλλο επίπεδο. Δεν είναι μόνο ότι τώρα, περισσότερο από ποτέ, θέλουμε να ελέγχουμε τι μπαίνει στο στομάχι μας, δεν είναι μόνο ότι ζυμώνοντας περνάει η ώρα και απασχολούνται τα παιδιά, τα οποία βρίσκουν στη ζύμη το φαγώσιμο αδελφάκι της αγαπημένης τους πλαστελίνης, είναι ότι όλη αυτή η διαδικασία, από το ζύμωμα και το πλάσιμο του ζυμαριού μέχρι το φούρνισμά του, μας χαλαρώνει κιόλας.
Η πεθερά μου είχε την ατυχία να χάσει τον άντρα της νέα, αφού πέρασε αρκετά χρόνια παλεύοντας με την ασθένειά του και μπαινοβγαίνοντας στα νοσοκομεία. Το ότι σώθηκε από την κατάθλιψη το οφείλει σε μεγάλο βαθμό στο ζύμωμα: «Εκανα τα τσουρέκια και τις πίτες δέκα-δέκα», μου έχει πει πολλές φορές. «Ωρες ολόκληρες πάνω από το πλάστη, άνοιγα φύλλα. Και κάπως ξεχνιόμουν».
Αυτό κάνουμε κι εμείς, τώρα, ξεχνιόμαστε. Η σκέψη μας αποσπάται για λίγο από δική μας απώλεια, την απώλεια ελευθερίας κινήσεων και συνηθειών, από την οποία δεν ξέρουμε πότε και πώς θα βγούμε και τι θα αντιμετωπίσουμε ύστερα απ’ αυτό. Βυθίζουμε τα χέρια στο ζωντανό ζυμάρι ξανά και ξανά και οι μύες χαλαρώνουν, η ένταση μετριάζεται, το μυαλό αδειάζει. «Δεν αντέχω άλλο», «πότε θα τελειώσει;», «θα έχω δουλειά;» «ποιος θα μου κρατάει τα παιδιά;», οι σκέψεις που μας βασανίζουν, παγώνουν για λίγο. Είναι ένα είδος διαλογισμού το ζύμωμα. Και μετά, καθώς η μυρωδιά της ψημένης ζύμης κατακλύζει το σπίτι, ξυπνώντας μνήμες παιδικές, νιώθεις μια γλυκιά παρηγοριά. Ολα θα πάνε καλά, λες, ας φάω ένα κουλουράκι.
Η Τζούλια Πόνσμπι, συγγραφέας του βιβλίου «The Art of Mindful Baking», το έχει μελετήσει το θέμα. Το ζύμωμα ψωμιού αποσπά το μυαλό από τις σκέψεις και μας συνδέει με το σώμα, σου λέει. Επειτα, για να δημιουργήσεις μια ζύμη, αφήνεις τα πράγματα να εξελιχθούν με τον δικό τους ρυθμό και τα παρατηρείς. Αναγκαστικά, περιμένεις: να διαλυθεί η μαγιά, να γίνει το προζύμι, να φουσκώσει η ζύμη. Είναι το εντελώς αντίθετο από αυτό που συνήθως κάνουμε, να προσπαθούμε να ελέγξουμε τα πάντα, λέει η Πόνσμπι.
Προσυπογράφω! Με τον δικό της τρόπο, η ζύμη μας υπενθυμίζει ότι τα πράγματα θα συμβούν όταν θα είναι έτοιμα. Οσο περισσότερο το αποδέχεσαι αυτό, τόσο λιγότερο βασανίζεσαι.
ΥΓ. Να και μια συνταγή για τσουρέκι, για όσους δεν χόρτασαν το Πάσχα (εδώ).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News