Η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να πάει στις εκλογές με βασική ατζέντα το θέμα των παρακολουθήσεων είναι προϊόν πολιτικού ρεαλισμού και κομματικής σκοπιμότητας. Αν το δει κανείς προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι ίσως να ήταν και μονόδρομος, στην προσπάθεια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφ´ ενός να να συσπειρώσει τον παραταξιακό του χώρο και αφ’ ετέρου να απευθυνθεί σε ένα μικρό μεν, αλλά σημαντικό εκλογικό ακροατήριο, που βρίσκεται σε απόσταση ή παραμένει εχθρικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της εμπειρίας που άφησε πίσω της η κυβερνητική του θητεία. Αυτός ο… μονόδρομος, , όμως, στον οποίο έσπευσε να βαδίσει ο Αλέξης Τσίπρας, κρύβει πολλές παγίδες.
Ας δούμε πρώτα τι έχει να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ από το θέμα. Εάν δεν υπήρχε η υπόθεση των παρακολουθήσεων – ή μια άλλη ανάλογη υπόθεση – το βασικό ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης θα ήταν η Οικονομία. Άλλωστε, αυτό είναι το πρώτο θέμα που απασχολεί τους πολίτες, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις. Η Οικονομία, όμως, δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για ένα στοιχειωδώς πειστικό αντιπολιτευτικό αφήγημα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Από την ώρα που ο Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός, ο ΣΥΡΙΖΑ τον παρουσίαζε ως «νεοφιλελεύθερο». Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο διαχειρίστηκε ο πρωθυπουργός την πανδημία και αμέσως μετά την ενεργειακή κρίση ακυρώνει στην πράξη αυτό το χαρακτηρισμό. Πώς μπορείς να πείσεις ως αντιπολίτευση ότι ο πρωθυπουργός είναι νεοφιλελεύθερος, όταν αυτή την τετραετία έχουν γίνει οι πιο γενναίες παροχές της τελευταίας 15ετίας; Η Οικονομία, λοιπόν, αποδείχτηκε ότι δεν είναι προνομιακό πεδίο αντιπολίτευσης για τον ΣΥΡΙΖΑ. Λογικό ήταν να αναζητηθεί άλλο πεδίο.
Οι παρακολουθήσεις έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα μια μοναδική ευκαιρία. Μετά από μια δική του τετραετία γεμάτη ανοιχτές πληγές στα ζητήματα των θεσμών και της Δημοκρατίας, με συνοδοιπόρο τον Πάνο Καμμένο, και με «κληρονομιά» δυο Ειδικά Δικαστήρια (για τη σκευωρία Νοβάρτις και για τις τηλεοπτικές άδειες, με κατηγορούμενους υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης), οι παρακολουθήσεις έδωσαν μια διέξοδο: να εμφανιστεί ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ως υπερασπιστής των θεσμών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η ευκαιρία, πέρα από επικοινωνιακό είχε και πολιτικό ενδιαφέρον. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί μέσα από την υπόθεση των υποκλοπών, να απευθυνθεί στο ακροατήριο των κεντρώων και των φιλελεύθερων δημοκρατών, το οποίο στη συντριπτική του πλειοψηφία έχει έντονα «αντί – ΣΥΡΙΖΑ» χαρακτηριστικά, λόγω των πρακτικών που ακολούθησε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην προσπάθεια της να ελέγξει τους «αρμούς της εξουσίας».
Ταυτόχρονα, η υπόθεση αυτή προσφέρεται για να συσπειρώσει ο Τσίπρας και το παραδοσιακό του target group: αυτούς που πιστεύουν στη θεωρία των «αρμών της εξουσίας» και μάχονται την κυβέρνηση της ΝΔ για «εκτροπή» όχι για τις όποιες αντιδημοκρατικές πρακτικές της αλλά γιατί απλώς και μόνο δεν είναι… η δική τους κυβέρνηση. Είναι αυτοί που θεωρούν ότι οι δικές τους παρακολουθήσεις είναι απολύτως αποδεκτές, ενώ αυτές που έγιναν επί των ημερών της σημερινής κυβέρνησης είναι καταδικαστέες. Ο Τσίπρας χρειαζόταν ένα αφήγημα συσπείρωσης και το «δημοκρατία ή εκτροπή» του δίνει μια αξιοπρεπή διέξοδο. Γνωρίζει και ο ίδιος ότι αυτό το δίλημμα δεν αρκεί για να τον ξανακάνει πρωθυπουργό. Ίσως όμως φανεί αρκετό για να του εξασφαλίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον παραταξιακό του χώρο ενισχύοντας την πόλωση που θα τον θωρακίσει μετά από μια διαφαινόμενη εκλογική ήττα. Άλλωστε, όπως φάνηκε εξ αρχής, οι υποκλοπές, που ξεκίνησαν με θύμα τον Ανδρουλάκη, δίνουν στον Τσίπρα τη δυνατότητα να «υποκλέψει» την ατζέντα και ίσως και τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, που διάκεινται θετικά στο σενάριο της «προοδευτικής διακυβέρνησης ».
Η δυνατότητα, όμως, του ΣΥΡΙΖΑ να ωφεληθεί από τα σοβαρά λάθη της κυβέρνησης στο ζήτημα των υποκλοπών περιορίζεται σημαντικά από τους «σκελετούς στη ντουλάπα» του. Πώς μπορείς να πείσεις ότι είσαι προστάτης της δημοκρατίας και των θεσμών όταν έχεις στείλει δέκα πολιτικούς αντιπάλους στη Δικαιοσύνη με τη μαρτυρία του «Μάξιμου Σαράφη» που τώρα κατηγορείται για απάτη σε βαθμό κακουργήματος; Και πώς μπορείς να εμφανίζεσαι ως αδιάφθορος όταν μέσω Ειδικού Δικαστηρίου ανοίγει νέα δικαστική έρευνα για τσάντες με μετρητά που, σύμφωνα με τη γραμματέα του Καλογρίτσα, πήγαιναν από το γραφείο του επιχειρηματία στην Κουμουνδούρου;
Συμπέρασμα: Χρήσιμος μεν ο μονόδρομος που άνοιξαν για τον ΣΥΡΙΖΑ οι κυβερνητικοί χειρισμοί στο ζήτημα των υποκλοπών, αλλά μόνο για την ίδια τη διαδρομή και όχι για τον προορισμό στον οποίο οδηγεί. Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί μέσα από το δίλημμα «Δημοκρατία ή Εκτροπή» να ανεβάσει την παραταξιακή του συσπείρωση, θα βοηθήσει όμως και τον Κυριάκο Μητσοτάκη να φτάσει τη δική του συσπείρωση στα ύψη, επαναφέροντας στο προσκήνιο θέματα για τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ κρίθηκε το 2019 και πολύ θα ήθελε να ξεχαστούν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News