1. Το ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση ως καθολικό, ατομικό δικαίωμα και για την υλοποίησή του αναγνωρίζει αδιακρίτως τη δωρεάν πρόσβαση των φορέων του δικαιώματος στα κρατικά εκπαιδευτήρια, όλων των βαθμίδων. Μία από τις πλέον υψίσυχνες συζητήσεις των τελευταίων εβδομάδων αφορά τη σύγχρονη εξ αποστάσεως διδασκαλία – την αναμετάδοση δηλαδή του μαθήματος σε πραγματικό χρόνο, με τη χρήση κατάλληλων ψηφιακών εργαλείων.
Στόχος μιας τέτοιας διευρυμένης τάξης είναι η πρόσβαση στην εκπαιδευτική διαδικασία και εκείνων των μαθητών που για λόγους σχετιζόμενους με την ειδική υγειονομική συνθήκη της εποχής είναι καταρχάς, αποκλεισμένοι από τη δυνατότητα φυσικής παρουσίας στη σχολική αίθουσα. Οι αντιρρήσεις, ο προβληματισμός και η κριτική – όχι απολύτως αβάσιμοι – εστίασαν κυρίως, στη φύση καθαυτή της διαμεσολαβημένης διδασκαλίας, καθώς επίσης και υπολειπόμενη ποιότητα και εμβέλειά της σε σχέση με τη δια ζώσης σχολική συνύπαρξη. Ακόμη περισσότερο δε, όταν πρόκειται για εκπαιδευτικές βαθμίδες που αφορούν παιδιά και εφήβους, όπου τίποτε δεν συγκρίνεται με την εγγύτητα και την αμεσότητα της φυσικής διάδρασης, την οποία μόνο η ζωντανή διδασκαλία εγγυάται.
Τέθηκε επίσης, ζήτημα διακινδύνευσης ως προς την προστασία των προσωπικών δεδομένων των μαθητών, οι οποίοι συγκαταλέγονται ούτως ή άλλως, μεταξύ των πλέον ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων. Ο αντίλογος εστίασε αρχικά, στον εξαιρετικό και χρονικώς πεπερασμένο χαρακτήρα της ρύθμισης, συναρτήθηκε δε αποκλειστικά, με την ανάγκη λήψης μέτρων για την αποτροπή διασποράς του φονικού ιού.
Σε ό,τι αφορά μάλιστα, τις οργανωτικές ελλείψεις και τις τεχνικές ανεπάρκειες των σχολικών υποδομών, κι εδώ, η επωδός κατέτεινε στη με κάθε τρόπο, ανάγκη υπερκέρασής τους, με παράλληλη επίκληση στον υπηρεσιακό και διδασκαλικό πατριωτισμό των εκπαιδευτικών. Και είναι αλήθεια ότι παρά τις έντονες – πλην όμως, σημειακές – αντιρρήσεις, η ευγνωμοσύνη και η ευαρέσκεια της κοινωνίας των πολιτών αφορά κατά βάση, εκείνους τους εκπαιδευτικούς, των οποίων ο ζηλωτισμός παραμέρισε τις αντενδείξεις του εγχειρήματος.
Πρόκειται για όσους δεν εγκλωβίστηκαν σε προσχηματικά διλήμματα, ούτε ιδεολογικοποίησαν την έκτακτη συγκυρία, αλλά παρέμειναν διατεθειμένοι να συμπράξουν – ενίοτε αυτοσχεδιάζοντας εκ του δημιουργικού τους περισσεύματος – προκειμένου να υλοποιηθεί η συνταγματική αποστολή της πολιτείας για την πρόσβαση όλων στην εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για εκείνους που είχαν τη νηφαλιότητα να διακρίνουν ότι εν προκειμένω, ο δεύτερος όρος του διλήμματος κινείται μεταξύ τηλεδιδασκαλίας ή πλήρους αποκλεισμού από αυτή. Και ευτυχώς για τους μαθητές τους, επέλεξαν να αναιρέσουν τη συνθήκη της σχολικής αποστασιοποίησης καταφεύγοντας εξ ανάγκης στη διαμεσολαβημένη, ψηφιακή επικοινωνία ως το πλησιέστερο υποκατάστατο – αν και πάντα, ατελής προσομοίωση – της φυσικής διδασκαλίας.
2. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση κατοχυρώνεται επίσης, στο δεύτερο άρθρο του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του οποίου η κατηγορηματική και συμπεριληπτική διατύπωση συστοιχεί απολύτως προς τα ιερά και τα όσια του κράτους δικαίου: «Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή». Μερικούς μήνες πριν, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στη σημαντική απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, Mehmet Reşit Arslan and Orhan Bingöl κατά Τουρκίας, είχε την ευκαιρία να ανανεώσει την αφοσίωση και την προσήλωσή του στο δικαίωμα αυτό ως μέρος του κοινού, ευρωπαϊκού, πολιτιστικού κεκτημένου. Καταδίκασε την Τουρκία για παραβίαση του προαναφερόμενου άρθρου 2, η οποία συνίσταται στην άρνησή της να διασφαλίσει στοιχειώδεις τεχνολογικές υποδομές (χρήση υπολογιστή και πρόσβαση στο Διαδίκτυο) σε δύο κρατούμενους που επιθυμούσαν να συνεχίσουν τη φοίτησή τους σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς αυτή είχε διακοπεί με την καταδίκη τους.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση του τουρκικού κράτους να παράσχει τον αναγκαίο εξοπλισμό θέτει προσκόμματα – στην πραγματικότητα, το αναιρεί – στην πρόσβαση των κρατουμένων στην εκπαίδευση. Για την ιστορία, να σημειώσουμε ότι εδώ και λίγες μέρες, για την ακρίβεια, από την Παρασκευή 15 Μαΐου 2020 και για τους επόμενους έξι μήνες, η Ελλάδα έχει αναλάβει την προεδρία στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
3. Η ιστορία του φοιτητή και κρατούμενου στις φυλακές Κορυδαλλού Βασίλη Δημάκη είναι γνωστή. Από τις 23 Μαΐου ξεκίνησε νέα απεργία πείνας και δίψας, ενώ αρνείται πλέον κάθε επικοινωνία. Ο Δημάκης διαμαρτύρεται για την άρνηση των αρμόδιων υπηρεσιών να επιτρέψουν την επιστροφή του στο κελί κράτησής του, απ’ όπου επιδιώκει να συνεχίσει τη μελέτη των μαθημάτων που συνδέονται με τη φοίτηση και τις ακαδημαϊκές του υποχρεώσεις, στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.
