«Κατά την άποψή μου, η πιο εντυπωσιακή πτυχή της 70χρονης βασιλείας της Ελισάβετ Β’ ήταν η αταλάντευτη απόφασή της να παραμένει ανιαρή. Σε αυτές τις επτά δεκαετίες, πολύ σπάνια επέτρεψε να γίνουν γνωστές οι απόψεις της για οποιοδήποτε από τα μεγάλα πολιτικά και μη γεγονότα που συνέβησαν όσο βρισκόταν στο θρόνο. Και ποτέ δεν άφησε ούτε καν υπαινιγμό ως προς τις απόψεις της για κανένα από τα προβεβλημένα δημόσια πρόσωπα με τα οποία συνομιλούσε. Δεν ξέρουμε ποια ήταν η γνώμη της για τον Ντόναλντ Τραμπ ή τον Μπαράκ Ομπάμα ή τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Και δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η Ελισάβετ ήταν το πιο πειθαρχημένο δημόσιο πρόσωπο του περασμένου αιώνα». Αυτό υποστήριξε σε άρθρο του στην Washington Post o διάσημος δημοσιογράφος και παρουσιαστής του CNN, Φαρίντ Ζακάρια, για την βασίλισσα Ελισάβετ.
Ασφαλώς ο χαρακτηρισμός «ανιαρή» (boring) που γράφει ο Ζακάρια δεν χρησιμοποιείται με αρνητική χροιά, αλλά αντίθετα με τρόπο επαινετικό για την ανάδειξη της ουδετερότητας ως στοιχείου σεβασμού στις αποφάσεις του λαού και στους εκλεγμένους εκπροσώπους του. Για την Ελισάβετ έχει ειπωθεί ότι ήταν προσεκτική ακόμη και στους γάμους και τις κηδείες μελών της οικογένειάς της, ότι σπάνια χαμογελούσε ή έκλαιγε δημοσίως, παραμένοντας σχεδόν πάντα αποστασιοποιημένη. «Αυτή ήταν η ερμηνεία της για τον ρόλο του συνταγματικού μονάρχη, που ηγείται όλων των ανθρώπων και δεν διαλέγει ποτέ πλευρά. Και τον έπαιξε καλύτερα από οποιονδήποτε» σχολίασε ο Ζακάρια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το Brexit δεν μάθαμε ποτέ τις προτιμήσεις της. Ενώ το 2014, ο τότε πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον χρειάστηκε να απολογηθεί αυτοπροσώπως στην Ελισάβετ μετά τις δηλώσεις που έκανε ότι η βασίλισσα είχε ταχθεί υπέρ της παραμονής της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ασφαλώς και δεν μπορεί να συγκρίνει κανείς τη Συνταγματική Μοναρχία με την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία της Ελλάδας. Στην Ελλάδα, ευτυχώς, αρχηγός του κράτους είναι από το 1974 ο (η) Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και επομένως μόνο σκέψεις μπορούν να γίνουν για τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουμε δει στο πολυσυζητημένο κεφάλαιο της ουδετερότητας, από τα πρόσωπα που ανέλαβαν τα συνταγματικά καθορισμένα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Από το 1974, όταν και επισήμως ξεμπερδέψαμε με τη βασιλεία, μετά το 69,2% υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας στο δημοψήφισμα που οργάνωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, είχαμε επτά Προέδρους της Δημοκρατίας, πριν γίνει Πρόεδρος η πρώτη γυναίκα, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Κάθε Πρόεδρος άφησε το στίγμα του.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μεταξύ πολλών άλλων, έκοψε το βήχα όσων έβλεπαν με καχυποψία στο Πεντάγωνο την ανάληψη της εξουσίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1981. Και ήταν μια τόσο μεγάλη και τόσο ισχυρή προσωπικότητα, εγγυητής της μετάβασης από τη χούντα στη Δημοκρατία, που θα ήταν άτοπο να περιοριστεί κανείς σε σκέψεις περί ουδετερότητας, παρότι ο ίδιος το απέδειξε στην πράξη με τρόπο καθοριστικό το 1981.
Ουδείς επίσης έχει εκφράσει ενστάσεις για την κρίσιμη θητεία του Κωνσταντίνου Τσάτσου από το 1975 ως το 1980 ή την ομαλή συνύπαρξη, στο ρόλο του εγγυητή του πολιτεύματος με κυβερνήσεις και από τις δύο όχθες του πολιτικού φάσματος, από τον Κωστή Στεφανόπουλο (1995-2005) ή τον Κάρολο Παπούλια (2005-2015). Το αντίθετο. Και παρότι ο Παπούλιας δέχθηκε πρωτοφανείς επιθέσεις από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ουδέποτε παρενέβη, ούτε καν έμμεσα ή με υπαινιγμούς, στα πολιτικά πράγματα. Και έγινε το 2015 αυτός που όρκισε τον πρώτο αριστερό Πρωθυπουργό, τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο διάδοχός του, Προκόπης Παυλόπουλος, συνέδεσε τη θητεία του με τα οξυμένα πάθη του 2015 και με το γεγονός ότι αποδέχθηκε ένα δημοψήφισμα εξπρές και με ακατάληπτο (για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών) ερώτημα σε συνθήκες μάλιστα ακραίου διχασμού. Αλλά και μετά την πενταετή θητεία του, ο κ. Παυλόπουλος έγινε ο πρώτος τέως Πρόεδρος της ελληνικής Δημοκρατίας που ζήτησε δύο φορές, με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, την παραίτηση Πρωθυπουργού, του Κυριάκου Μητσοτάκη, τον οποίο όρκισε ο ίδιος, με αποτέλεσμα να του αποδοθεί πολιτικό πρόσημο –καθώς το ίδιο ζητούσε και ο κ. Τσίπρας– αλλά και να διατυπωθεί το εύλογο ερώτημα αν θα έκανε το ίδιο, με κίνδυνο να προκαλέσει μείζονα πολιτική κρίση, σε περίπτωση που είχε ανανεωθεί η θητεία του και παρέμενε Πρόεδρος.
Ο Ζακάρια, στο άρθρο του στην Washington Post, προχώρησε στην αντιπαραβολή ανάμεσα στον ρόλο ενός αρχηγού του κράτους με τα χαρακτηριστικά ουδετερότητας της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ και στον ρόλο του αρχηγού του κράτους στη δική του χώρα, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αφού σημείωσε το προφανές, ότι στο προεδρικό σύστημα των ΗΠΑ ο αμερικανός πρόεδρος είναι ταυτόχρονα επικεφαλής της κυβέρνησης και του κράτους (άρα δεν είναι «διακοσμητικός» όπως αποκαλούνται οι βασιλιάδες και -από κάποιους- ακόμη και οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας σε χώρες με Προεδρευόμενη Δημοκρατία), παρουσίασε τις δύο όψεις του νομίσματος: Από τη μία το θετικό κατά τον ίδιο γεγονός ότι το κύρος και η δυνατότητα για κρίσιμες αποφάσεις συγκεντρώνονται στις ΗΠΑ στο ίδιο πρόσωπο και από την άλλη τον κίνδυνο ένα πρόσωπο όπως ο Τραμπ να απομειώσει με τις ενέργειές του το κύρος του αξιώματος.
Και η αλήθεια είναι ότι το πρόσωπο έχει πάντα σημασία, ακόμη και στη δική μας Προεδρευόμενη Δημοκρατία, όπου οι ουσιαστικές αρμοδιότητες του Προέδρου είναι περιορισμένες σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού και των υπουργών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News