Σε τούτο το νησί όταν έχει αέρα, έχει αέρα. Το σπίτι γίνεται μουσικό κουτί στα μαθημένα αφτιά ή ταινία θρίλερ στου άμαθου. Την πόρτα του αυτοκινήτου την κρατάμε σαν πανί του σερφ, με τα δυο τα χέρια. Βουρλίζεται το κεφάλι σου από ήχους, τα μαλλιά μπλέκονται, οι βλεφαρίδες όρτσα, το πρόσωπο το δέρνει άμμος. Η θάλασσα μανιάζει άτσαλα και μπορεί να δεις αντικείμενα να τρέχουν κι ανθρώπους ξωπίσω τους που δεν τα προλαβαίνουν.
Μελαγχολικά αστείο ήταν ένα κορίτσι με το καπέλο της. Τόσο που το έβλεπες ότι το είχε σετάρει, το είχε κάνει πρόβες στον καθρέπτη της για την αντάμωσή της με εκείνον, μοντέλο σκέτο, το σορτσάκι της, το δεμένο πουκάμισο, η σαγιονάρα, η σωστή πόζα αντάμωσης, το τεράστιο καπέλο… Πάει το καπέλο! Απιαστο κι αυτή απελπισμένη. Μα ωραία γελάνε οι ερωτευμένοι και τα διορθώνει αυτό, όλα!
Κυκλάδες, μάτια μου, και δη η Τήνος. Ασυναίσθητα, συχνά σκέφτομαι τον Χαλεπά, λες και ήταν δικός μου άνθρωπος κι έρχεται η μνήμη του στα ξαφνικά να μ’ ανταμώσει.
Σε ετούτο το νησί «δικός μας άνθρωπος» είναι ο Χαλεπάς και, αλίμονο, η Παναγία. Ο,τι κακό σου συμβεί, το πρώτο που σου λένε είναι «Πήγες ν’ ανάψεις κερί στην Παναγία;»… Πόσα αιτήματα λαμβάνει και η Παναγία; Με τον Χαλεπά έχω θέμα. Με πονάει η μαρτυρική του ζωή. Με πονάνε τα χέρια της μάνας του που έλιωναν έργα του γιατί αυτά υποτίθεται τροφοδοτούσαν την τρέλα του. Με πονάνε τα παιδιά που τον κορόιδευαν στο κάθε βήμα του. Με πονάει εκείνος ο πρώτος του έρωτας που τον πήρε ο αέρας… Απιαστος. Μα πιο πολύ απ’ όλα με πονάει μια σκηνή. Ο καλύτερος, ο πιο ισόβια πιστός του φίλος έρχονταν με το βραβείο του Γιαννούλη στα χέρια. Τον χαιρέταγε από μακριά.
Μπορώ να φανταστώ τη σκηνή ενός κοστουμιού και ενός καπέλου ανάμεσα σε ξερόχορτο τοπίο να αναδεύει ένα βραβείο «Γιαννούλη, Γιαννούλη» και μετά να το κρύβει πίσω από την πλάτη του παιχνιδιάρικα «Γιαννούλη, Γιαννούλη να ήξερες τι σου φέρνω!», «Τι;» αναρωτήθηκε εκείνος απηυδισμένος, παραδομένος στις οχλήσεις των πολλών «Τι μου φέρνεις;». «Ενα βραβείο! Γιανννούλη βραβεύτηκε το έργο σου! Εδώ σου έχω το βραβείο!». Και ο Γιαννούλης «Και ‘γω που έλεγα ότι θα μου έφερνες κανένα τσιγαράκι…». Ο Γιαννούλης. Με ματώνει η σκηνή. Παραδομένος, απηυδισμένος, σακούλα στο αέρα των πολλών. Δεν χάνεται, λένε, η αξία αλλά και χάνεται η αξία. Τι δικαίωση; Δεν πάει να γεμίζουμε μουσεία; Να υποκλινόμαστε… Να στήνουμε εκδηλώσεις… Χρονιά Χαλεπά… Πάει ο Γιαννούλης. Με ματώνει ο Γιαννούλης.
Σε τούτο το νησί, όταν έχει αέρα έχει αέρα. Σαν στοιχειό, σαν υπενθύμιση, όσο μακριά να πας, άλλος κάνει κουμάντο. Κάποτε ο αέρας σταματάει. Ξεμυτάμε όλοι ζαβλακωμένοι. Να εκμεταλλευτούμε το διάλειμμα.
Η Τήνος μού το ενίσχυσε αυτό. Να γραπώνω το απανέμι. Τρέχουμε στη νηνεμία απονήρευτοι πλην πονηρεμένοι. Πόσο -δα- θα κρατήσει; Μα κι αν κρατήσει… Φτάνουμε μέχρι και στην ακρότητα να παρακαλάμε για λίγο αεράκι… «Λίγο» το τονίζουμε μην και υπάρξουν παρεξηγήσεις… Κάπως ως μαέστροι δίνοντας το τέμπο, απευθυνόμενοι σε ορχήστρα…
Δεν βγάζεις άκρη με τους ανθρώπους! Το ξέρει κυρίως η Παναγία. Δεν ήθελα με τίποτα να είμαι Παναγία. Μα μερικές φορές φλερτάρω να ήμουν ένα συννεφάκι στον αέρα που τρέχει από το Ξώμβουργο και πάει και πάει… Ή ένα αστεράκι στον ουρανό μιας κατράμι νύχτας. Σας φιλώ από Τήνο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News