Ενώ ακόμα δεν είχε τελειώσει η καταμέτρηση των ψήφων για τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ο απερχόμενος πρόεδρος Τραμπ, αντιλαμβανόμενος αλλά μη αποδεχόμενος τη διαφαινόμενη ήττα του, κοινοποιούσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εμπρηστικά μηνύματα προς τους οπαδούς του. Facebook και Twitter βρέθηκαν απέναντι σε μια δύσκολη απόφαση: είτε θα τον άφηναν να συνεχίσει να γράφει ό,τι θέλει –με κίνδυνο ακόμα και ανατραπεί όλη η δημοκρατική διαδικασία μεταβίβασης της εξουσίας– είτε θα αναλάμβαναν το κόστος να διακόψουν την επικοινωνία του Προέδρου των ΗΠΑ με τους πολίτες, αναστέλλοντας τη λειτουργία του λογαριασμού του. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι την απόφαση αυτή κλήθηκαν να λάβουν οι πλατφόρμες, ενώ ταυτόχρονα μαινόμενοι οπαδοί του Τραμπ είχαν εισβάλει στο Καπιτώλιο, ευτελίζοντας κάθε έννοια σεβασμού προς τους θεσμούς και τη δημοκρατία.
Facebook και Twitter αποφάσισαν να αναστείλουν τους λογαριασμούς του Τραμπ, όπερ και εγένετο. Στον δημόσιο διάλογο ακούστηκαν και οι δύο απόψεις: Κάποιοι υποστήριζαν πως ορθώς αποφάσισαν οι πλατφόρμες, διότι αυτό απαιτούσε η περίσταση ώστε να μην υπάρξουν περαιτέρω ευτράπελα κατά τη μεταβίβαση εξουσίας, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι ανεξάρτητα από την επικινδυνότητα των εμπρηστικών δηλώσεων, οι ιδιωτικές αυτές εταιρείες δεν έχουν το δικαίωμα να στερούν το δικαίωμα λόγου από τους χρήστες, και μάλιστα από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ.
Ηταν πράγματι οι δημοσιεύσεις αυτές ικανές να οδηγήσουν σε εγκληματικές ενέργειες, γεγονός που δικαιολογεί την απόφαση των πλατφορμών; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πίσω από μια τέτοια απόφαση δεν κρύβονται πολιτικά κίνητρα; Από την άλλη, ποιος άλλος θα μπορούσε εκείνη την στιγμή να βάλει τέλος στον κίνδυνο ανατροπής που φαινόταν να δημιουργεί ο λόγος του Tραμπ;
Για να κατανοήσουμε το ενδιαφέρον του ζητήματος, πρέπει να έχουμε κατά νου δύο βασικά στοιχεία:
- Πρώτον, πρέπει να αναλογιστούμε την κυριαρχική θέση που έχουν αποκτήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έναντι των κλασσικών μέσων ενημέρωσης και το πώς αυτό δυσχεραίνει τον προβληματισμό για το αν ο χώρος που διαμορφώνεται εντός του Facebook είναι δημόσιος ή ιδιωτικός.
- Δεύτερον, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την υποκειμενικότητα που διακρίνει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτός ο λόγος από κάθε άνθρωπο και κάθε λαό, καθώς δεν υπάρχει «κοινός» τρόπος πρόσληψης και ερμηνείας της γλώσσας.
Η αξιοπιστία και το Oversight Board
Οπως μπορεί να φανταστεί κανείς, η αξιοπιστία του Facebook τραυματίστηκε στη συνείδηση πολλών που μετά το περιστατικό άρχισαν να έχουν δεύτερες σκέψεις σχετικά με το αν εντός του υπάρχει πραγματική ελευθερία έκφρασης. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, το Facebook, σε μια κίνηση έμμεσης παραδοχής της αδυναμίας του να κρίνει τέτοιες περιπτώσεις, έθεσε σε λειτουργία το Oversight Board (ΟΒ), ένα εποπτικό συμβούλιο με σκοπό να ελέγχει κατασταλτικά την ορθότητα αποφάσεων που λαμβάνει η πλατφόρμα σε ζητήματα όπως αυτό του Tραμπ. Ενα συμβούλιο που απαρτίζεται από συνταξιούχους δικαστές, δημοσιογράφους, ακτιβιστές με διεθνή δράση και άλλες προσωπικότητες από όλον τον κόσμο.
