942
| Shutterstock / CreativeProtagon

Υπάρχουν Ελληνοτουρκικά χωρίς το Κυπριακό;

|Shutterstock / CreativeProtagon

Υπάρχουν Ελληνοτουρκικά χωρίς το Κυπριακό;

Η πραγματικότητα είναι ότι η εν εξελίξει διαδικασία ελληνοτουρκικής σύγκλισης προκαλεί αμηχανία στην Κύπρο. Αυτό ούτε καινοφανές είναι ούτε και περίεργο. Ετσι συνέβαινε, άλλωστε, διαχρονικά. Αρκετές φορές Ελλάδα και Τουρκία επιχείρησαν να κατευνάσουν την πολεμική ατμόσφαιρα, αλλά το Κυπριακό ερχόταν να λειτουργήσει ως επιταχυντής νέων ρήξεων. 

Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι 25 χρόνια μετά το σύμφωνο φιλίας του 1930, Αθήνα και Αγκυρα έφτασαν στα πρόθυρα της σύγκρουσης, μετά τη διεθνοποίηση του αιτήματος για την Ενωση του νησιού με την Ελλάδα και το αιματηρό κρατικό πογκρόμ κατά των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης. Ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, μπορεί δημοσίως οι σχέσεις των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων (με εξαίρεση προφανώς τη χούντα) με τον πρόεδρο Μακάριο να φάνταζαν αγαστές, στο παρασκήνιο όμως οι σχέσεις των δύο πλευρών ήταν εξαιρετικά συγκρουσιακές. 

Σήμερα, φυσικά, τίποτα δεν θυμίζει ούτε το 1955 ούτε το 1963 ή το 1964. Παρ’ όλα αυτά, στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου, ο μεν Χριστοδουλίδης μίλησε για «κάποιους στην Αθήνα και τη Λευκωσία που συνεχίζουν για τους δικούς τους λόγους να βλέπουν διαφορές μεταξύ μας». Ο δε Μητσοτάκης είπε ότι «ευτυχώς, είναι πολύ λίγοι αυτοί που επιμένουν με έναν πολύ μεθοδικό τρόπο να σπείρουν διάφορα ζιζάνια στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Δεν θα τους κάνουμε το χατίρι». 

Θέλει η Αθήνα να διαχωρίσει τη θέση της από τη Λευκωσία και να περιθωριοποιήσει το Κυπριακό, στην προσπάθειά της να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου με την Αγκυρα; Ή, ακόμα χειρότερα, είναι η Ελλάδα έτοιμη να δεχθεί κάποια άλλη λύση στην Κύπρο, εκτός του συμφωνημένου πλαισίου της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, «πουλώντας» τον αδελφό κυπριακό Ελληνισμό; 

Προφανώς, τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει. Ελλάδα και Κύπρος θα διαβούν μαζί τον δρόμο για την επίλυση (ή μη) του Κυπριακού. Και θα το κάνουν με βάση τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Λύση που να συμπεριλαμβάνει την παράνομη τουρκική θέση περί δύο κρατών στο νησί δεν πρόκειται καν να τεθεί προς διαπραγμάτευση. Κι αυτό όχι μόνο διότι δεν πρόκειται να την αποδεχτούν η Αθήνα και η Λευκωσία, αλλά διότι θα βρει απέναντι σύσσωμη τη διεθνή κοινότητα.

Οποιουδήποτε είδους διπλωματική αποδοχή των αναθεωρητικών τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής του 1974 θα σήμαινε το άνοιγμα του ασκού του Αιόλου σε μια σειρά από διεθνείς υποθέσεις, ενώ θα καταργούσε μονοκονδυλιά το νομικό και το ηθικό κύρος κορυφαίων θεσμών, όπως είναι ο ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Ενωση. 

Τα παραπάνω, όμως, δεν σημαίνουν ότι η Αθήνα θα παραμείνει δέσμια της τουρκικής αδιαλλαξίας στην Κύπρο. Από τη στιγμή που στην κορυφή της ελληνικής διπλωματίας, αλλά και της πανεπιστημιακής ελίτ που καταπιάνεται με τα ελληνοτουρκικά, υπάρχει η πεποίθηση ότι διάγουμε περίοδο στην οποία ενδεχομένως να υποκρύπτεται μια «ιστορική ευκαιρία» για την επίλυση διαφοράς μας με την Τουρκία, δηλαδή της οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας, τότε –σύμφωνα με την ίδια λογική– το Κυπριακό δεν πρέπει να αποτελέσει εμπόδιο της πιθανολογούμενης ευρύτερης σύγκλισης. 

