Ολόκληρη Αθήνα και είχε μόνο δύο καταστήματα παιχνιδιών. Το διανοείστε; Η Πανελλήνιος Αγορά στην οδό Σταδίου και ο Τσοκάς στην Κανάρη στο Κολωνάκι. Επίσης, τα ζαχαροπλαστεία της τότε εποχής διέθεταν μερικά παιχνίδια, όπως αυτοκινητάκια και κούκλες άκαμπτες, δίπλα στις βιτρίνες με τις πάστες σεράνο, νουγκατίνα, κασετίνα… Ποθούσαμε πολύ, ποθούσαμε μακροχρόνια, ποθούσαμε βαθιά, έσπαγε η καρδιά μας, αναμονή, προσμονή, υπομονή. Ισως γι’ αυτό και η χαρά μας διαρκούσε πολύ.
Εκείνη η κούκλα που μιλούσε! Χρειαζόταν μπαταρία. Κάτι χοντρές, τεράστιες μπαταρίες, και έλεγε «δώσε μου ένα φιλάκι, δώσε μου ένα φιλάκι, δώσε μου ένα φιλάκι». Το γράφω τρις γιατί συχνά κολλούσε. Και την κοπάναγα να σταματήσει. Σας έγραψα ότι η μπαταρία ήταν χοντρή, τεράστια. Μα, όλα τότε ήταν τεράστια και θορυβώδη. Να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, γιατί η απόκτησή τους ήταν μαραθώνια άσκηση υπομονής.
Και οι πολυπόθητες τηλεοράσεις ήταν ολόκληρο έπιπλο, η δική μας είχε μέχρι παντζούρια να ανοίγει για την οθόνη. Και όταν και αυτή «κολλούσε», όλοι μαζί φωνάζαμε «χιόνια»! Συνέβαινε συχνά στον «Αγνωστο Πόλεμο» και στο χειρότερο σημείο πλοκής του Βαρτάνη (κωδικοί μιας ολόκληρης γενιάς, μην προσπαθήσετε να καταλάβετε). Και τα πικ-απ ήταν τεράστια, έπιπλα ολόκληρα. Είχαν χώρο και για τους δίσκους. Που όταν και αυτοί κολλούσαν φωνάζαμε «κόλλησε η βελόνα!» και τη σπρώχναμε πιο κάτω.
Τα Χριστούγεννα οι εταιρείες δίσκων έβγαζαν τις νέες κυκλοφορίες. Απέραντη χαρά! Πώς γινόταν και χωρίς ιδιαίτερα μέσα προώθησης, σε μια μέρα όλη κι όλη, όλοι τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι; Μετά τα παιχνίδια, λοιπόν, πηγαίναμε με τον πατέρα μου σε δισκάδικα. Που διέθεταν και αφίσες. Μεγάλη υπόθεση η αφίσα! Ο Ντέιβιντ Κάσιντι ήταν στο δικό μου δωμάτιο… Αλλος πόθος κι αυτός!
Γυρίζαμε σπίτι με πολλούς πολλούς δίσκους και αρχίζαμε τον χορό. Ταγκό, «ωχ Ρεάκι μου, σε πάτησα;», τόσο άτεχνος χορευτής. Και σέικ, «Κορίτσι στάσου να σου πω». Πόθος Δάκης. Και πάνω απ’ όλα «Καζατζόκ». Η μεγαλύτερη χαρά του πατέρα μου ήταν το «Καζατζόκ», για εκείνα τα δευτερόλεπτα που η μουσική χαμήλωνε ρυθμό και εμείς έπρεπε να χαμηλώνουμε στο πάτωμα προσμένοντας/καιροφυλακτώντας την αλλαγή του ρυθμού! Και με το που άλλαζε, «παπ!» τιναζόμασταν ελατήρια επάνω και συνεχίζαμε ακόμα πιο ξέφρενοι χαράς!
Η παιδικότητα του πατέρα μου είναι ένα στοιχείο που βαθιά με συγκινεί ότι του το κληρονόμησα. Τη διαθέτει και η μάνα μου. Το Βεττάκι μας. Δηλαδή δεν θα «διασωζόμουν» με τίποτα. Τι άλλο ήταν τα Χριστούγεννα ενός «κάποτε»; Ααααα! Το καλό ρούχο και τα καλά παπούτσια. Το «καλό». Που τους φερόμασταν ως εύθραυστα πορσελάνινα βάζα. «Πρόσεξε πώς πατάς τα καλά σου παπούτσια». Λουστρίνια με μια εγκράφα με στρασάκια. Το ρούχο, φόρεμα βελούδο, κόκκινο κατακόκκινο. Καμάρι, απέραντο καμάρι, πόζες στον καθρέπτη, χαμόγελα στο πουθενά. «Πρόσεξε μη λερώσεις το καλό σου φόρεμα». Ολο «πρόσεξε!». Και παροιμίες, για καλύτερη εμπέδωση «Τα αγαθά κόποις κτώνται».
