«Αν κάποιοι από εσάς πιστεύετε ότι χρειάζεστε περισσότερο χρόνο για να προετοιμαστείτε προεκλογικά μην διστάσετε να μου το πείτε. Μπορώ να σας απαλλάξω από τα καθήκοντά σας, ώστε να αφοσιωθείτε αποκλειστικά και μόνο στην προετοιμασία των εκλογών»: με αυτή τη φράση ο Κυριάκος Μητσοτάκης «μάλωσε» τους υπουργούς που το τελευταίο διάστημα αντί να δουλεύουν προμοτάρουν τον εαυτό τους, υπενθυμίζοντας πως οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Κυρίως, όμως, έδειξε ότι δεν ζει σε έναν άλλο κόσμο, πως αντιλαμβάνεται αυτό που σκεφτόμαστε όλοι εμείς οι υπόλοιποι, όταν βλέπουμε μέλη του υπουργικού συμβουλίου να συμπεριφέρονται λες και μετράμε αντίστροφα για τις κάλπες —δηλαδή, πως «κάτι παραπάνω ξέρουν».
Πόσες φορές χρειάζεται να πει ένας πρωθυπουργός ότι θα εξαντλήσει την τετραετία; Στην Ελλάδα μάλλον μπόλικες: έχουμε συνηθίσει οι εκλογές να χρησιμοποιούνται ως επικοινωνιακό παιχνίδι και να καθορίζονται ανάλογα με τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, ακόμα και όταν οι στιγμές είναι ιδιαίτερα κρίσιμες. Ο Μητσοτάκης έχτισε το brand του και στην θεσμική του διαφορά, λέγοντας πως εκείνος δεν θα παίξει με τις κάλπες με τον ίδιο τρόπο που έπαιξαν στο παρελθόν οι αρχηγοί όλων των κομμάτων. Προτού πείσει τους απ’ έξω πως εννοεί όσα λέει, πρέπει πρώτα να πείσει τους δικούς του. Και εκεί έρχεται αντιμέτωπος με μια μικροπολιτική νοοτροπία που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα, ειδικά σε μια περίοδο αλλεπάλληλων κρίσεων που οι θέσεις ευθύνης μοιάζουν με ωρολογιακή βόμβα.
Μέρες σαν κι αυτές που διανύουμε είναι ευκολότερο να φοράει κανείς το κοστούμι του απλού πολιτευτή, που κοιτάει να είναι καλά η περιφέρειά του και υμνεί το έργο της κυβέρνησης — στα καλά έχει κι αυτός μερίδιο στην επιτυχία, στα άσχημα όμως καμία απόφαση δεν του χρεώνεται. Αν πράγματι απέχουμε έναν χρόνο από τις εκλογές, όμως, ένας υπουργός που σκέφτεται ως πολιτευτής είναι πρακτικά άχρηστος. Οχι γιατί δεν έχει ικανότητες, αλλά γιατί δεν τις χρησιμοποιεί για να επιτελέσει σωστά τον ρόλο του.
Δώδεκα μήνες με κατεβασμένα τα στυλό είναι μια απαγορευτική κανονικότητα για μια κυβέρνηση που έχει να διαχειριστεί μέτωπα που «σκάνε» από παντού και, παράλληλα, βρίσκεται αντιμέτωπη με την δικαιολογημένη φθορά της. Είναι διπλά απαγορευτική για την σημερινή ΝΔ, που κέρδισε το 2019 γιατί οι πολίτες (και ειδικά οι κεντρώοι που την ψήφισαν για πρώτη φορά) πίστεψαν ότι ήταν καλύτερη λύση από τους προηγούμενους, αλλά και ικανότερη από τον πρότερο εαυτό της. Μετά το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ο Μητσοτάκης σχολίασε πως η αξιωματική αντιπολίτευση «μας θύμισε από τι γλιτώσαμε». Σε λίγο καιρό η υπενθύμιση του 2015 -που κάθε μέρα που περνάει διεγείρει το θυμικό των πολιτών ένα τσακ λιγότερο- δεν θα είναι πια επαρκές αφήγημα. Για να πετύχει η σύγκριση του παρελθόντος και του μέλλοντος που επιχειρείται ήδη από το Μέγαρο Μαξίμου, θα πρέπει ο εκπρόσωπος του μέλλοντος να μην μεταχειρίζεται πρακτικές του παρελθόντος -σε κανένα επίπεδο, ακόμα και όταν η διαχείριση είναι top-down.
Το «καμπανάκι» ήταν αυτονόητα απαραίτητο και ενδεχομένως άργησε κιόλας. Αυτό που μένει να φανεί είναι αν αυτή η τελευταία προειδοποίηση Μητσοτάκη είναι προάγγελος ενός μεγάλου ανασχηματισμού, στον οποίο θα συμμετέχουν πρόσωπα που δεν θα τους νοιάζει και πολύ να «λερωθούν» τους επόμενους μήνες. Για κάποιους αναλυτές, αν τελικά ανασχηματισμός δεν υπάρξει, οι εκλογές δεν θα έπρεπε να θεωρούνται τόσο μακρινές. Πράγμα που μας επιστρέφει στο ίδιο ερώτημα: Αντέχουμε έναν πρωθυπουργό που θέλει να κάνει εκλογές στην ώρα τους; Αντέχει και εκείνος να επιμείνει μέχρι το τέλος της άνοιξης του 2023;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News