Τι προσπαθεί να πετύχει με την πολυεθνική του στελέχωση το ΟΒ; Πέρα από την αντικειμενικότητα, την πολυφωνία και την πολυεπίπεδη εξέταση του κάθε ζητήματος, η σημαντικότερη διαπίστωση είναι η έλλειψη παγκόσμιας κοινής πρόσληψης του λόγου· αυτήν ακριβώς προσπαθεί να καλύψει η πολυεθνική συγκρότηση του σώματος. Προκειμένου να προσφύγει κάποιος στο ΟΒ, θα πρέπει να πληροί ορισμένους όρους και να τηρήσει συγκεκριμένες προθεσμίες, όπως ακριβώς και σε ένα δικαστήριο. Τι κρίνει το ΟΒ; Ως επί το πλείστον περιπτώσεις ελευθερίας του λόγου, ελευθερίας της έκφρασης μέσω της Τέχνης κ.λπ. δηλαδή ζητήματα Συνταγματικού Δικαίου. Η ομοιότητα της έμπνευσης, της δομής και των αρμοδιοτήτων του ΟΒ με ένα κανονικό δικαστήριο είναι προφανής.
Τι εξυπηρετεί όμως το ΟΒ; Στην αντίληψη αρκετών, η ύπαρξη ενός «ανεξάρτητου» οργάνου με ανεξάρτητη και αδέσμευτη κρίση («independent judgement») σίγουρα συμβάλλει στην ανάκτηση της χαμένης πίστης τους για την «εντός του Facebook δημοκρατία». Αλλοι παραμένουν δύσπιστοι, καθώς θεωρούν ότι ένα όργανο που ιδρύθηκε από το ίδιο το Facebook είναι αμφιβόλου ανεξαρτησίας και μάλλον θα λειτουργήσει ως όργανο που απλώς θα επικυρώνει κάθε απόφαση της πλατφόρμας.
Η άτυπη «δίκη» για τον Τραμπ
Τι έκρινε λοιπόν για την περίπτωση Tραμπ; Το ΟΒ πράγματι δικαίωσε το Facebook για την απόφαση να αναστείλει τη λειτουργία του λογαριασμού Tραμπ. Επεσήμανε όμως πως θα έπρεπε αυτή η αναστολή να έχει σαφές χρονικό πλαίσιο, κάτι που δεν συνέβη στην περίπτωση Tραμπ, όπου ο λογαριασμός ανεστάλη επ’ αόριστον. Για τον σκοπό αυτόν πρότεινε στην πλατφόρμα να δημιουργήσει ένα σαφές πλαίσιο κανόνων αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων. Η λέξη «πρότεινε» μαρτυρά αυτήν ακριβώς την εγγενή αδυναμία του ΟΒ, καθώς σε αντίθεση με ένα Δικαστήριο, το εποπτικό αυτό συμβούλιο δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλει την κρίση του στην πλατφόρμα. Τι θα μπορούσε να κάνει άλλωστε; Να επιβάλει κάποιο πρόστιμο για όσο η πλατφόρμα δεν καταρτίζει σχετικό κανονισμό;
Το μεγαλύτερο ζήτημα του ΟΒ είναι η ιδιωτική προέλευσή του και η ανυπαρξία των θεσμικών εγγυήσεων που συνοδεύουν την πραγματική δικαστική εξουσία. Δηλαδή, παρότι έχουμε να κάνουμε με ένα σώμα που μοιάζει με δικαστήριο, δεν πρόκειται για δικαστήριο. Το να απαντήσουμε στο ερώτημα για το αν θα μεροληπτεί υπέρ της πλατφόρμας δεν έχει μεγάλη αξία. Ισως έχει μεγαλύτερη αξία να μην παραβλέπουμε πως ένα ιδιωτικό σώμα, όπως ελεύθερα ιδρύθηκε, θα μπορούσε αντίστοιχα και να καταργηθεί. Εχει μεγάλη σημασία λοιπόν να μην αφεθεί η αποκλειστική κρίση για τέτοια ζητήματα σε τέτοιου είδους σώματα.