Χριστούγεννα ήταν και εκείνες οι θείες και θείοι που έρχονταν επίσκεψη και πάντα έφερναν το ίδιο γλυκό. Τι ωραίο ότι όλοι ήταν συνδεδεμένοι μέσα μας με το ίδιο γλυκό που έφερναν κάθε χρόνο ή μια δική τους σπεσιαλιτέ! Περιμέναμε την «τούρτα της Ελπης» πώς και πώς. Ααααα! Και κάτι άλλο, τώρα που τα σκέφτομαι… Οι επισκέψεις συγγενών «χρονιάρες μέρες» και μια ατμόσφαιρα μυστικών μαζί τους. Πώς να σας την περιγράψω; Τα αμίλητα κάθε οικογένειας που έμεναν εσαεί αμίλητα. «Γιατί δεν παντρεύτηκε η θεία;» Λες να έμεινε παρθένα;… Σουτ! «Γιατί είναι πάντα μελαγχολική αυτή η κυρία; Τι πάει να πει την πήγαν με τα πόδια στην Τασκένδη; Πού είναι η Τασκένδη;»… Ασ’ τα! Ολο «άσ’ τα» και «σουτ!» μας έλεγαν.
Ιστορίες που αιωρούνταν, κουβέντες που έφταναν σε ένα σημείο και διακόπτονταν απότομα. Ετσι που ακόμα περισσότερο θέριευαν τη φαντασία μας. Γνωστοί αλλά και άγνωστοι. Χριστούγεννα ήταν και τα δώρα εταιρειών στα πόδια των τροχονόμων. Χριστούγεννα ήταν πάντα, πάντα, πάντα ο Αγιος Βασίλης. Στρουμπουλός στρουμπουλός και χαμογελαστός χαμογελαστός.
Στη μνήμη έρχεται ευεργετικά, αλλά μεταστρέφεται και τραυματικά στην αποκάλυψη του αδελφού μου, με γουρλωμένα μάτια: «Δεν υπάρχει Αϊ Βασίλης. Είδα τους γονείς μας να βάζουν τα δώρα. Αλήθεια σου λέω». Λες και με πυροβόλησε. Αλήθεια μου έλεγε, αλλά σε δευτερόλεπτα πήρε την απόφαση η ψυχή μου, και στο διηνεκές θα επιμένω: «Υπάρχει! Υπάρχει! Υπάρχει!». Και χρόνια και χρόνια μετά…
Ο διάλογος προχώρησε και με τα παιδιά μας: «Δεν υπάρχει! Εσείς φέρνετε τα δώρα». «Ακούστε, αν δεν υπάρχει Αϊ Βασίλης, τότε δεν θα σας ξαναφέρει δώρα», «Υπάρχει, υπάρχει!»… Συνέχισε και στα εγγόνια μας (λατρεύω τα πονηρεμένα μάτια τους που κατασκοπεύουν λεπτομέρειες). «Τα κατάλαβα όλα! Είδα τα παπούτσια του παππού!», «Μόνο ο παππούς έχει τέτοια παπούτσια; Τέλος πάντων, Μαξιμάκο μου, αν δεν υπάρχει, δεν θα σου ξαναφέρει του χρόνου δώρα», «Υπάρχει, υπάρχει!»…
Χριστούγεννα, αναγνώστες μου, μπορεί και να είναι αυτή ακριβώς, η πιο τρυφερά αστεία συνωμοσία. Υπάρχει, υπάρχει Αϊ Βασίλης. Υπάρχει! Καλές γιορτές, αναγνώστες. (Με τόσους πολέμους και «πολέμους» να περικυκλώνουν τον πλανήτη; Τόσο αχαρτογράφητα νερά μέλλοντος κόσμου;)
ΥΓ: Αν η ψυχή σας τραβάει και άλλους κωδικούς της δικής μας γενιάς, το βιβλίο μου «Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο» (εκδόσεις Διόπτρα) θα σας τους θυμίσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News