Με λίγα λόγια, μπορεί σύμφωνα και με το παλαιό ρητό «η Κύπρος να αποφασίζει και η Ελλάδα να ακολουθεί», στην τρέχουσα συγκυρία όμως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις –ή έστω ένα σημαντικό τμήμα τους– δεν θα καθοριστούν αμιγώς από το Κυπριακό. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η αναγωγή του χρονίζοντος ζητήματος από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη σφαίρα των «ευρωτουρκικών» σχέσεων. Αυτή είναι, βεβαίως, και η πραγματικότητα.

Οτιδήποτε άπτεται των τουρκικών αιτημάτων προς τις Βρυξέλλες περνά μέσα από τη Λευκωσία. Για παράδειγμα, ακόμα και η τελωνειακή ένωση, που για κάποιους θεωρητικά αποτελεί την πλέον «εύκολη» εκκρεμότητα μεταξύ Αγκυρας – ΕΕ, δεν πρόκειται να προχωρήσει αν δεν συναινέσει η Κύπρος. Η Κύπρος, ένα μέλος της Ευρώπης των 27, που δεν αναγνωρίζεται επισήμως από την Τουρκία. 

Οπως στα Ελληνοτουρκικά, έτσι και στο Κυπριακό, η ευθύνη βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην άλλη όχθη του Αιγαίου. Είναι η Αγκυρα αυτή που πρέπει να αποδείξει ότι η στροφή της στη νηνεμία αποτελεί στρατηγική κι όχι ευκαιριακή επιλογή. Είναι η Αγκυρα, επίσης, αυτή που πρέπει να αλλάξει στάση στην προσέγγισή της στο Κυπριακό. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προβλέπεται, ακόμα κι αν η Τουρκία κάνει πίσω –ως διά μαγείας– και βγάλει από το τραπέζι την παράνομη διχοτομική πρότασή της. Ελλάδα και Κύπρος, πέραν της επανένωσης του νησιού, διαμηνύουν ορθώς ότι λύση χωρίς την απόσυρση των 40.000 ανδρών του τουρκικού στρατού κατοχής, ο οποίος απλώνεται σε κάθε γωνία του ψευδοκράτους, δεν υπάρχει.

Για την Αγκυρα, όμως, το βόρειο τμήμα της Κύπρου αποτελεί εδώ και χρόνια αναπόσπαστο κομμάτι του συστήματος ασφαλείας, όχι μόνο για την τουρκική ενδοχώρα, αλλά ειδικότερα για την περιοχή πέριξ της Συρίας, που απασχολεί τελευταίως περισσότερο από κάθε τι άλλο τον Ερντογάν. Οι προσπάθειες, λοιπόν, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον αναμένεται να περιοριστούν στην επανεκκίνηση της διαδικασίας διαλόγου, χωρίς να μπορεί κανείς να αναμένει θεαματικές μεταβολές. Πιθανότερη μακροπρόθεσμη εξέλιξη παραμένει η διαιώνιση του υπάρχοντος status quo – άρα και της de facto διχοτόμησης. Οτιδήποτε διαφορετικό θα αποτελέσει έκπληξη τεραστίων διαστάσεων. 

Το γεγονός ότι το Κυπριακό δεν αποτελεί αυτή τη στιγμή την υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα της Αθήνας είναι λογικό να ενοχλεί πολλούς. Περισσότερους στην Κύπρο και λιγότερους στην Ελλάδα, η οποία είναι μεν αυτή που φέρει το ιστορικό βάρος, κυρίως για όσα συνέβησαν το 1974, δεν μπορεί όμως να κατηγορηθεί εξ ολοκλήρου για τις δυσμενείς εξελίξεις που καταγράφονται στη Μεγαλόνησο από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η Ελλάδα οφείλει να σταθεί στην Κύπρο όχι λόγω κάποιου είδους ιστορικής ευθύνης της, αλλά λόγω των αξιών της εθνικής υπευθυνότητας.

Διότι αν μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας υπάρχει ευρύ χάσμα που είναι σχεδόν αδύνατο να γεφυρωθεί, στην Κύπρο υπάρχει ζωντανή η μνήμη του αίματος. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, λοιπόν, θα μπορούσαν να προχωρήσουν χωρίς το Κυπριακό. Η Κύπρος, όμως, ήταν και θα παραμείνει ο πλέον εύκολος στόχος για τους Τούρκους. Κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να απασχολεί διακαώς τον ελληνισμό στο σύνολό του. 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...