Αν εξετάσουμε την ιδέα του ΟΒ, αναλογιζόμενοι τη μάστιγα των fake news και όσων τα διαδίδουν, τότε αυτού του είδους ο αυτοέλεγχος δεν είναι παρά καλοδεχούμενος. Η κριτική προς ένα τέτοιου είδους σώμα βασίζεται στην αρνητική συμβολική αξία που έχει σε επίπεδο θεωρητικό. Η νεοφιλελεύθερη έμπνευση του ΟΒ αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού, καθώς η όλη ιδέα βασίζεται σε μια λογική «αυτορρύθμισης», δηλαδή μιας λογικής που απομακρύνει το κράτος, τα δικαστήρια εν προκειμένω, από χώρους που, αν και δημόσιοι, ανήκουν σε ιδιωτικές εταιρείες. Δηλαδή η λογική του ΟΒ επιτάσσει, εντός της πλατφόρμας του Facebook, ο έλεγχος και η κρίση –ακόμα και για ζητήματα συνταγματικών ελευθεριών– να ανήκει και σε όργανα της ίδιας της πλατφόρμας.
Δεν φταίει, όμως, το Facebook για αυτό. Δηλαδή η πλατφόρμα διαπίστωσε ότι, πράγματι, δεν μπορεί να κρίνει μόνη της τέτοια ζητήματα, διότι στη συνείδηση αρκετού κόσμου έχει χάσει την αξιοπιστία της ως δημοκρατικά οργανωμένου χώρου ανταλλαγής απόψεων.
Ασαφές νομικό πλαίσιο
Τα νομοθετήματα που σήμερα προστατεύουν την ελευθερία του λόγου παραμένουν γενικά και αόριστα, σε επίπεδο διακήρυξης, και δεν υπάρχει ειδική και συγκεκριμένη ρύθμιση για το πώς ακριβώς μπορεί κάποιος να προστατευτεί εάν θεωρήσει ότι μια πλατφόρμα θίγει τα δικαιώματά του. Δεν μπορεί να αφήσουμε πλήρως την προστασία σε ιδιωτικά όργανα που μοιάζουν με δικαστήρια. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει ήδη θέσει υπό διαβούλευση το Digital Services Act, το οποίο θα ρυθμίζει –μεταξύ άλλων– και τα των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και το Digital Markets Act. Τα νομοθετήματα αυτά –αν και αργοπορημένα– δύνανται να επιφέρουν τομή στον τρόπο με τον οποίο οι πλατφόρμες δραστηριοποιούνται στην Ε.Ε. όπως ακριβώς συνέβη και με τον GDPR.
Ο σχετικός με το ΟΒ προβληματισμός δεν χρειάζεται να είναι κινδυνολογικός. Το Facebook μάλλον δικά του συμφέροντα εξυπηρετεί με το συγκεκριμένο σώμα, παρά αμφισβητεί την κρατική κυριαρχία και την δικαιοκρατικά οργανωμένη δικαστική εξουσία. Το ΟΒ μας ωθεί να ξανασκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο ασκούνται τα συνταγματικά δικαιώματα σήμερα και την εξουσία που έχουν να τα περιορίζουν ιδιωτικές εταιρείες. Η θέσπιση ειδικών κανόνων προς ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων είναι αναγκαία και δεν επιδέχεται περαιτέρω χρονοτριβή.
*Ο Πάνος Δόμαλης είναι τεταρτοετής φοιτητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News