Πολλοί πανηγύρισαν για τον θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας την Κυριακή και ακόμη περισσότεροι για την πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ. Αν υπάρχει όμως κάποιο αισιόδοξο μήνυμα από αυτές τις εκλογές, και πιστεύω πως υπάρχει, διαβάζεται με άλλον κώδικα και όχι με αυτόν του πολιτικού οπαδισμού ή ρεβανσισμού.
Καταρχάς, οι εκλογές αυτές, οι πρώτες μετά το 2015, σηματοδοτούν το τέλος των κομμάτων που γεννήθηκαν από τη μήτρα της αντιμνημονιακής οργής και υπολόγιζαν μέχρι χθες ότι μπορούσαν ακόμη να βασίζονται στη δυναμική της. Η σπασμωδική προσπάθεια του Πρωθυπουργού το βράδυ της Κυριακής να ενεργοποιήσει τα παλιά ανακλαστικά, επισείοντας το σκιάχτρο της επιστροφής στο σκοτάδι και στο ΔΝΤ, ήταν τόσο περισσότερο θλιβερή όσο αδικούσε πρώτα από όλα τον ίδιο και το κόμμα του. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έδειξε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του για ένα κόμμα που έχει φορτωθεί πολλούς εξευτελιστικούς συμβιβασμούς και ακόμη πιο πολλές αμαρτίες μέσα σε τέσσερα χρόνια κυβερνητικής εξουσίας, ούτε συμφέρον αλλά ούτε ανάγκη έχει πια να μιλάει με όρους των ημερών της «αντίστασης στα μνημόνια».
Ευοίωνη, καταρχήν, και η θεαματική υποχώρηση του ποσοστού της Χρυσής Αυγής. Καλό είναι βέβαια να κρατάμε μια επιφύλαξη (και ο Χίτλερ είχε δει τα ποσοστά του κόμματός του να υποχωρούν, λίγο καιρό πριν εκτοξευθούν πάλι, αυτή τη φορά μοιραία). Αλλά αν το γεγονός προβληθεί στην ευρύτερη εικόνα, δηλαδή στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, αποκτά ιδιαίτερο νόημα. Η Ελλάδα, η χώρα που χτυπήθηκε περισσότερο από την παγκόσμια οικονομική κρίση και δέχθηκε δυσανάλογα μεγάλη πίεση από τα προσφυγικά κύματα, είναι από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές όπου σημειώθηκε κάμψη τόσο της αληθινής άκρας Δεξιάς όσο και της εθνολαϊκιστικής Δεξιάς.
Αντίθετα από αυτό που προέβλεπαν πολλοί, η Συμφωνία των Πρεσπών έπαιξε μικρό μόνο ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος. Το ποσοστό του «προδοτικού» ΣΥΡΙΖΑ δεν διέφερε ουσιαστικά από τις δημοσκοπικές καταγραφές του πριν από τις Πρέσπες. Η οργή για το «ξεπούλημα» του ονόματος κ.λπ. διοχετεύθηκε κυρίως στο κόμμα του Βελόπουλου, που πήρε όσο περίπου η ΠΟΛ.ΑΝ του Σαμαρά το 1993, στο αποκορύφωμα του παροξυσμού για το ονοματολογικό. Έχω ξαναγράψει ότι ο φανατισμός που το Μακεδονικό προκαλεί έχει μικρό βάθος. Στο ζήτημα τουλάχιστον αυτό, οι περισσότεροι Έλληνες είναι στις κάλπες πιο ρεαλιστές από όσο θέλουν να δείχνουν στους δρόμους και στις πλατείες. Οι επιλογές τους καθορίζονται από άλλα θέματα.
Το σημαντικότερο είναι όμως ότι οι εκλογές αυτές επισφράγισαν την παγίωση ενός νέου δικομματισμού με μορφή και δομή που τον κάνουν να διαφέρει ουσιωδώς από τον παλιό. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα είναι αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν να ηγεμονεύουν στον δεξιό-κεντροδεξιό και στον αριστερό-κεντροαριστερό χώρο αντίστοιχα, αλλά όχι αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν να κυβερνούν εκ του ασφαλούς χωρίς να υπολογίζουν σε συμμαχίες, συνεργασίες ή και μεταξύ τους συνεννόηση για ορισμένα κρίσιμα ζητήματα. Η αλαζονική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο στην άσκηση της διακυβέρνησης όσο και στην προσπάθειά του να εξαφανίσει με την αποψίλωση ή την αφομοίωση τα μικρότερα, πλησιόχωρα κόμματα, καταδικάστηκε βροντερά από τους εκλογείς. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης (για τη Νέα Δημοκρατία συνολικά δεν είμαι καθόλου βέβαιος) φαίνεται πως πήρε το μήνυμα. Το περιεχόμενο και το ύφος των δηλώσεών του το βράδυ της Κυριακής, μετά την οριστικοποίηση του αποτελέσματος, ήταν άλλο ένα από τα ευχάριστα σημάδια αυτών των εκλογών.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ο ελληνικός λαός έδειξε αξιοσημείωτο βαθμό πολιτικής ωρίμανσης. Πολλοί θα παρατηρήσουν, και σωστά, ότι το έκανε με μεγάλη καθυστέρηση, σε σύγκριση με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς που βρέθηκαν σε ανάλογη θέση, και με αχρείαστο πόνο. Αν όμως αναλογισθούμε ότι διήνυσε αυτή την απόσταση ξεκινώντας, εννέα χρόνια πριν, από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο πολιτικής ορθοφροσύνης, δικαιούμαστε να μιλάμε για άθλο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News