Τόσο κατά το ελληνικό Σύνταγμα, όσο και κατά την ΕΣΔΑ, ο Δημάκης δεν εξαιρείται από την πρόσβαση στο δικαίωμα για εκπαίδευση. Τουναντίον, το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο εγγυάται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, αυτή την πρόσβαση, ενώ προβλέπει και τον ειδικότερο τρόπο άσκησης τού δικαιώματός του, εντός των χώρων κράτησης. Η μεταφορά των αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής, τον Ιούλιο του 2019, από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δεν μπορεί σημειολογικά να αναιρεί την ουσία του σωφρονισμού, ούτε να υποβιβάζει την αποστολή της σωφρονιστικής διαδικασίας αμιγώς σε κατασταλτικό εγκλεισμό. Η διασφάλιση των εκπαιδευτικών δικαιωμάτων και των προϋποθέσεων άσκησης και υλοποίησής τους, εντός των χώρων κράτησης βαραίνει τους έχοντες την αρμοδιότητα για τη λειτουργία αυτών των χώρων. Πρόκειται δε, για υλοποίηση ατομικού δικαιώματος συνταγματικής περιωπής, το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί παρά μόνο με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτουν το ίδιο το Σύνταγμα και ο νόμος.
4. Η συστηματική ανάγνωση των σημείων 1, 2 και 3 οδηγεί αναπόφευκτα στη διαπίστωση ότι τα εγγυητικά προαπαιτούμενα του Κράτους Δικαίου δεν νοούνται επιλεκτικά, ούτε μπορούν να αποσπαστούν από τη φυσική συνοχή που τα διέπει. Με άλλα λόγια, η αναζήτηση υποκατάστατων τρόπων διδασκαλίας προκειμένου να μην αποξενωθούν πλήρως οι μαθητές από την εκπαιδευτική διαδικασία, λόγω της φυσικής αποστασιοποίησης που επιβάλλει η πανδημία συνυπάρχει στο κράτος δικαίου, παράλληλα, με την απόγνωση και το πείσμα του Δημάκη να ανακτήσει την πρόσβαση και να μετάσχει εκ νέου, στο ακαδημαϊκό γίγνεσθαι. Αποτελούν και τα δύο όψεις του δικαιώματος στην εκπαίδευση και μόνο ως τέτοια νομιμοποιούν την αποστολή και τις καταστατικές αυτοδεσμεύσεις του κράτους δικαίου. Κάθε διαφορετική ανάγνωση αφίσταται από τους ελάχιστους κοινούς παρονομαστές που συναποτελούν τη βαθύτερη ουσία και την ταυτότητα του κράτους δικαίου. Στην περίπτωση του Δημάκη δοκιμάζονται πλέον, αυτά ακριβώς, τα όρια του Κράτους Δικαίου και εν τέλει, η ίδια η δημοκρατία. Και είναι προφανές ότι περιθώρια απόκλισης δεν υπάρχουν.
Η συνθετότητα και ο εύθραυστος χαρακτήρας της δημοκρατίας ως πολιτεύματος που, κατά προτεραιότητα, μεριμνά για τα δικαιώματα των μειοψηφιών και των αδύναμων θέτει τις ορίζουσες: η ζωή του Δημάκη και η επανασύνδεσή του με το εκπαιδευτικό του περιβάλλον είναι ένα ακόμη από τα πεδία, όπου το ελληνικό δικαιοκρατικό παράδειγμα οφείλει να αναστοχαστεί με παρρησία τις ελλείψεις και την ατελή του φυσιογνωμία. Κυρίως, όμως οφείλει να επανορθώσει ανταποκρινόμενο στις δεσμεύσεις του και τιμώντας την παρούσα πρωτοκαθεδρία του στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Τίποτε από όλα αυτά δεν μπορεί να διατηρεί το νόημα και την αξία του, όσο η ζωή του Δημάκη βρίσκεται σε κίνδυνο. Επιχείρησε να κάνει «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Και σ’ αυτό το εγχείρημα δεν πρέπει να μείνει μόνος του. Οι θεσμοί του Κράτους Δικαίου, αυτοί που ο ίδιος εμπιστεύθηκε αξιοποιώντας τη δεύτερη ευκαιρία που του παρείχαν, οφείλουν να τον ανασύρουν από την απόγνωση.
* Η Κατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος – μέλος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News