Ολα δείχνουν ότι η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν πήγε όπως την περιμέναμε. Δεν έβγαλε τίποτα και δεν οδήγησε πουθενά. Ήταν όμως χρήσιμη γιατί μας έδειξε το μέγεθος του αδιεξόδου στα ελληνοτουρκικά.
Στην παρούσα συγκυρία η Ελλάδα είναι μόνη.
Η Ευρώπη στέλνει στην Τουρκία περίπου όσα μηνύματα στέλνει και ο Προκόπης Παυλόπουλος. Πλέον στην Αγκυρα πρέπει να έχουν ειδικό ράφι για να τα αρχειοθετούν. Ως εκεί. Η Γερμανία, παρά τα σύννεφα που εμφανίζονται συχνά, διατηρεί με την Τουρκία σχέσεις ζωτικού ενδιαφέροντος. Δεν είναι μόνο τα εκατομμύρια των Τούρκων που ζουν στη Γερμανία. Είναι και οι γερμανικές επιχειρήσεις στην Τουρκία που περιγράφονται από οικονομικές σχέσεις πολλών δισεκατομμυρίων.
Οι ΗΠΑ, στις οποίες παραδοσιακά προσέβλεπε η Ελλάδα, δεν είναι μόνο απρόβλεπτες. Δείχνουν διατεθειμένες να δώσουν στην Τουρκία τα κλειδιά της περιοχής, κάτι που επιβεβαιώθηκε και στη Συρία. Η δε Ρωσία, κάνει μεγάλες μπίζνες με τον Ερντογάν και, εκτός των άλλων, έχει λόγους να αισθάνεται σφόδρα ενοχλημένη μετά τη συμφωνία των Πρεσπών που ενέταξε, δια του ΝΑΤΟ, τη Βόρεια Μακεδονία στη δυτική σφαίρα επιρροής. Η Ελλάδα μπορεί βέβαια να προσβλέπει στη Γαλλία επειδή και η Γαλλία προσβλέπει στα ενεργειακά κοιτάσματα που ενδεχομένως υπάρχουν στο Αιγαίο.
Αυτή είναι η εικόνα. Δεν μας αρέσει, αλλά όπως και να την γυρίσεις, δεν αλλάζει. Στην παρούσα συγκυρία, οι βασικοί συσχετισμοί είναι εις βάρος μας.
Υπάρχουν δύο επιλογές:
Η πρώτη συνοψίζεται στα αυστηρά μηνύματα που στέλνουμε. Δεν συζητάμε τίποτα πέρα από αυτά που δεχόμαστε να μπουν στο τραπέζι εδώ και σαράντα χρόνια και δηλώνουμε έτοιμοι να απαντήσουμε σε κάθε πρόκληση. Αυτό είναι εθνικά σωστό, αλλά απ’ ό,τι παρατηρούμε τις τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι και τόσο αποτελεσματικό καθώς στο διάβα του χρόνου μας προέκυψαν και «γκρίζες ζώνες» και «γαλάζιες πατρίδες» και αμφισβητούμενες υφαλοκρηπίδες. Εμείς μένουμε αμετακίνητοι στη θέση μας και η Τουρκία φορτώνει συνεχώς το τραπέζι με καινούργια θέματα. Παραλλήλως, εξοπλιζόμαστε για να έχουμε επιχειρησιακή ετοιμότητα απέναντι στον σύμμαχο μας στο ΝΑΤΟ. Ο Τραμπ έκανε το τραπέζι στους ηγέτες των χωρών που ξοδεύουν πολλά για την άμυνα τους. Μόνο εμείς, όμως, τα ξοδεύουμε για να είμαστε επαρκείς μπροστά στην απειλή του συμμάχου μας. Και ο Μακρόν, που είναι με τον καλό λόγο το στόμα, παίρνει τώρα 1,4 δισεκατομμύρια ελληνικά ευρώ για δύο καμαρωτές φρεγάτες -χωρίς τα όπλα, αυτά είναι έξτρα.
Αυτή η στάση, λοιπόν, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα οδηγήσει σε «ατύχημα». Ακόμα και αν δεν το προκαλέσει η Τουρκία, είναι πιθανό να το προκαλέσουμε εμείς αφού η κλιμάκωση των προκλήσεων θα φτάσει σε ένα σημείο που δεν θα μπορεί να μείνει αναπάντητη. Και, εντάξει, τώρα το θέμα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αντιμετωπίζεται με τα διαβήματα και τα μηνύματα. Τι θα κάνουμε όμως αν εμφανιστεί τουρκικό τρυπάνι στο Καστελόριζο; Πόλεμο; Εντάξει, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων δεν είναι ευνοϊκός. Ακόμα και η επίκληση του Δικαίου απέναντι σε έναν ισχυρότερο και αποφασισμένο γείτονα, δεν συνθέτει πάντα μία ρεαλιστική λύση.
Η δεύτερη επιλογή είναι να μπούμε σε μία συζήτηση με την Τουρκία για τα ενεργειακά. H συζήτηση αρχίζει από τη Μεσόγειο, αλλά αναπόφευκτα θα φτάσει κάποτε και στο Αιγαίο. Είναι μία απόφαση που δεν μπορεί να τη σηκώσει καμία ελληνική κυβέρνηση, εκτός και αν συρθεί από δραματικά γεγονότα. Αν όμως την υποχρεώσουν τα γεγονότα να συζητήσει, θα κάτσει στο τραπέζι με πολύ πιο δυσμενείς όρους. Είναι προφανές ότι η Τουρκία από τη μία δοκιμάζει τα όρια των ελληνικών αντοχών και από την άλλη πιέζει προς την εξάντλησή τους. Πλησιάζει η στιγμή που η Ελλάδα θα πρέπει να αναμετρηθεί με την Ιστορία και να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για το τι σκοπεύει να κάνει και πώς σκοπεύει να το υλοποιήσει.
Η σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής, που αποφάσισε η κυβέρνηση, είναι μία ενδεδειγμένη κίνηση για την περίσταση. Σύντομα, όμως, πρέπει και οι πολιτικοί αρχηγοί να βάλουν τις υπογραφές τους κάτω από ένα χαρτί με κοινές θέσεις και συγκεκριμένα βήματα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News